Η επέτειος των 200 χρόνων από την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 αποτέλεσε την αφορμή για ένα είδος «απολογισμού» της πορείας της Ελλάδας αυτούς τους δύο αιώνες. Ιδιαίτερα σε επίπεδο δημόσιας ιστορίας, η αφήγηση που κυριάρχησε ήταν μια «ιστορία επιτυχίας»: στα διακόσια αυτά χρόνια η Ελλάδα από μια φτωχή, μικρή, αγροτική χώρα μετατράπηκε σε ένα σύγχρονο κράτος, ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ποια είναι, όμως, τα συστατικά αυτής της «ιστορίας επιτυχίας»; Μια σειρά ιστορικών εκπομπών στην τηλεόραση βασισμένη στο βιβλίο του Στάθη Καλύβα «Καταστροφές και θρίαμβοι», με παρουσιαστή τον ίδιο τον συγγραφέα, αναδεικνύει ως συστατικό στοιχείο αυτής της επιτυχίας τον σταθερό προσανατολισμό της Ελλάδας προς τη Δύση. Το ερμηνευτικό σχήμα που προβάλλει είναι ότι η Ελλάδα λόγω υπέρμετρων φιλοδοξιών, εσωτερικών συγκρούσεων και λανθασμένων πολιτικών βρέθηκε αρκετές φορές στο χείλος της καταστροφής, αλλά τελικά διασώθηκε και προόδευσε, κυρίως χάρη στη βοήθεια των ξένων (δυτικών) δυνάμεων.
Η αφήγηση για τον θετικό ρόλο των ξένων δυνάμεων στην πορεία της Ελλάδας, όπως παρουσιάζεται στη σειρά, κατασκευάζεται κυρίως μέσα από αποσιωπήσεις. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το τέταρτο επεισόδιο της σειράς με τίτλο «1922-1950: από τη διχόνοια στο θαύμα». Ο τηλεθεατής παρακολουθώντας το επεισόδιο αποκομίζει την εντύπωση ότι η εντυπωσιακή μεταπολεμική ανάπτυξη βασίζεται στην αμερικανική βοήθεια και το σχέδιο Μάρσαλ. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η αμερικανική βοήθεια δεν είχε στόχο την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, αλλά τη στρατιωτική συντριβή των κομμουνιστών και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Γι’ αυτό τον λόγο μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1949, το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής βοήθειας στράφηκε στην κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών της κυβέρνησης, ενώ ένα επίσης μεγάλο μέρος της αφορούσε την κάλυψη των αναγκών των προσφύγων του πολέμου (των «ανταρτόπληκτων») και ήδη από το 1950 άρχισε η δραστική μείωση της αμερικανικής βοήθειας.
Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες είδαν την Ελλάδα ως ανάχωμα σε αυτό που θεωρούσαν σοβιετική επιθετικότητα και εγκατέλειψαν τα φιλόδοξα σχέδια μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας. Και βέβαια, η οικονομική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών αποτέλεσε το όχημα για να εγκαινιάσουν την ενεργή παρέμβαση στην πολιτική ζωή της χώρας, όχι μόνο στα χρόνια του Εμφυλίου αλλά και τις επόμενες δεκαετίες.
Κάποιες αποσιωπήσεις ωστόσο είναι τόσο εκκωφαντικές, που από ιστορική άποψη δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές με κανέναν τρόπο. Στο ίδιο επεισόδιο, η δεκαετία του 1940 παρουσιάζεται ως ένας πόλεμος Ελλήνων εναντίον Ελλήνων και πολύ μικρό μέρος αφιερώνεται στη γερμανική κατοχή. Ελάχιστα ασχολείται με τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των κατακτητών με στόχο την εθνική απελευθέρωση –αυτό δεν εκπλήσσει διότι είναι γνωστή η θέση του Στ. Καλύβα ότι η Αντίσταση περισσότερο έβλαψε παρά ωφέλησε την Ελλάδα. Αυτό που είναι εξόφθαλμα προβληματικό είναι ότι δεν υπάρχει καμιά αναφορά στις θηριωδίες των ναζί και τις επιπτώσεις τους στην ελληνική κοινωνία. Στο επεισόδιο δεν υπάρχουν η πείνα, η μαύρη αγορά, οι καταστροφές χωριών, οι συλλήψεις ομήρων και τα μπλόκα. Δεν υπάρχουν οι μαζικές σφαγές στα Καλάβρυτα, την Κλεισούρα, το Δίστομο και σε δεκάδες άλλα χωριά. Δεν υπάρχει η δολοφονία δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα. Τίποτα. Προφανώς δεν πρόκειται για άρνηση αυτών των ιστορικών γεγονότων αλλά για την παράλειψή τους ώστε να εξυπηρετηθεί το ερμηνευτικό σχήμα ότι οι Ελληνες οδηγούνται στην καταστροφή από δικά τους λάθη και ο ρόλος των ξένων δυνάμεων είναι θετικός στην ιστορική εξέλιξη της χώρας.
Ο μύθος του «καλού» ξένου είναι η άλλη όψη του νομίσματος του μύθου του «κακού» ξένου που είχε επικρατήσει σε προηγούμενες δεκαετίες. Εάν ο τελευταίος απέδιδε όλα τα δεινά της Ελλάδας στις ξένες δυνάμεις, ο μύθος του «καλού» ξένου είναι εξίσου προβληματικός γιατί συσκοτίζει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ μικρών χωρών και μεγάλων δυνάμεων και οι οποίες συχνά οδήγησαν στην απροκάλυπτη επέμβαση ξένων χωρών στην Ελλάδα, όχι για να τη «σώσουν» αλλά για να εδραιώσουν τη γεωπολιτική ισχύ τους. Το ίδιο το βασικό επιχείρημα ότι η Ελλάδα προόδευσε επειδή ήταν προσανατολισμένη στη Δύση είναι συζητήσιμο από ιστορική άποψη γιατί η Δύση (ή η Ευρώπη) στο παρελθόν δεν ήταν κάτι ενιαίο. Αντίθετα μέχρι το 1945 οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν σε ένα διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους και η Ελλάδα επανειλημμένα βρέθηκε στη δίνη των συγκρούσεών τους (όπως συνέβη στον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο). Γενικά, όταν η αφήγηση του παρελθόντος προσαρμόζεται σε ένα προκατασκευασμένο ιδεολογικό σχήμα, τότε η ιστορία που προκύπτει είναι μερική, επιλεκτική, μεροληπτική. Από αυτή τη σκοπιά, η σειρά «Καταστροφές και θρίαμβοι» συνιστά περισσότερο μια ιδεολογική ερμηνεία του παρελθόντος και λιγότερο ιστορία.
Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών