Macro

Βασίλης Ρόγγας: Ποιος φοβάται από την πολιτική βία;

Το «ποιος θέτει, τι και πώς» στην πολιτική ατζέντα, σε θεματικές που δεν έχουν να κάνουν με τις τελετουργικές μικροσυγκρούσεις ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις, αλλά με τις μεγάλες και διαχρονικές πλαισιώσεις (master frames), έχει αναγνωριστεί πολλαπλώς ως μια από τις αρετές που πρέπει να έχει η πολιτική τέχνη. Έτσι, συχνά, χαρισματικές ηγεσίες, κόμματα με επικοινωνιακή υπεροπλία, κοινωνικές συμμαχίες με κρουστικό δυναμικό διανοουμένων τα καταφέρνουν να ορίζουν δευτερεύουσες ή και κύριες διαιρετικές τομές προκαλώντας ευνοϊκές κοινωνικές αλλά και εκλογικές ευθυγραμμίσεις.

 

Αναβάθμιση

Μια τέτοια θεματική, που επανέρχεται συχνά στο δημόσιο λόγο της Δεξιάς αλλά και του φιλελεύθερου ή/και Ακραίου Κέντρου και θέλει να παίξει αυτό το ρόλο, της δευτερεύουσας, έστω, διαιρετικής τομής, είναι εκείνη της πολιτικής βίας. Η θέση στη μη χυδαία εκδοχή της είναι η εξής: «η Αριστερά στην Ελλάδα νομιμοποιεί βίαιες εκδοχές της πολιτικής δράσης. Κάποιες φορές την επιτελεί αλλά πιο συχνά απλώς αρνείται να την αποκηρύξει. Ο εμφύλιος πόλεμος, παλιός και παρωχημένος, φαίνεται πως ακόμα συνεπαίρνει το φαντασιακό αυτής της παράταξης, αλλά για χάρη της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου η Αριστερά οφείλει να αποδείξει λόγω και έργω τη νομιμοφροσύνη της, να απολογηθεί δε για το παρελθόν της».

Χρήσιμο να βρούμε τις παραλλαγές της στην πρόσφατη ιστορία. Η θεωρία των δυο άκρων, η Πάνω και Κάτω πλατεία Συντάγματος, ο αντιλαϊκισμός ενάντια στο λαϊκισμό, η ανάγκη του τέλους της κουλτούρας της Μεταπολίτευσης, η θεσμική εναντίωση στη ριζοσπαστικοποίηση ή/και τον εξτρεμισμό είναι πράγματι παλαιότερες εκδοχές της, αλλά εδώ διακρίνουμε μια αναβάθμιση. Η παραγωγή λόγου (βιβλία, έρευνες, αρθρογραφία) από διανοούμενους του πανεπιστημιακού χώρου έχει περισσότερες πρόνοιες για τεκμηρίωση με τη χρήση μιας επιστημονικής και οπωσδήποτε πιο ήπιας γλώσσας. Έτσι πλαισιωμένο το «πρόβλημα» της πολιτικής βίας αναγκαστικά χρήζει απάντησης από τη μεριά της παράταξης που κάθεται a priori απονομιμοποιημένη στο εδώλιο του κατηγορούμενου και η αμυντική της στάση προϋποτίθεται ως όρος του διαλόγου.

 

Με στοιχεία

Να μιλήσουμε, λοιπόν, για την πολιτική βία και να μιλήσουμε και με στοιχεία, επιστημονικά αλλά και πολιτικά. Ως προς το πρώτο, να τονίσουμε πως στο πλήθος των χιλιάδων γεγονότων διαμαρτυρίας που έλαβαν χώρα από το 1999 έως το 2014, χρονιά που τελειώνει ο συγκρουσιακός κύκλος διαμαρτυρίας έπειτα από την αντιμνημονιακή καμπάνια, μόνο το 5% περίπου εμπεριείχαν βία και τούτο σημαίνει τραυματισμούς διαδηλωτών, περαστικών ή/και αστυνομικών. Προσοχή: ακόμα και σε αυτό το 5% δεν σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του γεγονότος διαμαρτυρίας οι δρώντες μεταχειρίστηκαν τη βία, το συχνότερο είναι να την υπέστησαν.1 Δεύτερον, παρά το ότι είναι ερμηνευτικής σκοπιάς ζήτημα αν το ποσοστό αυτό το θεωρούμε μεγάλο ή όχι, κατά τη διάρκεια των συγκρουσιακών κύκλων διαμαρτυρίας, υπάρχει περίπτωση επίτασης της βίας κάποιο στάδιο τους, δεν είναι κάτι το πρωτοφανές, ούτε ελληνικό ιδιοχαρακτηριστικό (Tarrow 1983). Πρόκειται δηλαδή για φαινόμενο ενδημικό και όχι διαρκές, με συγκεκριμένες αιτίες. Τρίτον, κατά τη διάρκεια εκδίπλωσης κινηματικών διεργασιών υπάρχουν συχνά αντιπαραθέσεις μεταξύ μετριοπαθών και ριζοσπαστών σε ό,τι αφορά τις μορφές της συλλογικής δράσης που πρέπει να ακολουθηθούν. Συχνά οι αντιπαραθέσεις αυτές διαμορφώνουν «αρνητικές επιδράσεις της ριζοσπαστικής πτέρυγας»(negative radical flank effect, Haines 1984), δηλαδή πτώση ποιοτικά και ποσοτικά της συλλογικής δράσης. Με άλλα λόγια, όταν υφίσταται βία και δεν συμφωνούν με αυτήν όλοι και παρέλκει από τους σκοπούς των μετριοπαθών. Τέταρτον, οι συγκρουσιακοί κύκλοι σπρώχνουν ελίτ και αντικινήματα στη σύμπηξη συμμαχιών του νόμου και της τάξης (della Porta 1998) που επιχειρούν αφενός να ορίσουν το εύρος της συζήτησης που νομιμοποιούμαστε να διεξάγουμε για να θεωρούμαστε «εντός του δημοκρατικού τόξου», αφετέρου να καθορίσουν το δικαίωμα της διαμαρτυρίας, μέσω της επιλεκτικής αποδοχής συγκεκριμένων, δηλαδή περιορισμένων, εκδοχών της.

 

Αποκήρυξη της βίας

Τη βία δεν την επιλέγει η πολιτική αριστερά, όχι μόνο η κοινοβουλευτική αλλά και η εξωκοινοβουλευτική, για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Μάλιστα, η αντανακλαστική σχεδόν καταδίκη της φτάνει να στρεβλώνει διαχρονικά τις δικές της ερμηνείες απόδοσης υπαιτιότητας για όποιες προηγηθείσες συγκρούσεις με το γνωστό λόγο περί «προβοκατόρων». Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια πως κατά τη διάρκεια συγκρούσεων δεν είναι και κανείς σε θέση να γνωρίζει ποιος βρίσκεται πίσω από επεισόδια και συγκρούσεις. Ωστόσο, υπάρχει και ένας εντελώς επιχειρησιακός λόγος που αποκηρύσσεται η βία. Τα μπλοκ των αριστερών οργανώσεων και κομμάτων όταν διαδηλώνουν δεν θέλουν να βρεθούν στο στόχαστρο είτε της αστυνομίας, είτε διαδηλωτών που έχουν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν βία. Και ο πολιτικός λόγος είναι ακόμα πιο προφανής. Αναγκαία προϋπόθεση για να είναι πολυάριθμη μια διαδήλωση, συνθήκη που την επιδιώκουν πάντα, είναι να εμπεδώνεται στους πολίτες από πριν πως θα είναι ασφαλείς και η διαμαρτυρία θα είναι ειρηνική.

Παρόλα αυτά εκείνο που περισσότερο εννοούν όσοι θεωρούν το ζήτημα της πολιτικής βίας μείζον στην ελληνική κοινωνία, είναι πως η Αριστερά συχνά υπερασπίζεται στα δικαστήρια τα δημοκρατικά δικαιώματα αντιεξουσιαστών και μελών ένοπλων οργανώσεων. Πράγματι αυτό συμβαίνει, ωστόσο από τη σκοπιά του κράτους δικαίου και από καμία άλλη και τούτη τη φιλελεύθερη -στην ουσία- σημαία θα έπρεπε να την κρατάνε αυτοί που σήμερα εκτοξεύουν την κατηγορία. Κι είναι και ένα ακόμα. Όταν οι ενάντιοι στην πολιτική βία δεν βρίσκουν κουβέντα να πουν για την αστυνομική βία που πλειοψηφικά στρέφεται εναντίον των πολιτικών αντιπάλων της Δεξιάς, των μεταναστών, των νέων κ.ο.κ., τότε η ισχύς του λόγου τους ή, εν πάσει περιπτώσει, η ειλικρίνειά τους μειώνεται. Πράγματι λοιπόν, ας ξεκινήσει μια ειλικρινής συζήτηση για τη βία. Χρειάζονται εκατέρωθεν παραδοχές, με το βάρος, όμως, να πέφτει καταρχάς και καταρχήν σε εκείνους που το θέτουν, αλλά και κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα.

 

Σημείωση

1. Στοιχεία από τη διδακτορική μου διατριβή.

 

Βασίλης Ρόγγας

Πηγή: Η Εποχή