Σύμφωνα με μια ερμηνεία που κυκλοφορεί αυτή την περίοδο στην αμερικανική αριστερά, οι προεδρικές εκλογές του 2016 σήμαναν την ήττα του νεοφιλελευθερισμού. Ή τουλάχιστον μιας σημαντικής πτέρυγάς του.
Τον Ιανουάριο του 2017, το μήνα της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ, η φεμινίστρια φιλόσοφος Νάνσυ Φρέιζερ υποστήριξε πως η ψήφος που έφερε τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο ήταν μια ψήφος για «το τέλος του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού». Όπως τον ορίζει η Φρέιζερ, ο «προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός» είναι «μια συμμαχία μεταξύ των mainstream τάσεων των νέων κοινωνικών κινημάτων (φεμινισμός, αντι-ρατσισμός, πολυπολιτισμικότητα και ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα) και των τομέων της βιομηχανίας υψηλού συμβολισμού που βασίζονται στις υπηρεσίες (Γουόλ Στριτ, Σίλικον Βάλλεϋ και Χόλυγουντ). Σε αυτή τη συμμαχία, οι προοδευτικές δυνάμεις συντάσσονται αποτελεσματικά με τις δυνάμεις του γνωστικού καπιταλισμού, και ειδικά της χρηματιστικοποίησης [financialization]. Άθελά τους, οι πρώτες ‘δανείζουν’ το χάρισμα τους στις δεύτερες. Ιδεώδη όπως η ποικιλομορφία και η ενδυνάμωση, που καταρχήν θα υπηρετούσαν διαφορετικούς σκοπούς, τώρα προετοιμάζουν το έδαφος για πολιτικές που έχουν συνθλίψει την παραγωγή καθώς και ό,τι κάποτε συνιστούσε τις ζωές της μεσαίας τάξης». Με άλλα λόγια, το Δημοκρατικό Κόμμα, υπό την ηγεσία της Χίλαρι Κλίντον, επεδίωξε τη νίκη επικαλούμενο εξίσου τις γυναίκες, τις μειονότητες και τη Γουόλ Στριτ. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος που εξασφάλισε την ήττα των Δημοκρατικών, τη νίκη του Τραμπ, και ο φεμινισμός σε έναν βαθμό συνήργησε σε αυτό.
Βάσει τούτης της ερμηνείας, ο νεοφιλελευθερισμός είναι αρκετά μικρός και αδύναμος, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να ηττηθεί –ή τουλάχιστον να ηττηθεί μια σημαντική πτέρυγά του.
Τι θα έλεγε ο Μισέλ Φουκώ; Η πρόσφατη αναζωπύρωση ενδιαφέροντος σχετικά με τις παρατηρήσεις του Φουκώ για τον νεοφιλελευθερισμό αφήνει κάποιους από εμάς σε βαθύ προβληματισμό. Από τη μια πλευρά, ο Φουκώ θα μπορούσε να αναγνωριστεί ο ίδιος ως υποστηριχτής εκείνου που η Φρέιζερ αποκαλεί «προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό». Σε διαλέξεις του στο Collège de France το 1978-1979, οι οποίες δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον το 2008 στη Γέννηση της Βιοπολιτικής, ο Φουκώ εξέφρασε έναν επιφυλακτικό, αλλά πραγματικό θαυμασμό για τον νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο Γκάρι Μπέκερ, έναν τολμηρό αντι-μοραλιστή επικριτή των φυλακών (οι φυλακές κοστίζουν πολύ στον φορολογούμενο), που προασπιζόταν τα πρόστιμα ως κάτι που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη φυλάκιση. Ο ωμός αντι-μοραλισμός του Μπέκερ συνάδει με τη χαρακτηριστική μέριμνα του Φουκώ για τις αποκλεισμένες μειονότητες και τις «εξεγέρσεις της διαγωγής [revolts of conduct]». Και ο αντι-μοραλισμός βοηθά να εξηγήσουμε τον αντι-κρατισμό του Φουκώ. Αν το κράτος νοείται ως ο έσχατος εγγυητής της ηθικότητας, τότε δεν μπορείς να έχεις το ένα χωρίς το άλλο. Η εντυπωσιακή επιτυχία των φουκωικών θεματικών για το αντι-κανονινιστικό και το αποκεντρωτικό (διαφορά, μειονότητα, αποκλεισμός και ούτω καθεξής) εμφυτεύει αυτά τα ζητήματα σθεναρά στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, που οι Μίτσελ Ντιν και Κάσπαρ Βίλαντζεν περιγράφουν (στο βιβλίο τους Η φοβία του κράτους και η κοινωνία των πολιτών: Η πολιτική κληρονομιά του Μισέλ Φουκώ) ως «το πιο σημαντικό και επιθετικό αντι-κρατικιστικό κίνημα του τελευταίου μισού αιώνα».
Από την άλλη πλευρά, ο Φουκώ θα μπορούσε επίσης να ταυτιστεί με τη θέση ότι ο αντι-κρατισμός είναι μια μικρή και ακόμη παραπλανητική πτυχή του νεοφιλελευθερισμού, που είναι ένα πολύ μεγάλο φαινόμενο για να έχει ηττηθεί σε οποιαδήποτε εκλογή. Κανένας στοχαστής δεν αναφέρεται τόσο συχνά από εκείνους που ισχυρίζονται ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν εκλαμβάνεται κατά τον αρμόζοντα τρόπο, όχι ως μια πολιτική πρωτοβουλία που στοχεύει στη σμίκρυνση του κράτους πρόνοιας και την περαιτέρω αποδυνάμωση της εργατικής τάξης, αλλά ως κάτι πολύ ευρύτερο, έναν τρόπο διακυβέρνησης και ορθολογικότητας που εκτείνεται σε όλες τις πτυχές της ζωής, με το «όλες» υπογραμμισμένο. Στο έργο της Η καταστροφή του δήμου (2015), η Γουέντι Μπράουν γράφει ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι «κάτι άλλο από ένα σύνολο οικονομικών πολιτικών, μια ιδεολογία, ή μια επαναρύθμιση της σχέσης μεταξύ κράτους και οικονομίας». Αντιθέτως, είναι «μια ευρέως και βαθιά διαδεδομένη ορθολογικότητα διακυβέρνησης» που «μεταμορφώνει ριζικά κάθε ανθρώπινο πεδίο ή εγχείρημα, μαζί με τους ίδιους τους ανθρώπους, σύμφωνα με μια συγκεκριμένη εικόνα για το οικονομικό. Κάθε συμπεριφορά είναι οικονομική· όλες οι σφαίρες της ύπαρξης πλαισιώνονται και υπολογίζονται με οικονομικούς όρους και μεθόδους μέτρησης» (η έμφαση δική μου).
Πόσο μεγάλος είναι ο νεοφιλελευθερισμός; Ίσως να μην είναι τόσο μεγάλος ή τόσο συνεπής όσο φαίνεται συχνά να θεωρούν οι αντίπαλοί του. Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Μελίντα Κούπερ, η Νάνσυ Φρέιζερ κάνει λάθος όταν προτείνει πως ο φεμινισμός, όπως και άλλα ταυτοτικά κινήματα, είναι «συνεργός» του νεοφιλελευθερισμού. Στο πρόσφατο βιβλίο της Οι αξίες της οικογένειας: Μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και νέου κοινωνικού συντηρητισμού, η Κούπερ υποστηρίζει ότι ο φεμινισμός πράγματι αντιτίθεται στον νεοφιλελευθερισμό λόγω της ίδιας της ουσίας του. Ο νεοφιλελευθερισμός υποθέτει ότι στην κοινωνία, όπως και στην οικονομία, η βασική μονάδα είναι (ή θα οφείλει να είναι) το άτομο-επιχειρηματίας, που είναι ανεξάρτητο από δεσμούς και εκδηλώσεις αλληλεγγύης, επενδύει στο δικό του μέλλον, και αποφασίζει για το προσωπικό του συμφέρον. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο νεοφιλελευθερισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την παραδοσιακή οικογένεια, μια μη καπιταλιστική μονάδα που ορίζεται (τουλάχιστον ιδανικά) όχι από το μεμονωμένο ατομικό συμφέρον, αλλά από την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τη συλλογική προσπάθεια για τους κοινούς στόχους. Η αριστερά ενίοτε προσάπτει στο νεοφιλελευθερισμό ότι εργάζεται για να καταστρέψει την οικογένεια διά της αποσύνθεσής της σε ευέλικτα και ιδιοτελή άτομα. Η Κούπερ δεν υποστηρίζει ότι οι αντι-καπιταλιστές θα έπρεπε να μιλήσουν στο όνομα της οικογένειας, αλλά αντιθέτως, ότι δεν υπήρξαν αρκετά αντίθετοι προς αυτήν. Δεδομένης της de facto εξάρτησης του καπιταλισμού από την οικογένεια, το να τάσσεται κανείς κατά της οικογένειας σημαίνει ότι τάσσεται κατά του καπιταλισμού. Στην πράξη, ο νεοφιλελευθερισμός είναι οπαδός της οικογένειας. Στην ιστορία των αποφάσεων για τη χάραξη πολιτικής από τη δεκαετία του 1960, η Κούπερ ανακαλύπτει ξανά και ξανά ότι, παρά τον θεωρητικό αμοραλισμό του (με πιο τρανταχτό παράδειγμα την υποστηρικτική θέση του για την πώληση βρεφών), ο νεοφιλελευθερισμός έχει ενεργήσει με τρόπο που ενισχύει τους παραδοσιακούς οικογενειακούς ρόλους. Προκειμένου το κόστος της οικιακής φροντίδας να μην εμφανιστεί ως κονδύλιο του κρατικού προϋπολογισμού, θα έπρεπε να απορροφηθεί από την άμισθη εργασία των μελών της οικογένειας, που αναλαμβάνουν αυτά τα καθήκοντα στο όνομα της αγάπης, και έτσι εξοικονομούν τα χρήματα των φορολογούμενων. Η οικογενειακή αγάπη συνιστά μέρος του νεοφιλελεύθερου υπολογισμού. Είτε είναι εκεί η αγάπη είτε όχι, ο νεοφιλελευθερισμός σου λέει να τη νιώσεις και να συμπεριφερθείς ανάλογα. Εν ολίγοις, η καπιταλιστική αγορά εμφανίζεται να είναι ατομικιστική και έτσι παρουσιάζεται ιδεολογικά, όμως στην πραγματικότητα χρειάζεται, όπως τονίζει ο τίτλος της Κούπερ, «οικογενειακές αξίες» και χρησιμοποιεί το κράτος για να τις θέσει σε εφαρμογή. Και, ως εκ τούτου, οι φεμινίστριες που απορρίπτουν τις οικογενειακές αξίες δεν υπερασπίζονται απλώς την ταυτότητά τους ως γυναίκες, αλλά επιτυγχάνουν και ένα πλήγμα κατά του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Αυτό το επιχείρημα είναι πλούσιο και συναρπαστικό, αν όχι αδιάσειστο. Εξάλλου, με πολλούς τρόπους ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός έχει ενθαρρύνει τις γυναίκες να είναι πιο ανεξάρτητες και έχει καταστήσει την ανεξαρτησία από τις οικογένειές τους δυνατή· κάτι που είναι θετικό, ακόμα και αν ο νεοφιλελευθερισμός δεν αξίζει τα εύσημα γι αυτό. Είναι επίσης σημαντικό να σημειώσω πως η ασυνέπεια του νεοφιλελευθερισμού δεν αφορά μόνο τις αξίες της οικογένειας. Είναι διάχυτη. Τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς για την υποστήριξη της διάσωσης των προβληματικών τραπεζών από τους φορολογούμενους; Ο νεοφιλελευθερισμός είναι συνεπής όταν και μόνο όταν λογίζεται θεμελιωδώς ως ένα πρόγραμμα (όπως το θέτει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ) «για την επίτευξη της αποκατάστασης της ταξικής κυριαρχίας». Ένα μεγάλο πράγμα, αλλά όχι τόσο ώστε να είναι η αντίσταση αδύνατη.
Ο Μπρους Ρόμπινς είναι καθηγητής Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια
Μετάφραση: Έλενα Ψυλλάκου
Πηγή: Η Αυγή