Alan Burns «Η Ευρώπη μετά τη βροχή», μετάφραση-εισαγωγή: Ρένα Χατχούτ, εκδόσεις Gutenberg, 2022
Ο Άλαν Μπερνς (1929-2013) θεωρείται –απ’ τον σπουδαίο συγγραφέα συμπατριώτη του Ιαν ΜακΓιούαν ο οποίος υπήρξε φοιτητής του– ως «ο καλύτερος άγγλος πειραματικός συγγραφέας». Αν και τελείωσε Νομική δεν ασχολήθηκε με το επάγγελμα καθώς η διδασκαλία δημιουργικής γραφής τον κέρδισε ολοκληρωτικά. Ήταν εξέχων αντιπρόσωπος ομάδας βρετανών γραφιάδων στα 60’s και 70’s που πειραματίστηκε με τη φόρμα. Ο σουρεαλισμός, τα κλειστοφοβικά συστήματα του Κάφκα, τα αδιέξοδα και ο πεσιμισμός του Μπέκετ υπήρξαν οδηγοί του αλλά και ο Μπάροουζ όσον αφορά το ασαφές κοινωνικό περιβάλλον.
«Η Ευρώπη μετά τη βροχή» (1965) είναι το πλέον γνωστό του έργο που, όπως η ταινία του Λαρς Φον Τρίερς «Το στοιχείο του Εγκλήματος», παραπέμπει σε μια δυστοπική, γκρίζα και παρακμιακή Ευρώπη. Δεν είναι, βέβαια, τόσο το στόρι του φιλμ όσο η ατμόσφαιρα, το ρέον περιβάλλον. Ούτως και στο βιβλίο ως ονειροβάτες διακρίνουμε μια χώρα σε πόλεμο: συγκεχυμένες περιγραφές, θολές εικόνες, χρήση κολάζ και αποσπασματικές λεπτομέρειες συγκροτούν ένα σύμπαν που αναφέρεται στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Μπερνς θεωρεί τον πόλεμο, όποιος και να εμπλέκεται, ως το τέλος κάθε πολιτισμού. Όλα λειτουργούν ονειρικά, σπάνια διακρίνει κανείς εξελίξεις με αναφορές στο Ολοκαύτωμα, «έμμεσα, ποτέ ευθέως, αλλά πάντα με νύξεις για “φούρνους”, μαζικές εκτελέσεις και θαλάμους αερίων». Παράξενο και ασφυκτικό περιβάλλον, δημιουργημένο, λες, από αυτόματη γραφή, μια θολή εφιαλτική ατμόσφαιρα με τον ανώνυμο ήρωα-αφηγητή να αναζητά ματαίως γνωστή του κοπέλα, της οποίας ο πατέρας αναλαμβάνει την ηγεσία της χώρας ως δικτάτορας.
Αφορμή για το έργο απετέλεσαν τρία πράγματα: ο ομώνυμος γνωστός πίνακας του Μαξ Έρνστ, κυρίως ο τίτλος του, συν δύο δοκίμια που ανακάλυψε τυχαία σε παλαιοπωλεία: τα λεπτομερή πρακτικά της δίκης της Νυρεμβέργης και η «Αναφορά ενός δημοσιογράφου για τη ζωή στην Πολωνία μετά τον πόλεμο». Ειδικά το τελευταίο ο Μπερνς το διάβαζε παράλληλα με το γράψιμο καθώς διάλεγε σκόρπιες περιγραφές μέσα από αυτό. Σημειώνει η μεταφράστρια: «Οι φαινομενικά ασύνδετες εικόνες και φράσεις δημιουργούν σιγά σιγά το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η αφήγηση. Ο πρωταγωνιστής περιφέρεται σε μια χώρα κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Όμως ο πόλεμος έχει τελειώσει ή συνεχίζεται; Ποιοί είναι οι “καλοί” και ποιοί οι “κακοί”; Ο πρωταγωνιστής σε ποιά πλευρά ανήκει; Ποιός ακριβώς είναι ο σκοπός του;» Ο κεντρικός ήρωας παραμένει ανώνυμος όπως και οι υπόλοιποι πέντε πρωταγωνιστές. Δεν ξεχωρίζουμε ποιος μιλάει. Σε τούτη την ομίχλη που καλύπτει τα πάντα, στην ηθελημένη ασάφεια του σκηνικού, ο γερασμένος ηγέτης παραληρεί: «Δεν ξέραμε πώς να ζήσουμε. Πολεμήσαμε – έπρεπε να πολεμήσουμε· ήταν απλό – ήταν το μόνο πράγμα που υπήρχε. Αυτό δεν είναι αλήθεια – τα φαινόμενα απατούν· ήταν για το τίποτα – η επανάστασή μας ήταν από τις πιο ασήμαντες· χρησιμοποιήσαμε μεγάλα λόγια.»
Αντώνης Ν. Φράγκος