Το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε μετά το τέλος του εμφυλίου στην Ελλάδα είχε πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος που διαμορφώνουν σήμερα οι επιλογές της Νέας Δημοκρατίας. Δεν υπάρχουν προοπτικές οικοδόμησης κοινωνικού κράτους, οι αναπτυξιακές παρεμβάσεις περιορίζονται στην εξυπηρέτηση ειδικών επιχειρηματικών συμφερόντων, οι τάξεις των φτωχών, και πόσο μάλλον των προσφύγων, δεν έχουν να περιμένουν ισχυρές προνοιακές ή άλλες πολιτικές και η καταστολή είναι πλέον εμφανώς εργαλείο κοινωνικής πολιτικής. Η όποια ηγεμονία είναι και πάλι ένας συνδυασμός εθνικοφροσύνης και πελατειακών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κορυφαίος οικονομικός υπουργός κατέχει γνώσεις και δεξιότητες χωροφύλακα της δεκαετίας του ’50.
Η οικονομία αναπτύχθηκε μεταπολεμικά χάρη στην εξαγωγή εργατών και ναυτικών, και σε κάποιες μεμονωμένες δημόσιες επενδύσεις, που προκάλεσαν την αύξηση της ζήτησης σε μια προστατευμένη οικονομική δομή. Η Μεταπολίτευση οδήγησε σε ανανέωση του πολιτικού καθεστώτος, αλλά ο επιχειρηματικός κόσμος αντιστάθηκε στην κρατική παρέμβαση, στη βιομηχανική και ευρύτερα αναπτυξιακή πολιτική, με τη βοήθεια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη.
Η διαιώνιση του πελατειακού συστήματος ονομάστηκε «εκσυγχρονισμός» και ανανεώθηκε, βάζοντας την οικονομία στην πτωτική τροχιά που έφερε την κρίση του 2009 και την κατάρρευση της παραγωγής και της απασχόλησης. Η ένταξη στην ΕΟΚ και η παγκοσμιοποίηση απαιτούσαν μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική, με την αντίστοιχη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, δηλαδή μια ρήξη με το μεταπολεμικό μοντέλο, το οποίο όμως συνεχίζει να αποτελεί ακόμα και σήμερα τον μοναδικό ορίζοντα της Δεξιάς, και πόσο μάλλον της άκρας Δεξιάς, αλλά και των υπολειμμάτων του ΠΑΣΟΚ.
Για τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν εύκολο να επεξεργαστεί και να υλοποιήσει μια στρατηγική που θα επέτρεπε στο κράτος να αποκτήσει όχι μόνο τον έλεγχο κάποιων μακροοικονομικών μεγεθών, αλλά και τον έλεγχο των οικονομικών εξελίξεων. Οι θεσμοί, εγκλωβισμένοι στη δογματική πίστη για την ανικανότητα του κράτους, και πόσο μάλλον του ελληνικού, να παρέμβει στο παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας, αρνήθηκαν να επιτρέψουν κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, συμβάλλοντας στο να διατηρηθούν οι ίδιες μέθοδοι άσκησης πολιτικής και οι διοικητικές λειτουργίες που οδήγησαν στο ξέσπασμα της κρίσης. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες των «αναπτυξιακών» μέτρων των μνημονίων έδειξαν ότι οι θεσμοί δεν έκαναν τον κόπο να κατανοήσουν τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και έμειναν προσκολλημένοι στις αφηγήσεις ενός επιχειρηματικού κόσμου που αναζητάει μονίμως περισσότερα «κίνητρα».
Μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου και εν όψει αυτής της εξέλιξης, η αριστερή κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκαναν καμία προσπάθεια να θέσουν διαρθρωτικούς στόχους για την ανάπτυξη, την παραγωγή, τις κοινωνικές και δημόσιες υπηρεσίες, το περιβάλλον, διατηρώντας τις αποσπασματικές και ασυντόνιστες μεθόδους επιλογής έργων και χρηματοδοτήσεων του πελατειακού συστήματος, το οποίο απήλλαξαν μόνον από τις σχέσεις διαφθοράς μεταξύ κράτους και ιδιωτών.
Η αναμονή των αναπτυξιακών επιπτώσεων της αύξησης της ζήτησης και της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων λόγω της «βιωσιμότητας» (της εξυπηρέτησης) του δημόσιου χρέους δείχνει την έλλειψη κατανόησης τόσο των αιτιών μιας διαχρονικής φθοράς του δυναμικού της οικονομίας όσο και της ανάγκης τολμηρών επιλογών σε ό,τι αφορά τον ρόλο του δημόσιου και του κοινωνικού τομέα.
Το κράτος των ημετέρων της Νέας Δημοκρατίας και των υπηρετών επιχειρηματικών συμφερόντων δεν πρόκειται να ανορθώσει την παραγωγή, ούτε να αντιμετωπίσει τη διεύρυνση των ανισοτήτων, λόγω μεταξύ άλλων των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Αλλά η απάντηση της Αριστεράς δεν μπορεί να περιοριστεί και πάλι στην αναμονή των αναπτυξιακών επιδιώξεων μιας συρρικνωμένης και ασύδοτης τάξης καπιταλιστών, ούτε στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης. Η προτεραιότητα στον σχεδιασμό της ανάπτυξης, με στόχο την ενίσχυση παραγωγικά, εισοδηματικά και πολιτικά της συμμαχίας των λαϊκών τάξεων, με τη δημιουργία των κατάλληλων θεσμικών λειτουργιών σε όλες τις περιοχές της χώρας αποτελεί τον μονόδρομο για τον οποίο πρέπει να προετοιμαστεί και να παλέψει η Αριστερά, αν θέλει να συνεχίσει να υπάρχει και να αποκτήσει την ηγεμονία βασισμένη στην τόλμη και την αποτελεσματικότητα των επιλογών της.
Σε αυτές τις επιλογές πρέπει να περιληφθεί η αμφισβήτηση της απόλυτης κυριαρχίας της παγκοσμιοποίησης. Η ιδέα ότι ένα καζίνο στο Ελληνικό ή μια start-up στο κέντρο της Αθήνας μπορούν να προκαλέσουν διαρθρωτικές αναβαθμίσεις της παραγωγής στη Βόρεια Ελλάδα είναι ένας παραλογισμός του νεοφιλελεύθερου δόγματος.
Αναπτυξιακά σχέδια σε τοπικό επίπεδο, που αξιοποιούν τοπικές παραγωγικές δυνατότητες και αντιμετωπίζουν τοπικά περιβαλλοντικά ζητήματα, σε συνδυασμό ενδεχομένως με διεθνοποιημένους τομείς, και μπορούν να επιτύχουν ταχεία αύξηση της απασχόλησης, επιτυγχάνοντας συγχρόνως κατά τόπους την ενσωμάτωση μικρών πληθυσμών προσφύγων, πρέπει να αποτελέσουν βασική επιλογή της Αριστεράς. Για να αντιμετωπιστεί η βαθιά ελληνική κρίση, σε συνθήκες διεθνούς στασιμότητας και αβεβαιότητας, και να ανασυγκροτηθεί η αποδιοργανωμένη σε όλη τη χώρα υποδομή για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον.
Ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν είναι οικονομολόγος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών