Το δάσος της Βαλανιδορράχης, στο νομό Πρέβεζας συνολικής έκτασης 1.993 στρεμμάτων, που βρίσκεται στην περιοχή του Φαναρίου, νυν Δήμος Πάργας, κατέχεται με δικαστικές αποφάσεις από ιδιώτες, που φέρεται να αγόρασαν οι πρόγονοί τους από Οθωμανούς το 1931. Στο εν λόγω δάσος υπάρχουν τέσσερις παραλίες (Αλωνάκι, Σκάλα, Αμόνι, Όρμος του Οδυσσέα), ενώ το Δημόσιο είναι συγκύριο κατά 20%.
Το δάσος αποτελεί ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα, καθώς εκβάλλει ένας παραπόταμος του Αχέροντα, υδροβιότοπος, ενταγμένο στα natura 2000 και καταφύγιο άγριας ζωής. Πέραν του περιβαλλοντολογικού ενδιαφέροντος το δάσος μαρτυρά την πολιτιστική κληρονομιά των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής αιώνες τώρα.
Η επικείμενη ιδιωτικοποίησή του και εμπορευματοποίησή του, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από την τοπική κοινωνία. Με κείμενό τους στον τοπικό τύπο 11 πρόεδροι, 3 Δημοτικοί Σύμβουλοι, συνολικά 430 δημότες, επιζητούν να διασφαλιστεί ο δημόσιος χαρακτήρας του δάσους, η ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες χωρίς αντίτιμο, ως κοινωνικά αγαθά. Καθώς και η μη αλλοίωση της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η Επιτροπή Αγώνα Φαναρίου, παρ’ όλους τους περιορισμούς – λόγω covid, έχει συγκεντρώσει επιπλέον πάνω από 1.000 ηλεκτρονικές υπογραφές ενάντια στο άρθρο 218, που επιτρέπει ήπιες δραστηριότητες εντός natura, γεγονός που ανησυχεί τους κατοίκους για τη μερική αποψίλωσή του.
Η κίνηση αυτή των πολιτών ενόχλησε τη λεγόμενη διαχειριστική επιτροπή του ιδιωτικού δάσους Βαλανιδορράχης. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της επιτροπή, σε δημοσίευμά του, απειλεί τους κατοίκους με μηνύσεις και αγωγές. Η αγωνία μιας ολόκληρης κοινωνίας εκλαμβάνεται ως «απειλή του ιδιοκτησιακού τους δικαιώματος» και εκτοξεύονται προσβολές απέναντι σε μία κατά βάση αγροκτηνοτροφική κοινωνία. Βέβαια, δεν έλειψαν και οι υπαινιγμοί ότι παρεμποδίζεται η δημιουργία θέσεων εργασίας που θα οδηγήσει πολλούς κατοίκους της περιοχής στη μετανάστευση. Πρόκειται φυσικά περί αστειότητας, καθώς το «σχέδιο των συνιδιοκτητών» προβλέπει μία επένδυση μόλις 140.000 ευρώ, η οποία προφανώς δεν επιλύει το μεταναστευτικό πρόβλημα της περιοχής. Παραγνωρίζουν ενσυνείδητα την οικονομική καταστροφή της τοπικής κοινωνίας, του χωριού, του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και της ελευθερίας των πολιτών.
Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε και τα ερωτήματα αυτής της πολυσύνθετης υπόθεσης τίθενται αμείλικτα.
Πρώτον, υπήρχαν Οθωμανοί στην Ελλάδα το 1931 που συντελείται η αγοροπωλησία; Υφίσταντο οθωμανικό δίκαιο μετά την απελευθέρωση και τη Συνθήκη της Λοζάνης; Σε κάθε περίπτωση παραχαράσσεται η ιστορία. Το ζητούμενο είναι να νομοθετήσει η Πολιτεία, άποψη στην οποία συστρατεύεται και ο νομικός κόσμος. Οι συνεχείς αναφυόμενες δικαστικές αποφάσεις που αφορούν σε οθωμανικά κτήματα είναι ένα ζήτημα που επιβάλλει στην Πολιτεία να ενσκήψει σε ένα πρόβλημα που λαμβάνει κοινωνικές διαστάσεις. Πόσο δε μάλλον όταν αναγνωρίζει αγοροπωλησίες μεταγενέστερες της απελευθέρωσης και μάλιστα στην Ήπειρο που η απελευθέρωση προήλθε από πόλεμο, ο οποίος ρύθμισε και το διοκτησιακού καθεστώς. Τα δάση, ως κοινόχρηστοι χώροι επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, περιέρχονται στο Ελληνικό Δημόσιο.
Το δεύτερο και καίριο ερώτημα που εύλογα τίθεται για το δάσος της Βαλανιδορράχης συνοψίζεται ως εξής: πόσο νόμιμο είναι να αγοράζεις το 1931 περιουσία ήδη απαλλοτριωμένη και αποζημιωμένη (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας και εφορία Παραμυθιάς) από το Ελληνικό Δημόσιο το 1927, ανεξάρτητα από τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις; Το δάσος απαλλοτριώνεται από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Πρέβεζας με την 12/1927 απόφασή της τον Ιούλιο του ίδιου έτους και οι τέως ιδιοκτήτες αποζημιώνονται για το σύνολο της περιουσίας τους με το ποσό των 70.968 δραχμών. Σημειώνεται ότι στο δάσος υπήρχαν δικαιώματα βόσκησης των κατοίκων από την απαλλοτρίωση του 1923 και παραμένουν και σε αυτή του 1927. Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου του υπουργείου Γεωργίας με την οποία αναγνωρίζεται η αγορά της δασικής έκτασης από τους νόμιμους συνιδιοκτήτες αφορά προγενέστερο χρόνο, τον Ιανουάριο του 1927.
Η υπόθεση κινεί πλέον το ενδιαφέρον κοινωνικών, πολιτικών και περιβαλλοντολογικών οργανώσεων. Έπεται συνέχεια…
Μαρία Μάρκου
Πηγή: Η Εποχή