Macro

Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν: Το προσφυγικό και ο χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το 2020 μετακινήθηκαν στον πλανήτη 82,4 εκατομμύρια προσφύγων, εκ των οποίων τα 48 εκατομμύρια στο εσωτερικό της χώρας προέλευσής τους. Τα αίτια αυτών των μετακινήσεων, ακόμα και εξ αιτίας των πολέμων, δεν μπορούν να μη συνδεθούν με τον χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης από τη στιγμή που κυριάρχησε ο νεοφιλελευθερισμός. Ακούγονται πολλοί θετικοί απολογισμοί της παγκοσμιοποίησης για κάποιες κατηγορίες πληθυσμών, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί η εντυπωσιακή διεύρυνση των ανισοτήτων, που μια από τις πλέον οδυνηρές επιπτώσεις της είναι η επέκταση των πληθυσμών που δεν μπορούν να ζήσουν στην περιοχή όπου κατοικούν και αναγκάζονται να μετακινηθούν με παιδιά, γέροντες και ασθενείς.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία μάς έχει αναγκάσει να ξαναδούμε την ιστορική περίοδο μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αξιόλογοι μελετητές, που δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν αριστεροί ή αντικαπιταλιστές, μας εξηγούν εδώ και αρκετά χρόνια ότι η πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών να επεκταθεί το ΝΑΤΟ ως τα ευρωπαϊκά σύνορα με την Ρωσία, είναι ένα σοβαρό σφάλμα που οδήγησε στον σημερινό πόλεμο. Δεν είναι όμως δύσκολο να διαπιστωθεί ότι αυτή η επιλογή προέκυψε κατά κύριο λόγο, όχι βέβαια από κάποια ανύπαρκτη τότε επιθετικότητα της Ρωσίας, αλλά από την απόφαση των ελίτ στις ΗΠΑ να διατηρήσουν το τομέα των πολεμικών βιομηχανιών, που συνδέεται στενά με την έρευνα και την παραγωγή νέων τεχνολογιών, την ίδια στιγμή που υποχωρούσαν οι κλάδοι της βιομηχανικής παραγωγής συνολικά.
Η ένταξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην κατά τα άλλα «επιτυχημένη» παγκοσμιοποίηση, είναι αποκλειστικά έργο των ΗΠΑ, σε συνεργασία με κάποιες δυτικές χώρες: οι πόλεμοι στην Μέση Ανατολή και στην Γιουγκοσλαβία, που παραβίασαν όλους τους κανόνες που είχαν καθιερωθεί μεταπολεμικά, άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες των πολεμικών επιχειρήσεων που αγνόησαν σύνορα με αφορμή τον πόλεμο στην Συρία, και τις εδαφικές διεκδικήσεις στη ρωσο-ουκρανική γεωγραφική ζώνη. Συνέχεια τής ανοιχτά μεροληπτικής αντιμετώπισης των όποιων διαφορών υπάρχουν ή προκύπτουν είναι και η κραυγαλέα διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος των προσφύγων από τις ευρωπαϊκές χώρες: άλλο οι πρόσφυγες από την Συρία και άλλο οι πρόσφυγες από την Ουκρανία.
Η επιθετικότητα των ΗΠΑ επεκτείνεται και στον ενεργειακό τομέα, και προκαλεί ανακατατάξεις στις εμπορικές ροές στον τομέα αυτό, που θα προκαλέσουν την εκδήλωση οικονομικών προβλημάτων λόγω αύξησης των τιμών, ή μείωσης των εξαγωγών, ενώ θα ενισχυθεί αντί να περιοριστεί η σημασία των ορυκτών καυσίμων, και θα καθυστερήσει η αντικατάστασή τους από ανανεώσιμες πηγές. Παρά το γεγονός ότι η επιτάχυνση της εγκατάστασης ανανεώσιμων πηγών είναι στην πραγματικότητα η μόνη οδός για την απαλλαγή από την κυριαρχία του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, αλλά και από την αύξηση του κόστους αυτής της εξάρτησης.
Είμαστε μια χώρα στην οποία κόστισε πολύ ακριβά η στρατηγική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που έδιωξε και διώχνει μεγάλους αριθμούς μορφωμένων ελλήνων προσφύγων, και δεν μπορεί να ανατρέψει αυτή την τάση παρά από τη στιγμή που αποκτάει την ικανότητα να σχεδιάσει το μέλλον της ξεκινώντας από την αξιοποίηση κατά κύριο λόγο του ανθρώπινου δυναμικού της. Στο οποίο θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι ξένοι πρόσφυγες που μπορούν να καλύψουν ελλείμματα δυναμικού σε πολλούς κλάδους δραστηριοτήτων. Προϋπόθεση για ένα τέτοιο προσανατολισμό είναι η ριζική αλλαγή του χαρακτήρα της ένταξης στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή οικονομία. Η ενεργειακή στρατηγική, και με έναν παρόμοιο τρόπο η στρατηγική για την υλική παραγωγή –βιομηχανική και αγροτική– πρέπει να στηριχθεί κατά κύριο λόγο στις δυνατότητες που μπορούν να καλύψουν ανάγκες του πληθυσμού.
Ο επιστημονικός κόσμος και οι πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν να συνδεθούν με τις λαϊκές τάξεις πρέπει να αντιληφθούν την ανάγκη να υλοποιηθεί σε επίπεδο παραγωγής γνώσης και σε επίπεδο υλοποίησης αναπτυξιακών σχεδίων, ένας τέτοιος προσανατολισμός. Η ένταξη των προσφύγων σε τοπικά και εθνικά αναπτυξιακά σχέδια αποτελεί την επιλογή που θα ολοκληρώσει την οικοδόμηση θεσμών αλληλεγγύης, οι οποίοι θα αποτελούν τη βάση για ουσιαστικές δημοκρατικές διαδικασίες στη βάση της κοινωνίας. Η πλειονότητα της κοινωνίας κατέχει σήμερα τις γνώσεις και τι γνωσιακές ικανότητες για να επεξεργαστεί και να αποφασίσει τις κατευθύνσεις που πρέπει να πάρει η οικοδόμηση σχέσεων αλληλεγγύης τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν