Macro

Πολυμέρης Βόγλης: Εμμονές και προκαταλήψεις για το πανεπιστήμιο

Πριν από λίγες εβδομάδες δόθηκε στη δημοσιότητα το «Σχέδιο δράσης για το πανεπιστήμιο του 2030». Το κείμενο αυτό ενδιαφέρει γιατί προϊδεάζει για τις αλλαγές που ετοιμάζει η κυβέρνηση για το πανεπιστήμιο με σχετικό νόμο που αναμένεται να κατατεθεί το προσεχές διάστημα.
Αφετηριακή θέση της επιτροπής που ετοίμασε το «Σχέδιο δράσης» είναι ότι τα «ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις σύγχρονες εξελίξεις και να ανταποκριθούν στο έργο τους αποτελεσματικά» και γι’ αυτό η «απόδοσή» τους χαρακτηρίζεται «μη ικανοποιητική». Η επιτροπή δεν μπαίνει στον κόπο να τεκμηριώσει αυτές τις θέσεις, καθώς δεν επικαλείται δείκτες και ποσοτικά δεδομένα όπως θα περίμενε κανείς.
Μια ματιά, όμως, στους σχετικούς πίνακες αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Στον πίνακα Webometrics για το 2021, 9 ελληνικά πανεπιστήμια περιλαμβάνονται μεταξύ των 1.000 καλύτερων πανεπιστημίων παγκοσμίως, ενώ στο Global Ranking of Academic Subjects, που αφορά τη διάκριση ανά γνωστικό αντικείμενο, πολλά ελληνικά ΑΕΙ βρίσκονται μεταξύ των 500 πανεπιστημίων διεθνώς. Εκτός από τους ποσοτικούς δείκτες, οι διακρίσεις, τα βραβεία, οι συμμετοχές σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, οι εσωτερικές και εξωτερικές αξιολογήσεις, οι διεθνείς συνεργασίες πανεπιστημιακών τμημάτων και καθηγητών συνθέτουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή του «Σχεδίου δράσης».
Τα ελληνικά πανεπιστήμια μετά το σοκ των περικοπών στα χρόνια των μνημονίων (τις συνέπειες των οποίων η επιτροπή επιμελώς αποσιωπά), από το 2017 βρίσκονται σε μια διαρκώς ανοδική πορεία. Με άλλα λόγια, η αφετηριακή θέση της επιτροπής είναι λανθασμένη και παραπλανητική. Γιατί; Η απαξίωση των πανεπιστημίων από την επιτροπή είναι προϋπόθεση για να δικαιολογηθούν προτάσεις που στρέφονται ευθέως κατά του δημοκρατικού και δημόσιου χαρακτήρα του ελληνικού πανεπιστημίου.
Η επιτροπή προτείνει ένα μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχει το Συμβούλιο Ιδρύματος: αυτό θα ορίζει την επιτροπή που θα επιλέγει τον πρύτανη και τους κοσμήτορες, αυτό θα εποπτεύει την οικονομική διαχείριση του πανεπιστημίου, ενώ ο πρύτανης και η σύγκλητος θα περιοριστούν στα ακαδημαϊκά ζητήματα. Ενώ για άλλα θέματα το «Σχέδιο δράσης» είναι αρκετά αναλυτικό, για το συγκεκριμένο δεν διευκρινίζει, όπως θα όφειλε, με ποια διαδικασία θα επιλέγονται ή θα εκλέγονται και από ποιους τα μέλη του Συμβουλίου. Η πρόταση, πάντως, δεν είναι νέα. Είχε περιληφθεί στον γνωστό ως νόμο Διαμαντοπούλου, ο οποίος δεν εφαρμόστηκε ποτέ γιατί απορρίφθηκε από την πλειονότητα της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ο λόγος δεν ήταν κάποια «συντεχνιακή» λογική αλλά η υπεράσπιση του δημοκρατικού τρόπου λειτουργίας του πανεπιστημίου. Εδώ και τέσσερις δεκαετίες, το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός εδραιωμένος στη δημοκρατία και τη συμμετοχή: όλα τα όργανα του πανεπιστημίου εκλέγονται από την πανεπιστημιακή κοινότητα, ενώ το ίδιο πνεύμα διαπνέει τη λειτουργία του πανεπιστημίου από τις συνελεύσεις των τμημάτων μέχρι τη διαχείριση των κονδυλίων στις επιτροπές ερευνών. Η διοίκηση βασίζεται στη δημοκρατική νομιμοποίηση διότι το πανεπιστήμιο είναι ακαδημαϊκός θεσμός έρευνας και διδασκαλίας, δεν είναι επιχείρηση για να διοικείται από μάνατζερ.
Γενικότερα, το «Σχέδιο δράσης» διαπνέεται από τη νεοφιλελεύθερη λογική της πλήρους αποδιάρθρωσης του δημόσιου πανεπιστημίου. Πολλές προτάσεις της επιτροπής είναι χαρακτηριστικές αυτής της λογικής, όπως, μεταξύ άλλων, η πλήρης αποσύνδεση του πτυχίου των φοιτητών από συγκεκριμένα εργασιακά δικαιώματα ώστε να διασφαλιστεί η «ευελιξία» τους στην αγορά εργασίας, η σύνδεση της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση, η έγκριση των προγραμμάτων σπουδών των πανεπιστημίων από επαγγελματικούς φορείς και η προσέλκυση χρηματοδότησης από επιχειρήσεις στην προοπτική της μείωσης των κρατικών δαπανών. Επιπλέον, η ίδια η έννοια της πανεπιστημιακής κοινότητας διαλύεται μέσα από την καθιέρωση καθηγητών πολλών «ταχυτήτων»: πλήρους ή μερικής απασχόλησης με φυσική ή διαδικτυακή παρουσία, καθηγητών αμειβόμενων από επιχειρήσεις, καθηγητών στραμμένων στην έρευνα και άλλων στραμμένων στη διδασκαλία, απασχόληση συνταξιούχων καθηγητών του εξωτερικού, κ.λπ.
Εδώ και χρόνια το δημόσιο πανεπιστήμιο δυσφημείται συστηματικά από πολλά μέσα ενημέρωσης αλλά και από υπουργούς της παρούσας κυβέρνησης. Τα πανεπιστήμια εμφανίζονται ως χώροι ανομίας, αιώνιων φοιτητών, καθηγητικών συντεχνιών, οικογενειοκρατίας, κ.λπ. Το «Σχέδιο δράσης» δεν ξεφεύγει από αυτή τη λογική. Γι’ αυτόν τον λόγο το «Σχέδιο δράσης» δεν έχει τίποτα να πει για τα πραγματικά προβλήματα, όπως οι ελλείψεις σε μόνιμο διδακτικό προσωπικό, η καθήλωση των μισθών των καθηγητών, οι οικονομικές δυσκολίες των φοιτητών ή η επισφάλεια των νέων ερευνητών που εργάζονται ως συμβασιούχοι στα πανεπιστήμια. Και κάτι τελευταίο. Το «Σχέδιο δράσης» παρουσιάζεται ως «κείμενο συζήτησης». Ομως τι να συζητήσει κανείς με όσους θεωρούν ότι στα πανεπιστήμια κυριαρχεί η κουλτούρα «αδιαφάνειας, έντονης ιδεοληψίας, νεποτισμού και παρεοκρατίας, πελατειασμού και κομματισμού, κυνισμού και καχυποψίας»; Οι εμμονές και προκαταλήψεις, που διαπνέουν συνολικά το «Σχέδιο δράσης», δεν αφήνουν περιθώρια συζήτησης.

Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας