Η διαμόρφωση ενός πολιτικού ρεύματος της Αριστεράς προέκυψε από την ανάγκη να υπάρξει στις βιομηχανικές κοινωνίες ένα σύνολο θεσμών που υπερασπίζονται τις ανάγκες και τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, και των λαϊκών τάξεων με την ευρύτερη έννοια, αλλά και να υπάρξουν πολιτικές συσπειρώσεις που επιδιώκουν να μεταβάλουν τα καθεστώτα αναπαραγωγής και διακυβέρνησης αυτών των κοινωνιών. Επειδή η εξέλιξή τους δεν ήταν κατά κανόνα ομαλή και ασφαλής για τις τάξεις αυτές, και αντίθετα υπήρξαν ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες οι επιλογές των αρχουσών τάξεων, ήταν έντονα αρνητικές αν όχι καταστροφικές, και επομένως το ζήτημα της ριζικής αλλαγής του θεσμικού πλαισίου που συγκροτεί το ισχύον καθεστώς, και επομένως των σχέσεων παραγωγής και των κοινωνικών σχέσεων, έπρεπε αναγκαστικά να τεθεί.
Κατά τη σημερινή περίοδο, ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται ο κόσμος της Αριστεράς, από τα ηγετικά στελέχη ως τα μέλη των οργανώσεων και τους ψηφοφόρους, εμπνέεται από τις παραλλαγές κοινωνικών συμβολαίων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που είχαν χαρακτηρίσει τη μεταπολεμική Ευρώπη. Η ιδέα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να βρει έναν δρόμο επιβίωσης αν η Αριστερά ή η Κεντροαριστερά μπορέσει να διαχειριστεί καταλλήλως τους θεσμούς του καπιταλιστικού καθεστώτος, είναι στην πραγματικότητα κυρίαρχη. Πρόκειται βέβαια για την επίμονη αναφορά στον τρόπο σκέψης μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων που βλέπουν το μέλλον τους, και την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους ως μια εκδοχή συνεργασιών και συμμαχιών με το κεφάλαιο. Επιλέγοντας να αγνοήσουν ότι η κυριαρχία του κεφαλαίου στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες έχει προφανώς έντονα αρνητικές συνέπειες, που οφείλονται στην εντεινόμενη επιθετικότητά του απέναντι σε μαζικές λαϊκές ή και μεσαίες κοινωνικές τάξεις.
Η επιθετικότητα αυτή οφείλεται πριν απ’ όλα στο γεγονός ότι η επιβράδυνση της καπιταλιστικής συσσώρευσης αντιμετωπίζεται με απώλεια εισοδήματος και διαθεσιμότητας κοινωνικών και δημόσιων υπηρεσιών για τη μάζα της εργατικής τάξης, μια στρατηγική που πλήττει και ενδιάμεσες κοινωνικές τάξεις, ενώ προστίθεται η ανεπαρκής αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, είτε με τη συνέχιση της εκμετάλλευσης ορυκτών καυσίμων, είτε με την ανεπαρκή προστασία των πληθυσμών σχετικά με τις περιβαλλοντικές καταστροφές. Ενώ η αποκατάσταση απωλειών που αφορούν την απασχόληση ή τις κοινωνικές δαπάνες μπορεί να είναι εφικτή στο μέλλον, η αποκατάσταση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, είναι μια αδύνατη επιδίωξη. Η αντιμετώπιση του συνόλου αυτής της καταστροφικής δυναμικής, είναι μια αναγκαία στρατηγική επιλογή για την Αριστερά, με βάση την οποία πρέπει να επεξεργαστεί τα σχέδια για το μέλλον των κοινωνιών μας, και τις αναγκαίες θεσμικές και οργανωτικές επιλογές.
Μια τέτοια στρατηγική επιλογή σημαίνει ότι επιλέγεται μια ανατρεπτική καθεστωτική προοπτική, η οποία περιλαμβάνει τόσο τον στόχο του δημοκρατικού σχεδιασμού σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο, όσο και τη δημιουργία θεσμών επεξεργασίας των σχεδίων αυτών, καθώς και τη διαμόρφωση των λαϊκών οργανωτικών συσπειρώσεων που χρειάζεται να υιοθετούν ή τροποποιούν τα προϊόντα αυτών των επεξεργασιών. Η μετάβαση από την κυριαρχία του αθροίσματος των ιδιωτικών επιδιώξεων κέρδους, με όποιο κόστος για τις κοινωνίες, αλλά και με την υποστήριξη αυτής της κυριαρχίας με την κρατική επιθετικότητα απέναντι σε υπολογίσιμα τμήματα της κοινωνίας, σε μια κοινωνία που οργανώνεται και διοικείται με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών της, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς συστηματική και ολοκληρωμένη επιστημονική και κοινωνική γνώση, και χωρίς την έγκριση εκ μέρους του οργανωμένου πληθυσμού.
Για την πολιτική και οργανωτική οικοδόμηση της Αριστεράς δεν αρκεί η αναλυτική παρουσίαση των εξελίξεων που παρατηρούνται στα καπιταλιστικά καθεστώτα. Μια τέτοια προσέγγιση περιορίζει την πολιτική δράση στην επιδίωξη της διακυβέρνησης των θεσμών του καπιταλιστικού καθεστώτος. Η δράση της Αριστεράς πρέπει να αλλάζει ριζικά τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αποφασιστική ενίσχυση της ταξικής συσπείρωσης των υποτελών τάξεων, και επίσης χωρίς την ανατρεπτική προγραμματική τους παρουσία. Η πρωτοβουλία της Νέας Αριστεράς να δημιουργήσει μια επιστημονική ομάδα για την επεξεργασία προτάσεων πολιτικής μετά τον Ντάνιελ στη Θεσσαλία, είναι μια καλή αφετηρία για την έναρξη μιας συζήτησης για τη νέα δράση της Αριστεράς. Τα ζητήματα πολιτικής για τα θέματα που προκύπτουν και αφορούν τις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία, τις υποδομές, τη διαχείριση των υδάτων, την προστασία των κατοικιών, όπως και τη δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, πρέπει να τεθούν με λεπτομερέστερο τρόπο και με έμφαση στο τοπικό επίπεδο, από κατάλληλες επιστημονικές ομάδες.
Η συσπείρωση και οργάνωση της κοινωνίας για τη συζήτηση και αξιολόγηση προτάσεων πολιτικής από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, και επομένως την προώθηση της πρακτικής του δημοκρατικού σχεδιασμού, μπορεί να ξεκινήσει από υπάρχουσες και δραστήριες δομές τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και από τον συντονισμό τοπικών πρωτοβουλιών που αναδείχθηκαν μετά τον Ντάνιελ. Η κινηματική διαθεσιμότητα δεν έχει εξαφανιστεί, παρά τη γενικευμένη υποχώρηση της Αριστεράς. Και όπως πάντα η συσπείρωση και δράση των κινητοποιημένων ομάδων είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση των διαθέσιμων στρατηγικών και άμεσα πολιτικών επιλογών. Η αξιοποίηση της διαθέσιμης επιστημονικής γνώσης και κοινωνικής εμπειρίας, παραμένει η αναγκαία οδός για την αντιμετώπιση του συνόλου των κοινωνικών αναγκών.