Την περασµένη Τετάρτη η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη µετατράπηκε σε γύρο του θριάµβου του Ντόναλντ Τραµπ για τον βοµβαρδισµό ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, δύο ηµέρες νωρίτερα. «Αυτή η επίθεση έληξε τον πόλεµο (Ισραήλ – Ιράν). ∆εν θέλω να χρησιµοποιήσω το παράδειγµα της Χιροσίµα και του Ναγκασάκι, ουσιαστικά όµως ήταν το ίδιο πράγµα», είπε ο Αµερικανός πρόεδρος. Οι πανηγυρισµοί του µπορεί να αποδειχθούν πρόωροι, αλλά ο ανατριχιαστικός παραλληλισµός δεν αποκλείεται να βγει σωστός: όπως η 6η και η 9η Αυγούστου 1945 εγκαινίασαν την εποχή της πυρηνικής επισφάλειας, έτσι και ο «πόλεµος των 12 ηµερών», όπως έχει πολιτογραφηθεί, ενδέχεται να καταγραφεί ως ιστορικό ορόσηµο, ανοίγοντας µια καινούργια σελίδα τεκτονικών αλλαγών και µεγάλων κινδύνων για τη Μέση Ανατολή και για όλο τον κόσµο.
58 χρόνια µετά
Η ορολογία παραπέµπει, βέβαια, στον Πόλεµο των Εξι Ηµερών του 1967, όταν το Ισραήλ πέτυχε τη µεγαλύτερη νίκη του εναντίον των συνασπισµένων αραβικών κρατών. Πέραν των εδαφικών κερδών, που ξεπερνούσαν την τότε έκταση του Ισραήλ, ο πόλεµος του 1967 ενταφίασε οριστικά τα αραβικά όνειρα για µια ρεβάνς του 1948 και έπεισε τους πάντες ότι το εβραϊκό κράτος ήρθε για να µείνει στην περιοχή ως ισχυρή δύναµη, προστατευόµενη από τη ∆ύση. Σχεδόν έξι δεκαετίες αργότερα, µε την Αίγυπτο και την Ιορδανία να έχουν προ πολλού συνθηκολογήσει και τα εχθρικά αραβικά κράτη του Ιράκ, της Λιβύης και της Συρίας να έχουν καταστραφεί από διαδοχικές επεµβάσεις των ΗΠΑ και συµµάχων τους, το Ισραήλ αποδυνάµωσε σοβαρά τον τελευταίο και ισχυρότερο στρατηγικό του αντίπαλο, το Ιράν.
Από τις πρώτες ώρες του πολέµου, το Ισραήλ εξόντωσε ανώτατα στελέχη του αντίπαλου στρατού, των Φρουρών της Επανάστασης και του ιρανικού πυρηνικού προγράµµατος, ενώ κατέκτησε απόλυτη κυριαρχία στον αέρα, βοµβαρδίζοντας κατά βούληση οποιονδήποτε στόχο ήθελε στην Τεχεράνη και σε ολόκληρη την ιρανική επικράτεια. Σε 12 ηµέρες πολέµου, η Χεζµπολάχ, η Χαµάς, οι Χούθι και οι σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ δεν έπληξαν κανέναν ισραηλινό ή αµερικανικό στόχο, επιβεβαιώνοντας τη δραστική αποδυνάµωσή τους από τα ισραηλινά πλήγµατα των προηγούµενων µηνών. Καθώς πέφτει η σκόνη, η εικόνα που αναδύεται είναι ενός Ισραήλ στον ρόλο της ισχυρότερης περιφερειακής δύναµης, χωρίς πραγµατικά απειλητικό ανταγωνιστή για το προβλέψιµο µέλλον.
Η κόκκινη γραµµή
Στους αραβοϊσραηλινούς πολέµους οι ΗΠΑ στήριξαν µε όπλα και πληροφορίες το Ισραήλ, αλλά δεν συµµετείχαν άµεσα στις συγκρούσεις. Ο Ντόναλντ Τραµπ πέρασε την κόκκινη γραµµή που είχαν σεβαστεί όλοι οι προκάτοχοί του και έστειλε τους πιλότους του να πολεµήσουν, έστω για λίγο, µαζί µε τους Ισραηλινούς. Το 1967 και το 1973 η Σοβιετική Ενωση στήριξε µε όπλα, συµβούλους και πληροφορίες τα αραβικά κράτη. Αυτή τη φορά ο Βλαντιµίρ Πούτιν περιορίστηκε σε λόγια χωρίς δόντια, να παρακολουθεί τη δεύτερη σηµαντική ήττα της Ρωσίας στην περιοχή µετά την ανατροπή του Ασαντ στη Συρία. Παρότι είχε υπογράψει συνθήκη στρατηγικής συνεργασίας µε τον Ιρανό πρόεδρο Πεζεσκιάν από τον Ιανουάριο, δεν έδωσε στο Ιράν αυτά που κυρίως ζητούσε από τη Μόσχα, δηλαδή µαχητικά αεροσκάφη Su-35 και συστήµατα αεράµυνας S-400. Αµέτοχη στη σύγκρουση έµεινε και η Κίνα, παρότι το ιρανικό πετρέλαιο καλύπτει σηµαντικό µέρος των ενεργειακών αναγκών της.
Υπό αυτό το πρίσµα, ο πόλεµος των 12 ηµερών είχε αντίκτυπο που ακούστηκε πολύ µακρύτερα από τη Μέση Ανατολή. Ισως µάλιστα αυτό να ήταν το βασικό κίνητρο που ώθησε τον Τραµπ να βοµβαρδίσει, παρά τους προηγούµενους φιλιππικούς του εναντίον των «ατέρµονων πολέµων» των προκατόχων του. Ο σύµµαχός του γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαµ, από τα γεράκια των Ρεπουµπλικανών, τον έψηνε, όπως αποκάλυψε η Wall Street Journal, µε τα εξής λόγια: «Θα γίνεις ο νέος σερίφης στην πόλη και αυτό θα καθορίσει τη σχέση σου µε όλο τον υπόλοιπο κόσµο». Γαλβανίζοντας το υπερτροφικό του Εγώ, του έλεγε ότι θα περάσει στην Ιστορία ως ο πρόεδρος που ξέπλυνε την ταπεινωτική απόσυρση από το Αφγανιστάν επί Τζο Μπάιντεν και αναστήλωσε το φόβητρο της αµερικανικής ισχύος απέναντι στους Ρώσους, στους Κινέζους και σε κάθε άλλον δυνητικό ανταγωνιστή.
Η επίδειξη δύναµης των ΗΠΑ έστειλε µηνύµατα όχι µόνο στους γεωπολιτικούς αντιπάλους τους, αλλά και στους Ευρωπαίους συµµάχους. Ενδεικτική, από αυτή την άποψη, ήταν η ατµόσφαιρα στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου Ευρωπαίοι ηγέτες επιδίδονταν σε διαγωνισµό γλοιώδους κολακείας του Τραµπ, µε πρώτο και χειρότερο τον γενικό γραµµατέα της Συµµαχίας Μαρκ Ρούτε, ο οποίος τον παραλλήλισε µε «µπαµπάκα» που αναγκάζεται να βάζει τις φωνές στα άτακτα παιδιά.
Οχι ακόµη νέα τάξη
Θα ήταν όµως πρόωρο να συµπεράνει κανείς ότι βαίνουµε προς µια αδιατάρακτη Pax Americana στη Μέση Ανατολή. Η εκεχειρία µεταξύ Ισραήλ και Ιράν µπορεί ανά πάσα στιγµή να καταρρεύσει, όπως συνέβη µε την προηγούµενη εκεχειρία που επέβαλε ο Τραµπ µεταξύ Ισραήλ και Χαµάς, τον Ιανουάριο. Παρά τις σηµαντικές καταστροφές που προκάλεσε η ισραηλινή αεροπορία, το Ιράν διατήρησε µεγάλο µέρος των βαλλιστικών εκτοξευτήρων και πυραύλων του, που απέδειξαν ότι η ισραηλινή αεράµυνα δεν είναι αδιαπέραστη, αντίθετα εµφανιζόταν πιο ευάλωτη από µέρα σε µέρα, ένδειξη ότι οι πανάκριβοι αµυντικοί πύραυλοι εξαντλούνταν.
Ονειρο θερινής νύχτας αποδείχθηκε, σε αυτή τη φάση, ο άλλος διακηρυγµένος στόχος του Ισραήλ, δηλαδή η αλλαγή καθεστώτος, καθώς ο λαός του Ιράν συσπειρώθηκε γύρω από τη σηµαία ανεξάρτητα από τις διαφορές του µε την ηγεσία, κάτι που κατά κανόνα συµβαίνει µε τα έθνη που δέχονται άδικη και απρόκλητη επίθεση. Ασφαλώς το σοκ των 12 ηµερών θα ανοίξει µια µεγάλη εσωτερική συζήτηση στους κόλπους των ιρανικών ελίτ, ενδεχοµένως και στην ιρανική κοινωνία, και πρέπει να αναµένονται µεγάλης κλίµακας πολιτικές αλλαγές, η κατεύθυνση των οποίων παραµένει για την ώρα αδιευκρίνιστη.
Τι καταστράφηκε
Μεγάλος παράγοντας αβεβαιότητας είναι η κατάσταση και οι προοπτικές του ιρανικού πυρηνικού προγράµµατος µετά τα πλήγµατα που δέχθηκε. Παρά τις θριαµβολογίες του Τραµπ για ολοκληρωτικό αφανισµό, η εικόνα που αναδύεται από τις αντικρουόµενες αναφορές των αµερικανικών µυστικών υπηρεσιών παραµένει θολή. Ολοι οι σοβαροί αναλυτές συµφωνούν πάντως ότι είναι αδύνατο να καταστραφεί µε αεροπορικούς βοµβαρδισµούς και µόνο η τεχνογνωσία που έχει αποκτήσει µια χώρα, όπου χιλιάδες πυρηνικοί επιστήµονες εργάζονται σε αυτό το πρόγραµµα από την εποχή του σάχη και του Αϊζενχάουερ. Πολύς λόγος γίνεται και για τα 408 κιλά ισχυρά εµπλουτισµένου ουρανίου που είχε αποθηκεύσει το Ιράν – ποσότητα ικανή για την κατασκευή µικρού αριθµού πυρηνικών βοµβών, η οποία θεωρείται σχεδόν βέβαιον ότι µεταφέρθηκε εγκαίρως σε άγνωστα, ασφαλή σηµεία.
Το 2003 οι νεοσυντηρητικοί της κυβέρνησης Μπους εξαπέλυσαν τον ολέθριο πόλεµο εναντίον του Ιράκ µε αναίσχυντα ψέµατα περί όπλων µαζικής καταστροφής του Σαντάµ Χουσεΐν και έδειξαν τους επόµενους στόχους τους µε το πυροτέχνηµα περί «Αξονα του Κακού» Ιράκ Ιράν – Βόρειας Κορέας. Απέναντι στην άµεση αµερικανική απειλή, η Τεχεράνη προσπάθησε να προστατευθεί µε δύο τρόπους. Από τη µια πλευρά, µε την καταλυτική συµβολή του ταξιάρχου των Φρουρών της Επανάστασης Κασέµ Σολεϊµανί δηµιούργησε τον σιιτικό «Αξονα της Αντίστασης» σε Ιράκ, Λίβανο, Συρία και Υεµένη, προικίζοντας τη χώρα µε µεγάλο στρατηγικό βάθος. Από την άλλη, κλιµάκωσε το πυρηνικό πρόγραµµα µε στόχο να γίνει το Ιράν «κατωφλιακό πυρηνικό κράτος», όπως ήταν ήδη η Γερµανία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, ο Καναδάς και η Νότια Αφρική: κράτη που δεν έχουν µεν πυρηνικά όπλα, αλλά κατέχουν την τεχνολογία και τα υλικά που θα τους επιτρέψουν να τα αποκτήσουν γρήγορα αν τα χρειαστούν.
Από την πλευρά της η Βόρεια Κορέα ακολούθησε τον πιο ευθύ δρόµο: αποχώρησε από τη συνθήκη µη εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων το 2003 και τρία χρόνια αργότερα έκανε την πρώτη δοκιµή πυρηνικής βόµβας. Οι Αµερικανοί δεν τόλµησαν να τη χτυπήσουν, µάλιστα ο ίδιος ο Τραµπ συναντήθηκε προσωπικά µε τον Κιµ Γιονγκ Ουν επιδιώκοντας συµφιλίωση στην πρώτη προεδρική θητεία του. Εποµένως θα ήταν πολύ περίεργο αν η σηµερινή ή και η αυριανή ιρανική ηγεσία δεν προσπαθήσει να κατασκευάσει µε κάθε µυστικότητα έστω και µια χονδροειδή πυρηνική βόµβα, ως µοναδική ασφάλεια ζωής απέναντι στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ. Ηδη η ψήφιση νοµοσχεδίου για τη διακοπή συνεργασίας µε τους επιθεωρητές της ∆ιεθνούς Επιτροπής Ατοµικής Ενέργειας λέει πολλά.
Μεταµορφώσεις
Αλλά ο µεγαλύτερος παράγοντας αβεβαιότητας είναι ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραµπ. Οι οβιδιακές µεταµορφώσεις του δεν επιτρέπουν καµία πρόβλεψη για το κατά πόσο θα επιδιώξει µια λογική πολιτική λύση στο ιρανικό πρόγραµµα (όπως και στο Παλαιστινιακό, το πρόβληµα των προβληµάτων στη Μέση Ανατολή) ή αν θα επενδύσει ξανά στον πόλεµο και στην αλλαγή καθεστώτος. Το ερώτηµα είναι ποιος ηγέτης σοβαρού κράτους µπορεί να εµπιστευθεί έναν Τραµπ που εξαπατάει συστηµατικά τους συνοµιλητές του µε πέντε γύρους διπλωµατικών συνοµιλιών και δηµόσια δήλωση για διορία 15 ηµερών ώστε να υπάρξει πολιτική λύση, για να τους αποκοιµίσει και να τους βοµβαρδίσει ανηλεώς µόλις µία ηµέρα αργότερα; Η µόνη βεβαιότητα στη σχιζοφρενικά απρόβλεπτη πολιτική του είναι ότι επιβάλλει στις διεθνείς σχέσεις τον νόµο της ζούγκλας, όπου βασιλεύει το δίκαιο του ισχυροτέρου, φουσκώνοντας τα πανιά όλων των εθνικιστών, αυταρχικών ηγετών που ορέγονται εδάφη και την κυριαρχία των ασθενέστερων γειτόνων τους.