Macro

Πώς κυοφορείται η ανθρωπιά;

Με πρωταγωνιστή ένα πλάσμα-διασταύρωση όλων των έμβιων οργανισμών στον πλανήτη, το οποίο υιοθετεί όψη και συμπεριφορά ανάλογη με το περιβάλλον όπου καθρεφτίζεται, ο Τζεφ Βαντερμίερ, από τους πιο ανήσυχους μάστορες της Λογοτεχνίας του Φανταστικού, προβάλλει στο άμεσο μέλλον τα κακώς κείμενα που κυοφορεί η οικονομική, τεχνολογική, πολιτική, κοινωνική, οικολογική πραγματικότητα, και με το υποβλητικό και περιπετειώδες μυθιστόρημα «Μπορν» (Καστανιώτης), εξερευνά μια αλλαγή στάσης ζωής για την έξοδο από το σκοτάδι.

«Αυτός γεννήθηκε αλλά εγώ τον κυοφόρησα»

Το λέει μια σκληραγωγημένη 28χρονη προσφυγοπούλα, ρακοσυλλέκτρια σε μια ρημαγμένη και απειλητική μεγαλούπολη, σκεπασμένη με τοξική ομίχλη. Το λέει για έναν οργανισμό σαν υβρίδιο καλαμαριού και ανεμώνης. Δεν μοιάζει με τροφή αλλά είναι μικρούλι και το περιμαζεύει, το αντιμετωπίζει σαν φυτό εσωτερικού χώρου στη μυστική τρώγλη της, του φέρεται σαν σε κατοικίδιο, μέχρι που «αυτό» αρχίζει να μιλά. Το σώμα του γεμίζει μάτια σε εγρήγορση, αφομοιώνει κάθε πληροφορία, κάνει οντολογικές ερωτήσεις που της ξυπνούν ένα γονεϊκό ένστικτο και αναπτύσσεται με εντυπωσιακή ταχύτητα απορροφώντας γνώσεις, πληροφορίες και ό,τι κυκλοφορεί στα ερείπια.

Είναι ο-η-το Μπορν, λογοτεχνικός χαρακτήρας που μένει αξέχαστος διότι δεν είναι άνθρωπος κι όμως εκφράζει με τον πιο διεισδυτικό, αιχμηρό και τραγικό τρόπο τις απειλές, τις προκλήσεις και τις αγωνίες που καταδυναστεύουν τον σημερινό δυτικό άνθρωπο. Πλάσμα αταξινόμητο, παραπέμπει σε μια διασταύρωση όλων των ειδών και των μορφών ζωής στο γήινο περιβάλλον, που έχουν πληγεί, κυνηγηθεί, δηλητηριαστεί, μετασχηματιστεί, εκφυλιστεί ή και εκλείψει εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας και της οικονομικής-τεχνολογικής απληστίας κατά την τελευταία εικοσαετία. Το δημιούργησε ο Αμερικανός Τζεφ Βαντερμίερ (Jeff Vander Meer), που έγραψε το μυθιστόρημα Μπορν το 2017, σαν να προοιωνιζόταν (και) τις εξελίξεις στη Μόρια ή στα ελληνικά σχολεία (εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Χριστόδουλος Λιθαρής).

Ταλαντούχος εκπρόσωπος της «λογοτεχνίας του φανταστικού», με στάση κριτική και στιλ αλλόκοτο που τον κατατάσσει στο ρεύμα New Weird, ο 52χρονος σήμερα Βαντερμίερ μάς μεταφέρει σε μια πραγματικότητα απόλυτης ισοπέδωσης, βίας και αποκτήνωσης. Είναι ένας κόσμος που έχει ξεχάσει τι σημαίνει να σκέφτεται το μέλλον και νοιάζεται μονάχα για το παρόν και την επιβίωση με οποιοδήποτε κόστος.

Ενας κόσμος χωρίς κοινωνική ούτε ηθική συνείδηση, σαν μετά από μια Αποκάλυψη… η οποία έχει ξεκινήσει. Διότι δεν έχει δοθεί ακόμα καμία βιώσιμη και δημοκρατική λύση για τις κοινωνίες σχετικά με τη χρηματοπιστωτική και ανθρωπιστική κρίση, με το προσφυγικό ζήτημα, με την κλιματική αλλαγή ή με την πανδημία. (Στο μυθιστόρημα συναντάμε και πτώματα γιατρών που σαπίζουν μέσα σε αντιμολυσματικές στολές!)

Ο συγγραφέας υπαινίσσεται πως η διασταύρωση των αποχαλινωμένων εξουσιών στις δυτικές χώρες έχει δημιουργήσει μια εκρηκτική συνθήκη που κυοφορεί τερατώδεις καταστάσεις, συμπεριφορές, καταστροφές. Και χτίζει το μυθιστόρημά του πάνω στη διαδικασία της κυοφορίας. Το ελληνικό αλφάβητο δεν επιτρέπει στο ελληνόγλωσσο κοινό να ταυτίσει τον τίτλο του βιβλίου με αυτή την έννοια, ενώ το αγγλοσαξονικό κοινό τη συσχετίζει αμέσως με το όνομα του χαρακτήρα-καταλύτη Borne και τη διαπίστωση της αφηγήτριας: «He was born but I had borne him». Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Βαντερμίερ βλέπει πιο βαθιά και τις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των ισχυρών αλλά και έναν δρόμο διεξόδου.

Οταν εμφανίζεται ο Μπορν, ο ορίζοντας του παλιού κόσμου είναι στοιχειωμένος από ένα ανορθολογικό γκροτέσκο παραμύθι με πλάσματα που έχουν υπερφυσικές δυνάμεις. Εκεί όπου δέσποζε η «Εταιρεία» με τη βιοτεχνολογία και τα ακραία πειράματά της, κυριαρχεί πλέον με τον τρόμο ένα δημιούργημά της, ο «Μορντ», αρκούδα γιγάντια, μεταλλαγμένη, που πετάει και τη λατρεύουν σαν θεό. Απέναντί του έχει τη «Μάγισσα» που καλλιεργεί ψευδαισθήσεις για ειρήνη και σταθερότητα μετά την αιματοχυσία.

Οι δικοί του «γόνοι» και τα δικά της «παιδιά-αγρίμια» συγκρούονται εξοντώνοντας κάθε ίχνος ζωής γύρω τους. Η αφηγήτρια, προσφυγοπούλα που πήρε το όνομα Ρέιτσελ, κρύβεται κάτω από βουνά με απόβλητα στους «Γκρεμούς των Μπαλκονιών», έναν λαβύρινθο καταβαραθρωμένων διαμερισμάτων, μαζί με τον συνεργάτη και εραστή της, τον ευφυή, καχύποπτο, κυνικό Γουίκ. Εχει δει τη θάλασσα να καταπίνει το νησί της, έχει περιπλανηθεί με τους γονείς της σε δομές φιλοξενίας, κοντέινερ, διαμερίσματα, στρατόπεδα, επαρχιακούς δρόμους, κι αυτός την έσωσε όταν εκείνοι παγιδεύτηκαν σε μια τρομερή έκρηξη. Εξοστρακισμένος από την «Εταιρεία» επειδή δεν υποτάχθηκε, είναι πλέον μοναχικός κατασκευαστής και έμπορος «μνημονικών σκαθαριών», που γίνονται ανάρπαστα για να ναρκώνουν τις τραυματικές αναμνήσεις.

Γέννημα αυτών των συνθηκών και αυτών των νοοτροπιών που περιφρονούν ανθρώπους, ζώα, περιβάλλον, είναι ο «Μπορν», η συνισταμένη τους, που παίρνει κάθε φορά τη μορφή του είδους που έχει απέναντί του και λαχταρά να γίνεται αποδεκτός ως «άτομο». Ετσι τον θέλει η Ρέιτσελ και τον διδάσκει με τα βιβλία που κληρονόμησε, αλλάζοντας κι εκείνη. «Είχα αρχίσει να τον αγαπάω επειδή δεν έβλεπε τον κόσμο όπως τον έβλεπα εγώ.

Κατάλαβα ότι είχα αποφασίσει να ανταλλάξω την ασφάλειά μου με κάτι άλλο. Ετσι το ζήτημα δεν ήταν ποιον έπρεπε να εμπιστεύομαι, αλλά ποιος έπρεπε να εμπιστεύεται εμένα». Ομως παράλληλα, η αποχαλινωμένη πραγματικότητα τροφοδοτεί τον Μπορν με όλο και περισσότερα σκοτεινά δεδομένα. Το καλοσυνάτο, γλυκό, όλο περιέργεια «παιδί» τρομάζει και συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει έδαφος για διαπραγμάτευση. Εδώ αρχίζει το σασπένς και το μυθιστόρημα απογειώνεται μέχρι την κάθαρση.

«Ολοι θέλουμε απλώς να είμαστε άνθρωποι», σχολιάζει η Ρέιτσελ. «Αλλά κανείς μας δεν ξέρει τι πραγματικά σημαίνει αυτό».

Η πραγματικότητα είναι ζήτημα απόφασης

Δεν είναι τυχαίο ότι η πραγματικότητα του 21ου αιώνα έχει αναζωογονήσει την ανήσυχη λογοτεχνία του φανταστικού (speculative fantasy), και το αποδεικνύουν περίτρανα η δική μας Ιωάννα Μπουραζοπούλου ή ο Νίκος Μάντης, αλλά και διεθνείς μάστορες, όπως η Μάργκαρετ Ατγουντ που έχει αναδειχθεί σε προφήτη της δυστοπίας.

Ο Τζεφ Βαντερμίερ ξεχωρίζει κι αυτός στην πρώτη γραμμή, καλλιεργώντας μια «μετα-Αποκαλυπτική» λογοτεχνία. Αυτό το είδος τρέφεται συνήθως από τη νοσταλγία και θρηνεί την απώλεια του κόσμου-όπως-τον-ξέραμε, μεταφέροντας εν τέλει μηνύματα του τύπου «είμαστε καλά, καθίστε ήσυχα».

Αντίθετα, ο Βαντερμίερ χρησιμοποιεί τα εργαλεία του είδους, προκειμένου να επεξεργαστεί κοινωνικά μηνύματα μη συμβατικά, που αφυπνίζουν το κοινό παίρνοντας υπόψη τους και τις προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή. Το έκανε με την πολυβραβευμένη Τριλογία της Νότιας Ζώνης (εκδ. Καστανιώτης 2015, 2016, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το κάνει και με τον Μπορν (που έχει πιο άτεχνη μετάφραση).

Εδώ δεν παρακολουθούμε τη σύγκρουση του Καλού με το Κακό αλλά τη σύγκρουση της «πραγματικής πραγματικότητας», που υπερασπίζεται ο συγγραφέας, με την «εναλλακτική πραγματικότητα» που μας έχει τυφλώσει με τις «Εταιρείες», τους «Μορντ», τις «Μάγισσες» ή τους «Μπορν», ή αλλιώς με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τα τάγματα εφόδου, τους οπορτουνιστές πολιτικούς, τον κάθε Μωυσή ή τα παιδιά με την «κακή διαγωγή» που «σκοτώνουν» την… πρόοδό μας ή σκοτώνουν στην ψύχρα τους αντιπάλους τους.

Η πραγματική πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Τζεφ Βαντερμίερ, είναι «κάτι που ξεπετιέται από τις δικές μας αποφάσεις κάθε δευτερόλεπτο», «κάτι που δημιουργούμε κάθε μέρα». Γι’ αυτό είναι σημαντικό «να εξουσιάζουμε τη ζωή μας». Αυτό κρίθηκε με την απόφαση στη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Μικέλα Χαρτουλάρη

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών