Αφορμή για την απολαυστική, ομολογουμένως, συζήτηση με τον ιστορικό Πολυμέρη Βόγλη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το πρόσφατο βιβλίο του, «Δυναμική Αντίσταση – Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967 – 1974», που πραγματεύεται το δύσκολο θέμα της δυναμικής αντίστασης στη διάρκεια της χουντικής επταετίας.
Ας πούμε λίγα πράγματα για τη βιογραφία του βιβλίου, πώς ξεκίνησε και κυρίως, για την πορεία του. Από τον τίτλο ήδη και κυρίως από τον υπότιτλο γίνεται σαφές ότι θίγετε ένα θέμα ελάχιστα γνωστό.
Το βιβλίο αφορά τη συγκεκριμένη μορφή αντίστασης στη χούντα: αυτό που έχει αποκληθεί δυναμική αντίσταση. Ήταν κυρίως η τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών μικρής ισχύος σε υλικούς στόχους –αυτοκίνητα, κτίρια, πυλώνες της ΔΕΗ κ.τ.λ.– με στόχο να ευαισθητοποιηθεί η ελληνική κοινωνία και η διεθνής κοινή γνώμη ενάντια στο χουντικό καθεστώς. Αφορμή για το βιβλίο ήταν η συμμετοχή μου σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα προφορικής ιστορίας για το κίνημα του 1968 και στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος είχα αναλάβει να ασχοληθώ με τον αντιδικτατορικό χώρο. Έκανα πολλές συνεντεύξεις και στη διάρκειά τους διαπίστωσα ότι πολλοί από αυτούς με τους οποίους μιλούσα είχαν συμμετάσχει στη δυναμική αντίσταση, ενώ κάτι τέτοιο ήταν σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα. Κι εγώ ο ίδιος δεν είχα αντιληφθεί το μέγεθος και τη βαρύτητα της δράσης των οργανώσεων δυναμικής αντίστασης. Άρχισα έτσι σιγά σιγά να στρέφω το ενδιαφέρον μου όχι γενικά στον αντιδικτατορικό χώρο αλλά στη δυναμική αντίσταση, με στόχο ακριβώς να ερευνήσω μια πτυχή του αντιδικτατορικού αγώνα που έμενε στη σιωπή.
Το βιβλίο εξετάζει τόσο τις οργανώσεις (και είναι πάρα πολλές αυτές που στρέφονται στη δυναμική αντίσταση) και τις συζητήσεις που αφορούν τον εν λόγω τρόπο δράσης, όσο και την εμπειρία των πρωταγωνιστών, μέσα από συνεντεύξεις με ανθρώπους που συμμετείχαν σ’ αυτές τις οργανώσεις. Προσπαθώ να ανασυνθέσω τι σήμαινε για κάποιο νέο ή νέα να βάζει βόμβες ενάντια στη χούντα, μια εμπειρία που διαμεσολαβείται από τη μνήμη στις προφορικές συνεντεύξεις. Επίσης, με ενδιέφερε να δω το πλαίσιο της κοινωνικοποίησης ή, αν θέλετε, της υποκειμενοποίησης αυτών που στη συνέχεια θα δράσουν ενάντια στη χούντα. Με ενδιαφέρει η βιογραφική τους διαδρομή προδικτατορικά, τι έκαναν, ποιοι ήταν πριν τη δικτατορία, να ανασυνθέσω όλο το πλαίσιο της εποχής που σχετίζεται τόσο με την καταπίεση, την ασφυξία που υπάρχει στο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς αλλά και με την ελπίδα, τη ριζοσπαστικοποίηση που εμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν υπάρχει η ευκαιρία κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από την Ένωση Κέντρου, με οριακό σημείο τα Ιουλιανά. Εξετάζω τι σήμαινε γι’ αυτούς να συμμετέχουν στη δυναμική αντίσταση, να ρισκάρουν την ελευθερία τους, γιατί ήταν δεδομένο πως ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να συλληφθούν, να βασανιστούν και στη συνέχεια να φυλακιστούν. Το ερώτημά μου ήταν: τι ήταν αυτό που τους ωθούσε να κάνουν δυναμικές ενέργειες.
Φαίνεται από το κείμενο ότι όντως η δυναμική αντίσταση είναι ακόμα ένα θέμα ταμπού. Είχατε μάλιστα δυσκολίες και με τις συνεντεύξεις.
Η σιωπή που προανέφερα αφορούσε μεταπολιτευτικά οργανώσεις και άτομα τόσο της ευρύτερης Αριστεράς όσο και του Κέντρου, που δεν μιλούσαν για το παρελθόν της δυναμικής αντίστασης στα χρόνια της χούντας. Αυτή η σιωπή, δηλαδή το γεγονός ότι δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να μιλήσουν για εκείνα τα χρόνια, με έκανε να καθυστερήσω τη συγγραφή του βιβλίου, να περιμένω δηλαδή να περάσουν κάποια ακόμα χρόνια ούτως ώστε να μπορέσω να κάνω κάποιες επιπλέον συνεντεύξεις. Όταν ξανάπιασα το ζήτημα της δυναμικής αντίστασης οι άνθρωποι ήταν σχετικά πιο πρόθυμοι να μιλήσουν, παρόλα αυτά αρκετοί αρνήθηκαν. Αυτή η σιωπή, τόσο συνολικά της Αριστεράς όσο και των ίδιων των ανθρώπων, νομίζω πως έχει να κάνει όχι με τη δράση τους εκείνα τα χρόνια, για την οποία οι περισσότεροι δεν έχουν μετανιώσει, αλλά κυρίως με τις εξελίξεις στη μεταπολίτευση. Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και σήμερα πολλοί απ’ αυτούς δεν θέλουν να μιλήσουν. Υποθέτω όχι τόσο επειδή έχουν μετανιώσει, αλλά επειδή θεωρούν ότι αυτό μπορεί να τους δημιουργήσει προβλήματα.
Άρα αυτό το πέπλο σιωπής και λήθης που έχει καλύψει τούτη την πλευρά του αντιδικτατορικού κινήματος δεν έχει να κάνει με κάποιους αξιολογικούς λόγους. Από το κείμενο συνάγεται πως η πλευρά αυτού του αντιδικτατορικού κινήματος είχε σημαντικό ρόλο στην απονομιμοποίηση της χούντας.
Σίγουρα. Μην ξεχνάμε ότι αυτό που λέμε δυναμική αντίσταση δεν αφορά μία οργάνωση, αφορά πολλές οργανώσεις, πολλούς ανθρώπους, και στην ουσία ήταν μια αρκετά διαδεδομένη πρακτική ή μορφή δράσης στα πρώτα χρόνια της Επταετίας. Άρα στην ουσία θα λέγαμε πως είναι, εκείνη την εποχή, μια αρκετά νομιμοποιημένη μορφή δράσης, κι έτσι την βλέπουν και οι ίδιοι. Απέναντι σε ένα καθεστώς που είχε επιβληθεί με τη βία, η χρήση βίαιων μέσων για την αντίσταση ήταν νομιμοποιημένη. Να προσθέσω εδώ ότι η νομιμοποίηση της δυναμικής αντίστασης είχε να κάνει και με το ότι και οι ίδιοι είχαν επιλέξει ως μορφή δράσης την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών μικρής ισχύος χωρίς να στοχεύουν σε ανθρώπινα θύματα. Αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει στα χρόνια της δικτατορίας. Μπορεί η ρητορική τους να γίνεται πιο επαναστατική, αλλά δεν κλιμακώνεται η δράση, δεν αλλάζουν οι μορφές της. Μέχρι το τέλος της δικτατορίας η δυναμική αντίσταση δεν αφορά δολοφονίες ή ανάλογες ενέργειες αλλά εκρηκτικούς μηχανισμούς που προκαλούν περισσότερο, θα έλεγε κανένας, αίσθηση, και δείχνουν ότι υπάρχει αντίσταση στη χούντα, παρά καταστροφές ή, πολύ περισσότερο, ανθρώπινες απώλειες.
Υπήρχε και το αποτύπωμα του παγκόσμιου κινήματος εκείνη την εποχή.
Σίγουρα, και αποτυπώνεται στα ίδια τα κείμενα των οργανώσεων, το πόσο πολύ έχουν επηρεαστεί από τις διεθνείς εξελίξεις. Συχνά θεωρούμε ότι η Ελλάδα λόγω της χούντας ήταν απομονωμένη, τουλάχιστον όσοι άνθρωποι ζούσαν στη χώρα. Αυτό δεν ισχύει. Έβρισκαν τρόπους, παρά τις απαγορεύσεις, τα μέτρα, τη λογοκρισία, να υπάρχει πάντα επικοινωνία, είτε με τους Έλληνες στο εξωτερικό είτε με τις ιδέες που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό, και άρα θα έλεγε κανείς ότι όχι μόνο δεν υπήρχε απομόνωση, αλλά αντίθετα μια πύκνωση των σχέσεων και επαφών με τη ριζοσπαστική διανόηση και με τα επαναστατικά κινήματα εκείνης της εποχής, κυρίως στον Τρίτο Κόσμο. Τα παραδείγματα που καθορίζουν, τουλάχιστον στην αρχή, τη λογική και τη δράση αυτών των οργανώσεων είναι τα εθνικοαπελευθερωτικά-αντιαποικιακά κινήματα στον Τρίτο Κόσμο και η Κουβανική Επανάσταση, όχι βέβαια ως μοντέλο για την Ελλάδα αλλά ως ιδέα, ότι εμείς οι ίδιοι θα δημιουργήσουμε τις συνθήκες για την ανατροπή του καθεστώτος.
Μιλήστε μας για την ανθρωπογεωγραφία της δυναμικής αντιχουντικής αντίστασης.
Συχνά στη δημόσια συζήτηση σήμερα η πολιτική βία ταυτίζεται με την Αριστερά. Στην περίπτωση της δικτατορίας πρωτοστατούν οργανώσεις όχι μόνο της Αριστεράς αλλά και του Κέντρου, οι οποίες φτιάχνονται λίγες ημέρες μετά το πραξικόπημα, όπως η Δημοκρατική Άμυνα. Και άλλες οργανώσεις, το Ελληνικό Δημοκρατικό Κίνημα, η οργάνωση του Παναγούλη (Ελληνική Αντίσταση), όλες αυτές προέρχονται από ανθρώπους που προδικτατορικά ανήκαν στον χώρο του Κέντρου. Στην Αριστερά έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι δεν συμμετέχει η Αριστερά στο σύνολό της στη δυναμική αντίσταση. Μετά τη διάσπαση του 1968, το ΚΚΕ υιοθετεί μια έντονα αρνητική στάση θέτοντας το γνωστό δίλημμα, δυναμική αντίσταση ή μαζικοί αγώνες. Επρόκειτο για ψευτοδίλημμα γιατί κανείς δεν έλεγε εκείνη την εποχή ότι θα πέσει η χούντα με τις μικρές βόμβες που έβαζαν, αλλά τις έβλεπαν ως έναν τρόπο να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη, να κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα της αντίστασης. Οι στόχοι είναι συμβολικοί καθώς θέλουν δείξουν ότι υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται στους συνταγματάρχες, ότι το καθεστώς δεν είναι πανίσχυρο.
Μιλάτε και για την αδράνεια της κοινωνίας.
Είναι ένα θέμα που με απασχόλησε, καθώς υπάρχει και μια συζήτηση σήμερα στην Ελλάδα σχετικά με το κατά πόσο η ελληνική κοινωνία βολεύτηκε στα χρόνια της δικτατορίας. Εγώ προσπάθησα να δείξω κάτι διαφορετικό χωρίς, προφανώς, να αμφισβητώ ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας συμπαθούσε το καθεστώς. Ένα τμήμα του κόσμου της εθνικοφροσύνης διάκειτο θετικά προς τη δικτατορία. Αυτό που ήθελα να δείξω ήταν ότι η αδράνεια σχετίζεται με το γεγονός ότι το καθεστώς μπόρεσε να εξουδετερώσει πολύ γρήγορα όχι μόνο την αντίσταση αλλά και τις προϋποθέσεις για την εμφάνισή της. Οι μαζικές συλλήψεις που γίνονται τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος στην ουσία υπονόμευσαν τη δυνατότητα ύπαρξης –τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα– της όποιας αντίστασης. Έξι χιλιάδες άνθρωποι στέλνονται στη Γυάρο, σχεδόν αποκλειστικά από τον χώρο της Αριστεράς. Επιπλέον, αυτό που δείχνω είναι ότι η αντίσταση δεν είναι κάτι δεδομένο και αυτονόητο, αλλά περιέχει για τους ανθρώπους πολύ υψηλό ρίσκο, πολύ μεγάλη διακινδύνευση.
Με την πτώση της χούντας η πλειονότητα των αντιστασιακών οργανώσεων περνάει στην ανοιχτή πολιτική πάλη.
Τους πρώτους μήνες μετά την πτώση της χούντας, οι περισσότερες αντιστασιακές οργανώσεις διαλύονται γιατί δεν έχουν πλέον λόγο ύπαρξης. Η δικτατορία έχει πέσει και έτσι φτιάχνονται νέα κόμματα, οργανώσεις, ομάδες –εντός ή εκτός κοινοβουλίου, δεν έχει σημασία– με στόχο τη νόμιμη πολιτική δράση, ενώ άλλοι εγκαταλείπουν την πολιτική και ασχολούνται με άλλα πράγματα. Υπάρχουν λίγοι που θεωρούν ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η χρήση πολιτικής βίας. Δημιουργούνται οι δυο οργανώσεις ένοπλης πολιτικής βίας, ο ΕΛΑ και η 17 Νοέμβρη, οι οποίες με τη δράση τους επισκίασαν τη δυναμική αντίσταση. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, κυρίως οι άνθρωποι που είχαν επί χούντας αναπτύξει δυναμική δράση ξαναβρίσκονται στο στόχαστρο. Υπάρχει η πεποίθηση στην Αστυνομία, στις αρχές γενικότερα, ότι οργανώσεις σαν τη 17 Νοέμβρη έχουν στελεχωθεί από ανθρώπους του αντιδικτατορικού αγώνα. Αυτή η λογική οδηγεί στη στοχοποίηση συνολικά αυτών που είχαν συμμετάσχει στη δυναμική αντίσταση. Γίνονται οι «συνήθεις ύποπτοι» και αυτό έχει μια μακροπρόθεσμη επίπτωση, καθώς αναγκάζονται να πάρουν αποστάσεις από τη δυναμική αντιχουντική αντίσταση. Με δυο λόγια σιωπούν για το παρελθόν τους γιατί αφενός κινδύνευαν να χαρακτηριστούν τρομοκράτες, αφετέρου δεν ήθελαν η δράση ενάντια στη χούντα να συνδεθεί με οποιονδήποτε τρόπο με αυτήν της 17 Νοέμβρη. Έτσι, άνθρωποι που έπρεπε να τιμώνται για τη δράση τους στην ουσία πέρασαν στη σιωπή, προσπάθησαν να κρύψουν οι ίδιοι τη δράση τους που ήταν πολύ σημαντική στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια της επταετίας.
Σήμερα που έχουμε μια δεξιά κυβέρνηση, που πολλές φορές φλερτάρει με τη δημοκρατική εκτροπή, βλέπουμε κι ακούμε συνέχεια τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να βγαίνουν και να λένε θυμωμένοι ότι μιλάτε για την παράταξη που έφερε τη δημοκρατία στην Ελλάδα μετά τη χούντα. Εσείς όμως μας θυμίζετε ότι ούτε ο Καραμανλής είχε κάποια ιδιαίτερη δραστηριότητα κατά της χούντας (μας θυμίζετε βεβαίως και την αντικομουνιστική πολιτική του Γ. Παπανδρέου όταν ήταν υπουργός Παιδείας στη δεκαετία του ’60), ενώ γράφετε μάλιστα ότι οι συλλήψεις από τη χούντα πραγματοποιήθηκαν στη βάση καταλόγων που είχαν συντάξει οι υπηρεσίες ασφαλείας επί Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Αυτό είναι ιστορικά τεκμηριωμένο, ότι δηλαδή τα συνωμοτικά σχέδια του στρατού δεν έγιναν το 1967, είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια επί κυβέρνησης Καραμανλή. Το πολιτικό προσωπικό της δεξιάς παράταξης γενικά κράτησε μια στάση αναμονής, δεν ενεπλάκη ενεργά στην αντίσταση, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις ανθρώπων οι οποίοι π.χ. πήγαν ως μάρτυρες υπεράσπισης σε δίκες αντιδικτατορικών αγωνιστών. Η ηγεσία όμως της παράταξης και πιο συγκεκριμένα ο ιστορικός ηγέτης της, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, απέφυγε να εμπλακεί σε οποιαδήποτε αντιδικτατορική δραστηριότητα. Και όχι μόνο αυτό. Όταν έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έκανε ούτε καν μια δήλωση καταδίκης του καθεστώτος για την αιματηρή καταστολή της.
Πριν κλείσουμε, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα η έμφυλη διάσταση που θέτετε σχετικά με τη δυναμική αντίσταση.
Υπάρχουν αρκετές γυναίκες που συμμετέχουν σε οργανώσεις δυναμικής αντίστασης. Υπάρχει μια αρκετά δραστήρια συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική που μάλλον δεν την είχαμε τα χρόνια πριν τη δικτατορία. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι στη διάρκεια της επταετίας οι αρχές δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν ότι γυναίκες θα αναμιγνύονταν ενεργά στη δυναμική αντίσταση – ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη γι’ αυτούς.