Το να αντιμετωπίζεται και από την πλευρά της αντιπολίτευσης το κυβερνητικό σχέδιο, ως ένα βιώσιμο σύνολο παρεμβάσεων, παρά το τραγικό κοινωνικό του κόστος, είναι ένα παράδοξο που συμβάλει αποφασιστικά στην έλλειψη κατανόησης της σοβαρότητας της τρέχουσας συγκυρίας.
Το γεγονός ότι ο σημιτικός νεοφιλελευθερισμός αποτέλεσε την απαρχή της περιόδου που οδήγησε στην κρίση του 2009, είναι μια διαπίστωση που δυσαρεστεί όσους τον υπηρέτησαν, αλλά είναι μια αναγκαία αφετηρία για να εκτιμηθούν οι δυνατότητες ενός νέου νεοφιλελεύθερου κύκλου να σταθεροποιήσει τουλάχιστον την οικονομία. Μια τέτοια επιλογή δεν εφαρμόζεται παντού με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες δυνατότητες κάποιων θετικών αποτελεσμάτων. Ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα υιοθετήθηκε σε συνδυασμό με τη διατήρηση των μεθόδων του πελατειακού συστήματος, που οδήγησε ακόμα και πριν το 2009 στη συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού και στη μετατροπή των αναπτυξιακών παρεμβάσεων σε πολιτικές στήριξης επιχειρηματικών συμφερόντων, ανεξαρτήτως του ρόλου τους για την οικονομία συνολικά. Ο νεοφιλελευθερισμός της πασοκικής περιόδου ολοκλήρωσε τη συγκρότηση ενός θεσμικού πλαισίου που δεν μπορεί παρά να πηγαίνει από κρίση σε κρίση, συσσωρεύοντας όχι μόνο κοινωνικές ανισότητες, αλλά και ερείπια στην παραγωγή και τις υποδομές.
Η μανία της μητσοτακικής κυβέρνησης να δημιουργήσει όπου μπορεί νησίδες κερδοφορίας, και να προφυλάξει με κάθε μέσο ολιγαρχικά δικαιώματα, στις τράπεζες, την ιδιωτική υγεία, τα αεροδρόμια, είναι η επικαιροποίηση του ισχύοντος μοντέλου, όπου η φιλοδοξία της «επιτελικότητας» δεν είναι παρά η προσπάθεια δημιουργίας της ψευδαίσθησης ότι είναι υπό έλεγχο το σύνολο των διάσπαρτων και ασύνδετων χρηματοδοτήσεων. Το μοντέλο αυτό αγνοεί πλήρως, όπως είναι επόμενο, ό,τι έχει σχέση με το πακέτο που ονομάζεται «άμβλυνση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». Η μετάβαση στην μετά το λιγνίτη εποχή, έχει αφεθεί στις επιπτώσεις μέσω αγοράς της κατάργησης παραγωγικών μονάδων και της δημιουργίας νέων. Τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής σε ό,τι αφορά τις συνθήκες ζωής και κατοικίας, τις καλλιέργειες αλλά και τις δασικές πυρκαγιές, δεν αντιμετωπίζονται, όπως είναι αναγκαίο, με νέες παρεμβάσεις σε ό,τι αφορά τις υποδομές και τη χωροταξία.
Το ζήτημα των προσφύγων, που αντιμετωπίζεται με καθαρά φιλοναζιστική προσέγγιση –θα επιβιώσουν όσοι αντέξουν τις κακουχίες που τους επιβάλουμε– είναι μια εξέλιξη που συνδέεται με την περιβαλλοντική κρίση, και πρέπει επομένως να οδηγήσει σε στρατηγικές επιλογές, υποστήριξης αυτών των πληθυσμών. Οι πολιτικές για την παραγωγική ικανότητα και την απασχόληση, σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός μειώνεται με ταχύτατο ρυθμό, μπορεί να συμπεριλάβουν αποτελεσματικές πολιτικές ένταξης των προσφύγων και αξιοποίησης επομένως των γνώσεων και των ικανοτήτων τους. Το να μας κυβερνούν κάποιοι που θέλουν να πιστεύουν ότι από την αρχαιότητα ως τώρα έχουμε το ίδιο ελληνικό αίμα, και δεν έχουμε ποτέ αναμειχθεί με ανθρώπους άλλων ηπείρων και πολιτισμών, είναι μια κατάντια που καθηλώνει όλες τις πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Εφόσον έχει διαπιστωθεί ότι η υγειονομική κρίση είναι μια απειλή που δεν πρόκειται να εκλείψει, η ετοιμότητα του συστήματος υγείας και της παραγωγής φαρμάκων, που μόνο ως δημόσιες δραστηριότητες μπορούν να αναπτυχθούν, είναι κατευθύνσεις πολιτικών που υπερασπίζεται και σχεδιάζει η ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά, αρνούμενη την καταστροφική προοπτική της γενικευμένης ιδιωτικοποίησης. Αλλά ο εγκλωβισμός στην αναμονή του θετικού αποτελέσματος του αθροίσματος μεμονωμένων ιδιωτικών συμφερόντων πρέπει επίσης να ξεπεραστεί, και να ξεπεραστεί επομένως το τελευταίο στάδιο της παρακμής του μεταπολιτευτικού αστισμού. Καμιά κοινωνία δεν έχει αντιμετωπίσει με σιγουριά και αποτελεσματικότητα το μέλλον της χωρίς θεσμούς και πρακτικές σχεδιασμού των στόχων και των μεθόδων της. Η έλλειψη κατανόησης αυτής της ανάγκης κατά τη σημερινή εποχή θα κοστίσει ακριβά, καθώς οδηγεί στην πραγματικότητα στο να υποτιμούνται προβλήματα που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά με την απόκτηση από την κοινωνία της δυνατότητας να τα αναδεικνύει και να τα λύνει μέσα από συλλογικές και δημοκρατικές μορφές οργάνωσης.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν
Πηγή: Η Εποχή