Πολλές αποσταθεροποιητικές διαδικασίες χαρακτηρίζουν την εξέλιξη των καπιταλιστικών καθεστώτων, στο σύνολο των ανθρώπινων κοινωνιών. Η στροφή των μοντέλων διακυβέρνησης των κοινωνιών αυτών, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, προς παραλλαγές νεοφιλελεύθερων στρατηγικών, και επομένως προς εκδοχές διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, της φτώχειας και της ανασφάλειας, η διαπίστωση από τη δεκαετία του ‘70 ότι η συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης καταναλώνει στον πλανήτη περισσότερους πόρους από αυτούς που μπορούν να αναπαραχθούν, η ανάδειξη και από θεσμούς των Ηνωμένων Εθνών, από τη δεκαετία του ‘80, των σωρευτικών επιπτώσεων της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου, και τέλος η πρόσφατη πανδημία που προέρχεται από την αύξηση των ζωονόσων, αποτελούν εξελίξεις που απειλούν μεγάλα τμήματα του ανθρώπινου πληθυσμού και δεν είναι υπερβολή να αναφερθεί ότι απειλούν την επιβίωση της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Η εξάντληση της αναπαραγωγικής δυναμικής του καπιταλισμού συμπίπτει με την εκδήλωση των δραματικών επιπτώσεων της Ανθρωπόκαινου.
Με δύο λόγια, οι κυρίαρχες στρατηγικές των οικονομικών και πολιτικών ελίτ πλήττουν τις συνθήκες ζωής των λαϊκών τάξεων και συρρικνώνουν τα τμήματα του πληθυσμού που ζουν καλά, νιώθουν ασφαλή και αυξάνουν την περιουσία και τα εισοδήματά τους. Ενώ οι δυναμικές της κλιματικής αλλαγής και των υγειονομικών κρίσεων και απειλών προστίθενται για να οξύνουν την ανασφάλεια και να επιφέρουν οδυνηρά πλήγματα σε υπολογίσιμα τμήματα του πληθυσμού. Η διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων απαιτεί πλέον την επιδείνωση των συνθηκών ζωής της πλειοψηφίας, την ενίσχυση του κεφαλαίου με δημόσιο χρήμα ή με μεταφορά εισοδήματος από τα κατώτερα εισοδήματα. Ενώ οι πολιτικές που αφορούν τόσο την κλιματική αλλαγή, όσο και τις υγειονομικές κρίσεις και απειλές, δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές, καθώς χαρακτηρίζονται από τη μεταφορά πόρων προς ιδιωτικά συμφέροντα, την ανεπαρκή δημόσια παρέμβαση και την απουσία κάθε είδους σχεδιασμού αποδεκτού από την κοινωνία. Το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ακραίο, στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, αλλά δείχνει με καθαρό τρόπο την ευρύτερη τάση, ακόμα και σε ό,τι αφορά την αναπόφευκτη στασιμότητα του συνολικού προϊόντος της οικονομίας, εν μέσω αναπτυξιακών υποσχέσεων.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να «πρασινίσει»
Η πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά, πέρα από τις μεμονωμένες πολιτικές στον ένα ή τον άλλο τομέα, αφορά την ανάγκη απόσχισης από ένα καθεστώς σε δραματική παρακμή και τη μετάβαση σε ένα άλλο, ικανό να αντιμετωπίσει τις παραγωγικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις. Η επιδίωξη της υιοθέτησης ενός σοσιαλδημοκρατικού υποδείγματος για το διάδοχο καθεστώς, αποτελεί μια επιλογή που φαίνεται να γοητεύει τις πολιτικές ηγεσίες της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη. Υπό αμφισβήτηση δεν πρέπει να είναι πολιτικές ή μέτρα που προέρχονται από το σοσιαλδημοκρατικό οπλοστάσιο και ενισχύουν τη θέση του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων, αλλά η αδικαιολόγητη πεποίθηση ότι από την πλευρά του κεφαλαίου μπορεί να υπάρξει συναίνεση και συνεργασία για την αναζωογόνηση, και μάλιστα το «πρασίνισμα», ενός καπιταλιστικού καθεστώτος. Το σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο υλοποιούσε μια στρατηγική συσσώρευσης του ίδιου του κεφαλαίου, ένα σχέδιο που εγκαταλείφθηκε βίαια όταν εξάντλησε τη δυναμική του και αμφισβητήθηκε από τους εργατικούς αγώνες.
Δεν μπορεί να απαντήσει η Αριστερά στη δραματική πρόκληση της εποχής μας, είτε με τη σοσιαλδημοκρατική στρατηγική, είτε με κάποια «σοβιετική» παραλλαγή, καθώς η οργανωτική και πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης έχει κερματιστεί από τις μακροχρόνιες νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις. Η «ταξική συνείδηση» που αποτέλεσε για μια ιστορική περίοδο τη βάση της οργανωτικής, πολιτικής και πολιτιστικής συσπείρωσης του κόσμου της εργασίας, πρέπει να αναβαθμιστεί σε αξιοποίηση της «γενικής διάνοιας», που μπορεί να προσφέρει όχι απλώς τη συνείδηση της κοινωνικής θέσης, αλλά μπορεί να αποτελεί και την ικανότητα συσπείρωσης γύρω από ένα πολιτικό σχέδιο συγκρότησης ενός νέου καθεστώτος, με δημοκρατικούς θεσμούς, όπου θα εκπροσωπείται πραγματικά το σύνολο των λαϊκών τάξεων. Η «γενική διάνοια» πέρα από τη συσσωρευμένη γνώση και γνωσιακή ικανότητα του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, είναι το προϊόν της συνάντησης της συνείδησης της κοινωνικής θέσης με την κεκτημένη γνώση γενικών ζητημάτων που συνδέονται με την επιβίωση των κοινωνιών. Πρακτικά μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων, με τις κοινωνικές ομάδες που ασχολούνται επαγγελματικά ή σε εθελοντικές δομές με την παραγωγή και διάδοση γνώσεων σχετικά με τις στρατηγικές και άμεσες επιλογές που αφορούν την οικονομία, τους κοινωνικούς θεσμούς και τις περιβαλλοντικές πολιτικές.
Απαραίτητη η ενεργός συμμετοχή
Ενώ οι περιβαλλοντικές απειλές είναι στην πραγματικότητα εκτός ελέγχου, όπως και η ενεργειακή μετάβαση, ενώ η παραγωγή, οι κοινωνικές υπηρεσίες και η απασχόληση πλήττονται από την ακραία νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση, οι αποτελεσματικές διορθωτικές παρεμβάσεις σε αυτούς τους τομείς δεν μπορεί παρά να έχουν δημόσιο χαρακτήρα και να αποφασίζονται και να διοικούνται από θεσμούς διοίκησης κοινών, δηλαδή αναγκαίων για όλους φυσικών πόρων, υπηρεσιών ή αγαθών. Θέματα όπως η περιφερειακή αντιμετώπιση περιβαλλοντικών ζητημάτων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, ή άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα, η αποκατάσταση σε περιφερειακό επίπεδο αναγκαίων παραγωγικών δραστηριοτήτων και δυνατοτήτων απασχόλησης, η εξασφάλιση των αναγκαίων κοινωνικών υπηρεσιών, απαιτούν εξειδικευμένες αποφάσεις που δεν μπορούν παρά να υιοθετηθούν με την ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών ως κοινές αποφάσεις, και να υλοποιούνται υπό τον έλεγχο των κατάλληλων πολιτικών οργάνων. Μια τέτοια προσέγγιση δεν αποτελεί μια «κινηματική» θεώρηση των πάντων, καθώς ο ρόλος ενός κόμματος της Αριστεράς, όπως και της διοίκησης των δημόσιων και κοινωνικών θεσμών στην περίπτωση μιας εκλογικής της νίκης, αποτελούν εργαλεία της επεξεργασίας και υλοποίησης σχεδίων που επιδιώκουν να εκφράσουν το σύνολο της κοινωνίας, και δεν προκύπτουν απλώς από κινηματικές παρεμβάσεις, και ακόμα λιγότερο από μαζικές διαδηλώσεις.
Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015–2019 δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει το σύνολο των αναγκών των κοινωνικών τάξεων και ομάδων, τις οποίες είχε υποσχεθεί να εκφράσει. Ο πρώτος λόγος είναι ότι η αναγκαστική διαπραγμάτευση με την τρόικα, ήταν ένας μηχανισμός ταυτόχρονης άντλησης εθνικών πόρων από τους δανειστές και επιβολής νεοφιλελεύθερων πληγμάτων. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η προγραμματική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να ξεφύγει από αναποτελεσματικές πλέον αντιλήψεις για κεϋνσιανή αναθέρμανση και φορντιστική ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού καθεστώτος. Σήμερα, πλέον, προέχει η συγκρότηση συλλογικών μορφών συσπείρωσης των λαϊκών τάξεων και του κόσμου της εργασίας, με την από κοινού επεξεργασία και υλοποίηση έστω και μερικής εμβέλειας σχεδίων, που σε τοπικό ή τομεακό επίπεδο διαμορφώνουν νέες καθεστωτικές πρακτικές.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν
Πηγή: Η Εποχή