Η αδυναμία εκτίμησης του αποτελέσματος των διπλών βουλευτικών εκλογών του 2015 αλλά και του ενδιάμεσου δημοψηφίσματος, διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην εμπέδωση ενός κλίματος αμφισβήτησης ή και συνολικότερης απαξίωσης των εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης. Ωστόσο, οι πραγματικές αιτίες πίσω από αυτή την προφανή αποτυχία δεν μπορούν να επαληθευθούν.
Θα μπορούσε κανείς εύλογα να ισχυριστεί ότι καθώς τα διακυβεύματα της περιόδου ήταν εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας, το σύστημα εξουσίας επιδίωξε με όλους τους μηχανισμούς του να αναχαιτίσει το κύμα ανατροπής που απειλούσε να γκρεμίσει το status quo, ωθώντας της εταιρίες σε μια λογική διαμόρφωσης, παρά αποτύπωσης, της κοινής γνώμης.
Φυσικά – το ίδιο εύλογα – θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αποτυχία των εταιριών της κοινής γνώμης κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δεν οφείλονταν – κυρίαρχα τουλάχιστον – σε πιέσεις οικονομικών και πολιτικών παραγόντων αλλά σε εξελίξεις οι οποίες με αυστηρά επιστημονικούς όρους, δυσκόλεψαν με πρωτοφανή τρόπο τη δουλειά των ειδικών του χώρου, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε αρκετές άλλες χώρες παγκοσμίως. Η κρίση του πολιτικού συστήματος, που οδήγησε για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση στον πλήρη κατακερματισμό των κομματικών προτιμήσεων, η εμφάνιση κομμάτων που στη βιβλιογραφία αναφέρονται ως «κομήτες», η άνοδος ενός νεοναζιστικού κόμματος, του οποίου οι ψηφοφόροι αρνούνταν να δηλώσουν ανοιχτά τη στήριξη τους προς αυτό αλλά και άλλες πυκνότατες πολιτικές εξελίξεις της περιόδου (πολλαπλές εκλογικές διαδικασίες, διαπραγματεύσεις, δημοψήφισμα) ουσιαστικά ήρθαν να προστεθούν ως ένας ακόμα επιστημονικός πονοκέφαλος στις ήδη υπάρχουσες αδυναμίες της τεχνικής της δειγματοληψίας. Γιατί φυσικά, η Στατιστική, όπως και κάθε άλλη επιστήμη, δεν είναι τέλεια.
Ως προς το δεύτερο, θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως η δειγματοληπτική τεχνική που χρησιμοποιείται στις πολιτικές έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς έχει πολύ συγκεκριμένες δυνατότητες. Για παράδειγμα, επειδή εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στο σύνολο του πραγματικού πληθυσμού ενδιαφέροντος (πχ. σύνολο ψηφοφόρων βουλευτικών εκλογών) ώστε να μετρήσουμε ποσοστιαία τις στάσεις ή τις απόψεις του τελευταίου πάνω σε κάποιο θέμα που μας αφορά (πχ. πρόθεση ψήφου), έχει αποδειχθεί ότι, αν εφαρμοστεί μια απόλυτα τυχαία δειγματοληψία, οι απόψεις του δείγματος θα αντανακλάσουν αυτές του συνολικού πληθυσμού, δίνοντας μας, ωστόσο, όχι το ακριβές ποσοστό της κάθε άποψης μεταξύ του συνολικού πληθυσμού, αλλά ένα εύρος – με βάση το περιθώριο σφάλματος – ποσοστιαίων τιμών, εντός του οποίου βρίσκεται τελικά και η πραγματική τιμή / άποψη / εκλογική προτίμηση του συνολικού πληθυσμού. Με άλλα λόγια, μια τέλεια δειγματοληψία για ένα δείγμα περίπου 1000 ατόμων μπορεί ουσιαστικά να αποκαλύψει ότι το 30% έως 36% του συνολικού πληθυσμού συμμερίζεται μια Χ άποψη και ότι – κατά πολύ μεγάλη πιθανότητα – αυτό το ποσοστό δεν είναι ούτε μικρότερο από 30% αλλά ούτε και μεγαλύτερο από 36%.
Ως εκ τούτου, ένα κυριακάτικο πρωτοσέλιδο που φαρδιά – πλατιά ισχυρίζεται ότι επίκειται «σίγουρη νίκη» της Νέας Δημοκρατίας στις επερχόμενες εκλογές με δειγματικό μέσο 40% και διαφορά 6% έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου ο δειγματικός μέσος έχει ανιχνευθεί στο 34%, δεν έχει παρά ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά ευρήματα της μέτρησης που το μέσο δημοσιεύει. Γιατί με βάση το περιθώριο σφάλματος για κάθε έναν από τους παραπάνω δειγματικούς μέσους είναι πιθανό το κατώτατο δειγματικό όριο της πρόθεσης ψήφου προς τη Νέα Δημοκρατία να συμπίπτει με την πραγματική τιμή του κόμματος στον πληθυσμό, δίνοντας ποσοστό 37%, και το αντίστοιχο ανώτατο δειγματικό όριο του ΣΥΡΙΖΑ να συμπίπτει με την δική του πραγματική τιμή στον πληθυσμό, δίνοντας ποσοστό επίσης 37%. Και αντίστροφα: αν το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας στον πραγματικό πληθυσμό αντιστοιχεί στο ανώτατο δειγματικό όριο, δηλαδή στο 43%, και το αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ στο κατώτατο, δηλαδή στο 31%, τότε είναι σχετικά πιθανό η πραγματική διαφορά που υπάρχει να είναι ακόμα και διψήφια. Μιλώντας, αυστηρά επιστημονικά, αν διεξάγονταν εκλογές εκείνη την ημέρα και η ποσοστιαία διαφορά των δύο κομμάτων ήταν μεταξύ 0% και 12%, η εκτίμηση της εταιρίας που διενήργησε την παραπάνω έρευνα θα ήταν σωστή.
Και μάλιστα, χρησιμοποιώντας το παραπάνω παράδειγμα, σύμφωνα με τη θεωρία της δειγματοληψίας, η βεβαιότητα πως η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων βρίσκεται πράγματι μεταξύ 0% και 12% υπάρχει μόνο σε τέλειες συνθήκες τυχαίας δειγματοληψίας, όπου κάθε μέλος του πληθυσμού ενδιαφέροντος έχει ίσες πιθανότητες συμπερίληψης στο δείγμα με οποιοδήποτε άλλο μέλος αυτού, κάτι δηλαδή πρακτικά αδύνατο να ισχύσει, καθώς για παράδειγμα στις τηλεφωνικές ή τις διαδικτυακές έρευνες δεν έχουν όλοι οι ψηφοφόροι της χώρας σταθερό τηλέφωνο ή πρόσβαση στο διαδίκτυο. Ακόμα και αν όλοι οι ψηφοφόροι καθολικά διέθεταν, ωστόσο, σταθερό τηλέφωνο ή πρόσβαση στο διαδίκτυο, η προϋπόθεση της τυχαίας δειγματοληπτικής επιλογής σε πολιτικές έρευνες δεν θα μπορούσε να τηρηθεί σε απόλυτο βαθμό, καθώς για παράδειγμα, αν και σημαντική μερίδα ατόμων με χαμηλό πολιτικό ενδιαφέρον προσέρχονται στις κάλπες, δεν ενδιαφέρονται να συμμετέχουν σε τέτοιου τύπου έρευνες με την ίδια ένταση που το κάνουν όσοι έχουν υψηλότερο ενδιαφέρον για την πολιτική.
Φυσικά, η εφαρμοσμένη πολιτική επιστήμη που δανείζεται τα εργαλεία της στατιστικής έχει βρει (και συνεχίζει να αναζητάει), συχνά πολύπλοκες, για το ευρύ κοινό, τεχνικές που της επιτρέπουν να σταθμίζει τα συστηματικά σφάλματα που προκύπτουν από την επιλογή ή την αυτοεπιλογή των δειγμάτων, εξάγοντας αντιπροσωπευτικές των στάσεων και απόψεων του πληθυσμού ποσοστιαίες τιμές και μάλιστα με σχετικά μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ότι θεωρητικά της επιτρέπει η κλασσική θεωρία της δειγματοληψίας.
Ωστόσο, συχνά, αρκετά ΜΜΕ και δημοσιογράφοι (είτε από άγνοια, είτε λόγω πολιτικών και – θεμιτών ή αθέμιτων – επιχειρηματικών πιέσεων) δεν αποτυπώνουν στις αντίστοιχες δημοσιεύσεις και την απαραίτητη σχετική επισφάλεια των ευρημάτων, παρά εστιάζουν με σχεδόν εμμονικό τρόπο στην «ψαλίδα» μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων, η οποία αποτελεί μια επινόηση με ελάχιστη ερμηνευτική αξία. Και εκεί ακριβώς έγκειται η ευθύνη ΜΜΕ και δημοσιογράφων: Η παρουσίαση των ευρημάτων θα πρέπει να γίνεται με τρόπο προσεκτικό αλλά και σαφή ως προς τα όρια ερμηνείας των αποτελεσμάτων, το οποίο προϋποθέτει παράλληλη μελέτη και κατανόηση των παρεχόμενων κειμένων πολιτικής ανάλυσης που αποτυπώνουν και τις πραγματικές τάσεις πίσω από τους στείρους δειγματοληπτικούς μέσους.
Είναι, εν τέλει, οι πολιτικές έρευνες περιορισμένης αξίας ή ακόμα και μηδενικής χρησιμότητας; Σε καμία περίπτωση. Υπό δύο ωστόσο προϋποθέσεις: Πρώτον, ότι πράγματι επιχειρούν να σφυγμομετρήσουν την κοινή γνώμη και όχι να την κατευθύνουν και δεύτερον ότι διαβάζονται σωστά και με εστίαση στα ποιοτικά τους στοιχεία. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι αποτελούν ενδεχομένως το σημαντικότερο εργαλείο στα χέρια των μαζικών δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων, εφόσον χρησιμοποιούνται κατ’ αυτό τον τρόπο και όχι με τέτοιο που να καταργεί το βασικότερο κύτταρο δημοκρατίας: τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Χωρίς δηλαδή η διαδικασία παραγωγής πολιτικής να εξαρτάται αποκλειστικά από τα ευρήματα των μετρήσεων της κοινής γνώμης. Μια εξέλιξη που παρατηρείται παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια και που σαφώς δεν είναι άσχετη με τις γενικότερες εξελίξεις τεχνοκρατοποίησης της πολιτικής ζωής.
Εν τούτοις, σε ένα περιβάλλον συνεχούς παραπληροφόρησης και έλλειψης πλουραλισμού τα δημοκρατικά και αριστερά κόμματα πρέπει να μελετούν συστηματικά τα ποιοτικά στοιχεία των ερευνών της κοινής γνώμης ενισχύοντας, συμπληρώνοντας και τροφοδοτώντας τη αναντικατάστατη διαδικασία παραγωγής πολιτικής. Ωστόσο, ως «ποιοτικό στοιχείο» δεν θα πρέπει να προσλαμβάνεται η «πρόθεση ψήφου», καθώς πέρα από το γεγονός ότι ενδεχομένως αποτελεί τον πιο επισφαλή – αλλά και με μεγαλύτερη εμπορική αξία – δείκτη, δεν προσφέρει ιδιαίτερα χρήσιμες, για την παραγωγή πολιτικής, πληροφορίες. Αναρωτιόμαστε συχνά: αυξάνεται, μειώνεται ή παραμένει σταθερή η διαφορά μεταξύ των κομμάτων; Και πράγματι μπορούμε να εκτιμήσουμε σε γενικές γραμμές αν παρατηρείται κάποια μεταβολή προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αλλά μέχρι εκεί και σίγουρα όχι με ακρίβεια δεκαδικών ψηφίων.
Εν κατακλείδι, η συστηματική και με επιστημονικό τρόπο μελέτη των ποιοτικών στοιχείων των ερευνών της κοινής γνώμης μπορεί να αποκαλύψει κρίσιμα στοιχεία, όπως οι ιδεολογικοπολιτικές μακρόχρονες στάσεις και βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις της κοινωνίας επί κρίσιμων θεμάτων, τα μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς, η αξιολόγηση του έργου της κυβέρνησης και των αντιπολιτευόμενων κομμάτων κ.α. Και εκεί θα πρέπει να εστιάζουν τα δημοκρατικά κόμματα. Στις υπαρκτές τάσεις εντός της κοινωνίας, οι οποίες, είτε ως φωτογραφία της στιγμής, είτε ως μεταβολές μέσα στο χρόνο, δεν προσκρούουν ούτε σε επίπλαστες δεκαδικές διαφορές, ούτε σε περιθώρια σφάλματος, ούτε σε έξωθεν πιέσεις. Φυσικά, έχοντας πάντα κατά νου, ότι οι δημοσκοπήσεις δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσουν τις διαδικασίες παραγωγής πολιτικής των δημοκρατικών κομμάτων αλλά ότι σίγουρα μπορούν να τις τροφοδοτούν ώστε να χαραχθεί ο βηματισμός εκείνος που θα μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξη του μεγαλύτερου στόχου: της κοινωνικής αλλαγής. Αρκεί να γνωρίζουμε τα όρια των ποσοστών και την αλήθεια των τάσεων. Αρκεί να γνωρίζουμε, τελικά, πώς να διαβάζουμε τις δημοσκοπήσεις.
Ο Άγγελος Σεριάτος είναι Υπεύθυνος Πολιτικών Ερευνών της Prorata
Πηγή: Η Αυγή