Macro

Πώς η «αριστεία» σκοτώνει την επιστήμη

Παρατηρήσεις με αφορμή ένα «κριτήριο αξιολόγησης»

Η στήλη σήμερα θα κάνει μια μικρή εξαίρεση στη συνήθη θεματολογία της. Την αφορμή μάς την έδωσε μια πρόσφατη προκήρυξη εγχώριου ΑΕΙ για την πλήρωση θέσεων εξάμηνης διδασκαλίας από νέους διδάκτορες με σκοπό την «απόκτηση διδακτικής εμπειρίας»· απασχόληση που συγχρηματοδοτείται από την Ε.Ε. και λειτουργεί ως προθάλαμος της μελλοντικής στελέχωσης των ΑΕΙ, καθώς η προηγούμενη διδακτική (ή έμμισθη ερευνητική) εργασία αποτελεί εδώ και κάμποσα χρόνια απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάληψη οποιασδήποτε πανεπιστημιακής θέσης.

Σύμφωνα με τα «κριτήρια αξιολόγησης» που παρατίθενται εκεί, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις κάθε υποψηφίου θα αποτιμηθούν με «συντελεστή βαρύτητας» από 0,2 μέχρι 1, ανάλογα με τη θέση του εντύπου που τις φιλοξένησε στη διεθνή «λίστα Scimago» (1/0,8/0,6/0,4 για κείμενα δημοσιευμένα σε έντυπα με συντελεστή Q1-Q2-Q3-Q4 αντίστοιχα, και μόλις 0,2 όταν έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά μη καταχωρημένα στη λίστα). Με άλλα λόγια, ένας υποψήφιος με 14 δημοσιεύσεις εκτός λίστας, οσοδήποτε αξιόλογες, θα βρεθεί σε χειρότερη θέση κατά την αξιολόγηση του επιστημονικού του έργου από έναν άλλο με μόλις 3 κείμενα σε έντυπα ταξινομημένα ως Q1.

Η επίκληση της «λίστας Scimago» ως υπέρτατου αξιολογητή του επιστημονικού έργου δεν απαντάται μόνο στη συγκεκριμένη προκήρυξη -εν προκειμένω του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (πρώην ΤΕΙ Αθηνών). Παρόμοιες διατάξεις σε ομοειδείς προκηρύξεις διαφόρων ΑΕΙ και ΤΕΙ τα τελευταία χρόνια πιστοποιούν πως η επίμαχη «λίστα» έχει γίνει σιωπηρά δεκτή σαν κριτήριο ευρύτερης αποδοχής για την αποτίμηση της επιστημονικής παραγωγής. Με αποτέλεσμα, η απουσία σχετικής πρόβλεψης να προκαλεί ακόμη και δημόσιες καταγγελίες για «αναξιοκρατία» («Ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό σχετικά με τα σοβαρά ζητήματα του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου», alfavita.gr, 14/7/2020).

Πολυεθνική κολοκυθιά

Τι είναι όμως ακριβώς αυτή η περιζήτητη «λίστα Scimago»; Ποια επιστημονικά έντυπα περιλαμβάνονται εκεί και με ποια κριτήρια ταξινομούνται στις αντίστοιχες ποιοτικές κατηγορίες μεταξύ Q1 και Q4; Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα έχει αυτονόητο ενδιαφέρον, αφού δεν αφορά μόνο τις επαγγελματικές προοπτικές των νέων επιστημόνων αλλά, σε τελική ανάλυση, το περιεχόμενο των σπουδών, ακόμη και τα μελλοντικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του εγχώριου επιστημονικού δυναμικού.

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Πρώτον, η επίμαχη «λίστα» δεν καταρτίζεται από κάποιον δημόσιο φορέα αλλά από την ομώνυμη ομάδα Ισπανών ερευνητών, βάσει στοιχείων που συγκεντρώνει μια πελώρια εμπορική επιχείρηση με άμεσα συμφέροντα στον ίδιο κλάδο: η ολλανδική πολυεθνική Elsevier, του ομίλου RELX Group, ο κύκλος εργασιών της οποίας περιλαμβάνει 2.500 επιστημονικά έντυπα με παραγωγή περίπου 500.000 άρθρων τον χρόνο. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον βασικό ανταγωνιστή της, την εταιρεία Clarivate που επεξεργάζεται τη βάση δεδομένων «Web of Science» και τον αντίστοιχο «παράγοντα απήχησης περιοδικών» [Journal Impact Factor (JIF) ή απλά Impact Factor (IF)]: μέχρι το 2016 ανήκε στην πολυεθνική Thomson-Reuters, οπότε πουλήθηκε στον επιχειρηματικό όμιλο Onex.

Δεύτερο, και απείρως σημαντικότερο: η ταξινόμηση των επιστημονικών εντύπων, τόσο από τη βάση δεδομένων Scopus της Elsevier όσο κι από το WoS της Clarivate δεν αφορά το περιεχόμενό τους. Αυτό που μετριέται είναι η «απήχηση» άρθρων και εντύπων σ’ ένα συγκεκριμένο κοινό, βάσει «αντικειμενικών» -υποτίθεται- κριτηρίων, κομμένων και ραμμένων στα μέτρα του καταμετρητή: συγκεκριμένα, πόσες φορές μνημονεύτηκε κάθε κείμενο σε υποσημειώσεις των δημοσιευμάτων όσων εντύπων είναι καταχωρημένα στις αντίστοιχες βάσεις δεδομένων. Το σύνολο αυτών των «ετεροαναφορών» (citations) στα άρθρα κάθε εντύπου για 2-5 χρόνια μετά τη δημοσίευσή τους διαιρείται κατόπιν διά του αριθμού των «μνημονεύσιμων» (citable) άρθρων της ίδιας χρονιάς και μας δίνει τον IF του.

Στην περίπτωση της «λίστας Scimago», μεσολαβεί ακόμα ένας πολλαπλασιασμός, με συντελεστές «βαρύτητας» των εντύπων που φιλοξένησαν αυτές τις αναφορές. Με άλλα λόγια, η όποια επιστημονική παραγωγή δεν βαθμολογείται ούτε για την πρωτοτυπία της, ούτε για την αξιοπιστία της μεθοδολογίας και των ευρημάτων της, αλλά για την «απήχησή» της -και μάλιστα σ’ ένα ορισμένο πλέγμα εντύπων, κατά κανόνα αγγλόγλωσσων, πολλά από τα οποία εκδίδονται από τις ίδιες τις εταιρείες που πραγματοποιούν τις μετρήσεις!

Επιβράβευση της αρπαχτής

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθεί κανείς τα εγγενή προβλήματα μιας τέτοιας ιεράρχησης, στην περίπτωση ιδίως των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Αν στις φυσικές και ιατρικές επιστήμες, με τον κλασικά πειραματικό χαρακτήρα της έρευνας, έχει ίσως κάποιο νόημα η μέτρηση των ετεροαναφορών ως αναγνώριση της συμβολής κάθε ερευνητή ή ερευνητικής ομάδας σε μια εκ των πραγμάτων σπονδυλωτή εξέλιξη, στις κοινωνικές επιστήμες συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: το μόνο που επιβραβεύει ο παραπάνω μηχανισμός είναι η προσαρμογή στη μόδα της εκάστοτε συγκυρίας, η επιστημονική αρπαχτή σε βάρος της ουσιαστικής ενασχόλησης με κάποιο αντικείμενο.

Ενας ιστορικός ή πολιτικός επιστήμονας που ασχολείται με την ελληνική Ιστορία και πολιτική και θέλει να μαζέψει citations σε αγγλοσαξονικά έντυπα με υψηλή βαθμολογία στη «λίστα Scimago», θα έπρεπε λ.χ. να ασχοληθεί την τελευταία οκταετία με τη Χρυσή Αυγή, την ελληνική Ακροδεξιά και την εγχώρια πολιτική βία. Ο πραγματικός βαθμός γνώσης και κατανόησης του αντικειμένου δεν θα είχε και πολλή σημασία, αφού οι αξιολογητές των μεγάλων οίκων με καλό Q έχουν έτσι κι αλλιώς μάλλον αμυδρή εικόνα περί αυτού· πολύ πιο κρίσιμη αποδεικνύεται εδώ η δυνατότητα αναπαραγωγής των ήδη δεδομένων (και κοινωνικοπολιτικά αποδεκτών) θεωρητικών ερμηνευτικών σχημάτων, στο καλαπόδι των οποίων πρέπει να προσαρμοστεί το όποιο πραγματολογικό υλικό, το οποίο μπορεί να έχει απλώς πλιατσικολογηθεί από κάποιες προϋπάρχουσες ντόπιες επεξεργασίες, που θα μνημονευτούν παρεμπιπτόντως και στον ελάχιστο δυνατό βαθμό· παραδοσιακή πρακτική «bon pour l’Occident», όπως επισήμανε κάποτε ο πανεπιστημιακός καθηγητής Μιχαήλ Λάσκαρις.

Ο ερευνητής που θα προσαρμοστεί γρήγορα και άκοπα σε ό,τι «ενδιαφέρει» κάθε φορά τη διεθνή επιστημονική πιάτσα, θα μαζέψει εκ των πραγμάτων ουκ ολίγες ετεροαναφορές μέσα στα 2-5 χρόνια που απασχολούν τους «αξιολογητές» της Elsevier και της Clarivate. Ούτε η σοβαρότητα ούτε η συνέχεια της δουλειάς του θα μετρηθούν άλλωστε ποτέ σ’ αυτό το παγκόσμιο ζύγι.

Ο επιστήμονας που θα επιλέξει τον αντίθετο δρόμο, της πρωτότυπης έρευνας σε βάθος κάποιου αντικειμένου που δεν βρίσκεται στην κορυφή της επικαιρότητας, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ουσιαστική γνώση μας επ’ αυτού, μπορεί ακόμη και να ανατρέψει εκ βάθρων προϋπάρχουσες προσεγγίσεις· είναι όμως από χέρι χαμένος στον αγώνα δρόμου για το point system του IF και της Scimago.

Ας φανταστούμε λ.χ. έναν ιστορικό που αποφασίζει να μελετήσει εξαρχής μια παραγνωρισμένη μεν, αλλά από κάθε άποψη σημαδιακή φάση της νεότερης ελληνικής Ιστορίας -όπως η συνταγματική περίοδος της μοναρχίας του Οθωνα (1844-1862), όταν τέθηκαν επί της ουσίας οι βάσεις της μετεπαναστατικής ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής ζωής. Υστερα από χρόνια σκληρής δουλειάς, μπορεί να μας δώσει μια μονογραφία και άρθρα που φωτίζουν με εντελώς πρωτότυπο τρόπο εκείνη την εποχή. Πόσες ετεροαναφορές θα συγκεντρώσει όμως το έργο του στην αγγλόγλωσση διεθνή βιβλιογραφία; Σχεδόν τίποτα, εκτός κι αν τύχει οι δημοσιεύσεις του να συμπέσουν χρονικά (μέσα στην επόμενη διετία ή το πολύ πενταετία!) με μια ξαφνική σχετική στροφή του ενδιαφέροντος της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Πόσοι μπορούν να ελπίζουν σε κάτι τέτοιο;

Αφήνουμε κατά μέρος μερικά ακόμη προφανή προβλήματα. Η εστίαση στα 3-5 τελευταία χρόνια και μόνο συνεπάγεται διαρκείς μετατοπίσεις στην κλίμακα της Scimago. Αν ο συγγραφέας κάποιου άρθρου έχει την τύχη να το δημοσιεύσει (ή να το επικαλεστεί;) σε «καλή» χρονιά, ή την ατυχία να πέσει σε «κακή», η «αξία» του ανεβοκατεβαίνει σαν τις μετοχές στο χρηματιστήριο. Μια αρνητική μνεία, πάλι, φαινόμενο αρκετά συνηθισμένο στις κοινωνικές επιστήμες, πώς ακριβώς μετριέται; Μα προφανώς, ως ακόμα ένας πόντος «απήχησης»!

Επιστημονικά κόλπα

Αυτά, όσον αφορά τις οργανικές και μόνο αδυναμίες του όλου συστήματος. Δίπλα στις οποίες, η πλουσιότατη διεθνής βιβλιογραφία έχει καταγράψει ωστόσο ουκ ολίγες καραμπινάτες λαθροχειρίες με στόχο την παραποίηση ακόμη κι αυτών των προβληματικών δεδομένων (και καταφανώς αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα των σχετικών δημοσιεύσεων).

Λαθροχειρίες στις οποίες προβαίνουν τόσο οι ίδιοι οι επιστήμονες όσο και οι εκδοτικοί οίκοι, για ν’ ανεβάσουν το σκορ των εντύπων τους στο WoS και τη «λίστα Scimago»:

Παραποίηση στοιχείων, με σκοπό τον βραχύβιο εντυπωσιασμό και τη γρήγορη απόσπαση ετεροαναφορών, αδιαφορώντας για τις μετέπειτα διαψεύσεις ή την αδυναμία επανεξαγωγής των ίδιων πειραματικών πορισμάτων. Τόσο συχνό είναι αυτό το φαινόμενο, ιδίως στις ιατρικές έρευνες, ώστε δημιουργήθηκε και ειδικός όρος για την περιγραφή του (decline effect). Οπως αποδεικνύουν δε οι σχετικές μετρήσεις, όσο υψηλότερο IF έχει κάποιο έντυπο, τόσο συχνότερες είναι οι μεταγενέστερες «αποσύρσεις» δημοσιευμάτων του που αποδείχτηκαν απατηλά (Ferric Wang et al, «Misconduct accounts for the majority of retracted scientific publications», PNAS, 12/10/2012· Björn Brembs et al, «Deep impact: unintended consequences of journal rank», περ. Frontiers of Human Neuroscience, 7/ 6/2013, σελ. 4). Οι απατεώνες δεν ποντάρουν, γαρ, στα χαμηλά Q…

Συστηματική άρνηση των περιοδικών με υψηλό «συντελεστή απήχησης» να δημοσιεύσουν άρθρα που, λόγω θέματος, δεν αναμένεται να συγκεντρώσουν πολλές ετεροαναφορές. Πρακτική που εκ των πραγμάτων περιθωριοποιεί τις πιο πρωτότυπες και, κυρίως, τις «τοπικές» θεματολογίες.

Ασκηση πίεσης από τους μεγάλους ιδίως εκδοτικούς οίκους των υψηλών Q προς τους συγγραφείς να προσθέσουν επιπλέον παραπομπές σε δημοσιεύματά τους, ως προϋπόθεση για τη δημοσίευση του κειμένου τους. Φαινόμενο ευρύτατα γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο «καταναγκαστικές παραπομπές» (coerced citations).

Ηθελημένη αλλά εξίσου καταχρηστική ενσωμάτωση εντελώς περιττών ετεροαναφορών σε επιστημονικά κείμενα για λόγους φιλικής εξυπηρέτησης ή στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού δημοσίων σχέσεων: «σε τσιτάρω, με τσιτάρεις» [Maarten van Wesel, «Evaluation by Citation», περ. Science and Engineering Ethics, 22/1 (2016), σελ. 202]. Πρακτική που αποτελεί, με τη σειρά της, αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Ειδικός επίσημος ιστότοπος του London School of Economics (LSE Impact Blog) μας πληροφορεί λ.χ. ότι, μετά την ανάδειξη αυτών των σκορ σε καθοριστικό παράγοντα κάθε επιστημονικής καριέρας στις αγγλοσαξονικές χώρες, «το ποιον τσιτάρεις και ποιος σε τσιτάρει» έχει εξελιχθεί σε τυπικό πεδίο αναπαραγωγής των ενδοακαδημαϊκών σχέσεων εξουσίας.

Αποκαλυπτικότερη είναι μια άλλη διαπίστωση, που πληροφορούμαστε από τον ίδιο ιστότοπο: η συντριπτική πλειονότητα των ετεροαναφορών που περιλαμβάνει η βάση δεδομένων Scopus της Elsevier, βάσει της οποίας καταρτίζεται η «λίστα Scimago», αφορά άρθρα δημοσιευμένα σε περιοδικά· τα βιβλία και τα επιμέρους κεφάλαια συλλογικών τόμων δεν αξιώνονται, αντίθετα, παρά ένα 8%-30% των citations, ανάλογα με το πεδίο. Σύμφωνα πάλι με άλλη έρευνα, μεταξύ των άρθρων τη μερίδα του λέοντος των παραπομπών αποσπούν όχι οι αυτοτελείς έρευνες αλλά οι… βιβλιοκρισίες. Το γοργόν της ανάγνωσης και χάριν έχει;

Την καλύτερη απόδειξη της πραγματικής φύσης αυτών των μετρήσεων την παρέχει ωστόσο μια άλλη πτυχή τους: η διαπραγμάτευση μεταξύ «αξιολογητών» και εκδοτών για το ποια άρθρα κάθε εντύπου θα θεωρηθούν «μνημονεύσιμα» (citable) -το άθροισμα των οποίων θα δώσει κάθε φορά τον κρίσιμο παρονομαστή, με τον οποίο διαιρείται το σύνολο των ετεροαναφορών για να βγει το τελικό σκορ της «απήχησης» ενός εντύπου. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυθαιρεσίας που διέπει την όλη επιλογή αναφέρεται η αξιολόγηση του περιοδικού Current Biology το 2002-2003: με τον ίδιο ακριβώς αριθμό ετεροαναφορών, η κατάταξή του απογειώθηκε τη δεύτερη χρονιά, όταν, αμέσως μετά την αγορά του από τον οίκο Elsevier, μεγάλο μέρος της ύλης του θεωρήθηκε «μη μνημονεύσιμο» (Brembs et al, όπ.π., σ. 6). Εν έτει 2006, πάλι, ένα ιατρικό περιοδικό κατήγγειλε δημόσια ότι, κατά τις προηγηθείσες διαπραγματεύσεις του με την Thomson Scientific (νυν Clarivate), «ο δυνητικός IF -βάσει των ίδιων άρθρων που είχαν δημοσιευτεί την ίδια χρονιά- πηγαινοερχόταν μεταξύ 11 (όταν μόνο άρθρα έρευνας περιλαμβάνονταν στον παρονομαστή) και λιγότερο από 3 (όταν περιληφθούν όλα σχεδόν τα είδη άρθρων)» [«The Impact Factor Game», PloS Medicine, 3/6 (6/2006), σελ. 707-8]. Το ακριβές διακύβευμα της αποτυχούσας διαπραγμάτευσης φυσικά δεν διευκρινίστηκε.

Αριστεία ίσον αγγλοφωνία;

Αυτά όσον αφορά τις γενικές μόνο παρενέργειες που εμφανίζει σε παγκόσμια κλίμακα το επίμαχο σύστημα «αξιολόγησης». Γιατί η Elsevier, η Scopus και η «λίστα Scimago» επιδεικνύουν ακόμα μία κατεξοχήν αξιοσημείωτη μεροληψία σε βάρος όσων εντύπων έχουν την ατυχία να εκδίδονται σε κάποια λιγότερο ομιλούμενη γλώσσα (όπως η ελληνική). Ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, περιοριζόμενοι στο δικό μας πεδίο ενδιαφέροντος: την επιστήμη της Ιστορίας.

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής επιστημονικής αρθρογραφίας έχει δημοσιευτεί σε επτά κυρίως ιστορικά περιοδικά (Μνήμων, Τα Ιστορικά, Ιστωρ, Κλειώ, Αρχειοτάξιο, Historein, Historical Review), με αρκετά διαφορετικό το καθένα ιδεολογικό υπόστρωμα κι εκδοτικό προσανατολισμό αλλά κοινό χαρακτηριστικό την υψηλή ποιότητα. Από αυτά, μονάχα τα δύο τελευταία -καθότι ξενόγλωσσα- αξιώνονται μια θέση στη «λίστα Scimagο» (με αξιολόγηση Q3), δίπλα σε τέσσερα επίσης αγγλόγλωσσα αρχαιολογικά -ανάμεσά τους η επετηρίδα του Σουηδικού Ινστιτούτου κι ένα έντυπο που, όπως μας πληροφορεί η ιστοσελίδα του, μόλις άλλαξε εκδότη και χώρα (από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου μεταφέρθηκε σ’ εκείνο του κινεζικού Χενάν). Τόσο η ένταξή τους στη λίστα όσο και η αξιολόγησή τους βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στις ετεροαναφορές της τελευταίας διετίας ή τριετίας (βλ. φωτογραφία).

Παρόμοια αντιμετώπιση έχουν και οι γειτονικές μας ιστοριογραφίες: στη «λίστα Scimago» συναντάμε δύο μόνο από τα πολυάριθμα επιστημονικά ιστορικά περιοδικά της Βουλγαρίας, άλλα τόσα της Σερβίας, κανένα της Βόρειας Μακεδονίας ή της Αλβανίας και μόλις 4 της Τουρκίας -δύο από τα οποία, πάντως, είναι είτε αποκλειστικά είτε ως επί το πλείστον τουρκόγλωσσα (το Belleten της άκρως εθνικιστικής Εταιρείας Τουρκικής Ιστορίας και το Osmanli Arastirmalari του Κέντρου Ισλαμικών Σπουδών).

Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της ιεράρχησης είναι προφανείς: η σταδιακή εγκατάλειψη της επιστημονικής ιστορικής έρευνας για όσα θέματα εκτιμώνται ως «αδιάφορα» για τη διεθνή αγορά, αλλά και ο αναγκαστικός περιορισμός της όποιας εμβάθυνσης σε όσα μπορούν να χωνέψουν οι «αξιολογητές» εξ Εσπερίας. Για να μη μιλήσουμε για την απροκάλυπτη πολιτικοϊδεολογική λογοκρισία που ασκούν αρκετά διεθνώς αναγνωρίσιμα «υψηλόβαθμα» έντυπα, τα κρούσματα της οποίας μπορεί να μην ανακοινώνονται συνήθως δημόσια αλλά αποτελούν συνηθέστατο έδεσμα στις συναδελφικές συζητήσεις των επαγγελματιών του κλάδου.

Τα πρώτα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν άλλωστε ήδη γίνει. Ο «Οδηγός» που κατάρτισε πρόσφατα το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας «για τη βελτίωση της θέσης του στις διεθνείς λίστες κατάταξης πανεπιστημίων» (Κοζάνη, Νοέμβριος 2020), προκρίνει λ.χ. ως μέσα προώθησης της «αριστείας» (excellency) «τη χρήση της αγγλικής γλώσσας για όλες τις επιστημονικές δημοσιεύσεις» των μελών του, από τα οποία ζητά επίσης «να επιδιώκουν τη δημοσίευση των άρθρων τους σε περιοδικά υψηλού κύρους και αναγνωρισιμότητας που παρατίθενται στις διεθνείς επιστημονικές βάσεις δεδομένων [π.χ. Web of Science, Scimago κ.λπ.» (σ. 5)]. Welcome to the Brave New World…

Τάσος Κωστόπουλος

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών