Οι θεσμοί όπως το IPCC (Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή), σε διεθνές επίπεδο, και η NOAA (Εθνική Υπηρεσία για τους Ωκεανούς και την Ατμόσφαιρα), στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι προϊόντα ενός πνεύματος που επικράτησε στη διεθνή πολιτική μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που συνδύαζε το σκοπό της διεθνοποίησης των πολιτικών προστασίας των πληθυσμών από κοινούς κινδύνους με την κινητοποίηση και συνεργασία του επιστημονικού κόσμου για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού. Η αποδυνάμωση αυτών των θεσμών, που αποτελεί μια απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ, σημαίνει ότι τόσο η αξιολόγηση και πρόβλεψη των κινδύνων που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή, που προκαλεί η υπερθέρμανση του πλανήτη –πόσο μάλλον από τη στιγμή που η συγκράτηση και σταθεροποίηση της υπερθέρμανσης υπονομεύεται λόγω της συνεχιζόμενης αξιοποίησης ορυκτών καυσίμων– όσο και η επεξεργασία πολιτικών και μέτρων για την προστασία των πληθυσμών, πρόκειται να χάσουν την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους, όπως και την αποτελεσματικότητά τους.
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι μια θεωρία επιστημόνων που εκφράζουν μια άποψη ιδεολογική, αλλά μια επιστημονική ερμηνεία υπαρκτών φαινομένων που παρατηρούνται και παρακολουθούνται συστηματικά. Και μία από τις διαστάσεις αυτών των φαινομένων είναι οι παρατηρούμενες και προβλεπόμενες επιπτώσεις σχετικά με τις συνθήκες ζωής, τις οικονομικές δραστηριότητες και το φυσικό ή κατασκευασμένο περιβάλλον, που ως σύνολο μπορούν να επηρεάσουν στο μέλλον αρνητικά τη ζωή στον πλανήτη. Πρόκειται για μια αλλαγή που μπορεί σε κάποιο βαθμό να συγκριθεί με πρόσκαιρες κλιματικές αλλαγές προηγούμενων εποχών, που όμως προκαλείται από συσσώρευση των επιπτώσεων ανθρωπογενών δραστηριοτήτων που αν συνεχιστούν –αν συνεχιστεί δηλαδή η καύση ορυκτών καυσίμων και η παραγωγή άλλων αερίων του θερμοκηπίο – θα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα για την ανθρωπότητα.
Η τάση, επομένως, των ολιγαρχών, και κατ’ επέκταση της άρχουσας τάξης στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, να υποτιμούν και να υποβαθμίζουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, σημαίνει στην πραγματικότητα ότι αρνούνται να υιοθετήσουν πολιτικές και μέτρα προστασίας των κατοίκων του συνόλου των χωρών, ότι θεωρούν πως ο πλούτος αποτελεί το βασικό μέσο άμυνας, ενώ οι απώλειες πληθυσμού αποτελούν μια εξέλιξη που μπορεί να είναι ανεκτή, αν όχι επιθυμητή. Αυτός είναι ο λόγος που αναπτύσσεται η επιθετικότητα που διαπιστώνεται απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες που προέρχονται από χώρες όπου είναι αισθητές οι επιπτώσεις τοπικών πολέμων, αλλά και οι οικονομικές και περιβαλλοντικές καταρρεύσεις που οφείλονται στην αποτυχία –και μάλλον στο τέλος– της παγκοσμιοποίησης, αλλά και στην κλιμάκωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Η ενίσχυση των πολιτικών δυνάμεων της Ακροδεξιάς συνδέεται εμφανώς με ανάδειξη και οικοδόμηση οργανώσεων που δεν έχουν άλλο προσανατολισμό από το να παρασύρουν πολιτικά στελέχη και μερίδες του πληθυσμού προς την κατεύθυνση της πολιτικής και δια της βίας υποστήριξης των στρατηγικών του κεφαλαίου και των ολιγαρχιών, που επιδιώκουν, σε συνθήκες επιβράδυνσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, τη διατήρηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων, αλλά και τη βίαιη αντιμετώπιση των μετακινήσεων πληθυσμών που οφείλονται σε όλη τη γκάμα των καπιταλιστικών κρίσεων. Στην Ελλάδα, όπως και αλλού, οι πρακτικές των επαναπροωθήσεων και οι πολυάριθμοι θάνατοι που προκαλούν αποτελούν τρόπους διείσδυσης δολοφονικών προσεγγίσεων στον κρατικό μηχανισμό, που είναι σαφές ότι εγκαθιδρύονται μέσω της συνενοχής κυβερνώσας Δεξιάς και δήθεν περιθωριακής Ακροδεξιάς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι επιλογές των κυρίαρχων τάξεων απειλούν ανθρώπινους πληθυσμούς. Η ανθρωπότητα έζησε τον 20ό αιώνα δυο παγκόσμιους πολέμους. Σήμερα, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος στις απειλές και τα πλήγματα, εκτός ίσως αν υπάρξουν μεγάλες πληθυσμιακές απώλειες, που θα μειώσουν τις ανάγκες σε κεφάλαιο και καύσιμα. Η όποια, όμως, προβλεπόμενη εκδοχή του μέλλοντος είναι καταστροφική και έχει οδηγήσει στην ανάγκη μεγάλων θεσμικών αλλαγών με επίκεντρο την πολύπλευρη προστασία και όχι την εξόντωση των κατοίκων του πλανήτη. Οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν παρά να βασιστούν στην ενίσχυση και όχι στην αποδυνάμωση των θεσμών επιστημονικής παρακολούθησης των εξελίξεων σε όλες τις πλευρές της ζωής των ανθρώπων, αλλά και στην ενεργό συμμετοχή των πληθυσμών, αναφορικά με την κατανόηση των εξελίξεων αυτών και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις αναγκαίες πολιτικές και τα αναγκαία μέτρα, με στόχο την επεξεργασία και υλοποίηση ενός αυθεντικού δημοκρατικού σχεδιασμού.