Macro

Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν: Η Αριστερά και η πάλη των τάξεων

Η ανάδειξη της πάλης των τάξεων σε βασικό παράγοντα διαμόρφωσης της εξέλιξης των κοινωνιών μας σημαίνει οτι αποτελεί το πεδίο τόσο της ανάλυσης της δυναμικής των συντελούμενων αλλαγών, όσο και της επεξεργασίας των σχεδίων αντίστασης και ανατροπών εκ μέρους των υποτελών τάξεων. Πρόκειται για σχέδια που, ιδιαίτερα κατά τη συγκαιρινή ιστορική περίοδο, δεν αφορούν μόνο την επιδείνωση της φτώχειας και των ανισοτήτων, αλλά και τις απειλές σε σχέση με την επιβίωση ολόκληρων τμημάτων του ανθρώπινου πληθυσμού. Προκύπτει αυτό γιατί η επιθετικότητα των αρχουσών τάξεων δεν αφορά μόνο μετατοπίσεις εισοδημάτων και αμφισβητήσεις δικαιωμάτων, αλλά και παραβλέψεις ορθολογικών οργανωτικών και διοικητικών μεθόδων ή αχρήστευση επιστημονικών αναλύσεων και συμπερασμάτων.

Οι παράγοντες που ενισχύουν την επιθετικότητα του κεφαλαίου και των συμμαχιών των αρχουσών τάξεων είναι κατά κύριο λόγο η μακροχρόνια επιβράδυνση της δυναμικής συσσώρευσης κεφαλαίου και εξασφάλισης κερδών, που εντείνουν τις μειώσεις των λαϊκών εισοδημάτων και των κοινωνικών δαπανών. Ταυτοχρόνα όμως οδηγούν στην ενίσχυση της παραγωγής στρατιωτικών εξοπλισμών, ενώ στον ανταγωνισμό των αγορών προστίθεται ο ανταγωνισμός μέσω των πελατειακών σχέσεων, που υπονομεύει τα όποια κοινωνικά και ορθολογικά χαρακτηριστικά είχε απόκτήσει η οργάνωση της υλικής παραγωγής και η διαχείριση των κοινωνικών και δημόσιων υπηρεσιών.

Οι νεοφιλελεύθερες στρατηγικές και πολιτικές φτωχοποίησης του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων, σε συνδυασμό με την επέκταση των πελατειακών σχέσεων μεταξύ επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και κρατικών πολιτικών, υπονομεύουν ειδικότερα τις αναγκαίες προσαρμογές στην εποχη της κλιματικής αλλαγής. Λόγου χάρη η συντήρηση, η εξόρυξη και η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων παραβλέπει την ανάγκη συστηματικού σχεδιασμού, με βάση επιστημονικές προβλέψεις, της αντιμετώπισης των επιπτώσεων ακραίων καιρικών φαινομένων, σε οτι αφορά τις παραγωγικές δραστηριότητες, τις υποδομές, τις συνθήκες ζωής και κατοικίας, και το φυσικό περιβάλλον.

Οργανωτικές απαντήσεις συγκροτούνται μόνο με γνωσιακή εμβρίθεια

Οι επιδιώξεις πολιτικής εκπροσώπησης και οργάνωσης του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων για τον εναλλακτικό σχεδιασμό των στόχων της παραγωγής και της προσφοράς υπηρεσιών και τη διαμόρφωση ενός καθεστώτος βασισμένου στη δημοκρατική κατοχύρωση της αλληλεγγύης, της ισότητας και της δικαιοσύνης, απαιτούν απαντήσεις τόσο σε οργανωτικό, όσο και σε γνωσιακό επίπεδο. Οι οργανωτικές συσπειρώσεις κατά της κυριαρχίας και των αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών του κεφαλαίου είχαν ιστορικά βασιστεί στην οργάνωση των εργατικών συγκεντρώσεων στην βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η ανάπτυξη της διανοητικής εργασίας και η ενίσχυση των δραστηριοτήτων διοίκησης και οργάνωσης στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις έχουν ευνοήσει την εξατομίκευση και την αποδιοργάνωση της μισθωτής εργασίας, αλλά και την επέκταση των ελεύθερων επαγγελμάτων και των μικρών επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα είναι οτι οι ενιαίες συσπειρώσεις του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων να είναι, σε μεγάλο βαθμό, συνάρτηση όχι πλέον της απλής ταξικής ένταξης και αναφοράς, αλλά της δυνατότητας και αναγκαιότητας να διαμορφωθούν συμμαχίες στη βάση στρατηγικών και πολιτικών που απαντούν, με ενιαίες επιλογές, σε ανάγκες διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών.

Σε οτι αφορά τις γνωσιακές διαδικασίες επεξεργασίας ενιαίων στρατηγικών και πολιτικών των κινημάτων αντιμετώπισης της κυριαρχίας και των επιλογών του κεφαλαίου, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι έχουν αλλάξει ριζικά σε σχέση με την πρώτη περίοδο ανάπτυξης των αντικαπιταλιστικών κινημάτων, αλλά και σε σχέση με το σύνολο σχεδόν των κινημάτων αυτών κατά τον 20ο αιώνα. Η ιστορική περίοδος μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίζεται από την ενίσχυση αλλά και την εξειδίκευση της παραγωγής επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης, σε πανεπιστημιακά, τεχνολογικά και ερευνητικά ιδρύματα, τη μεταφορά αυτής της γνώσης στη σύλληψη και την παραγωγή προϊόντων, και τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των σπουδαστών και των φοιτητών, με συνολικό αποτέλεσμα την ενίσχυση της Γενικής Διάνοιας στον πληθυσμό.

Ωστόσο, η διαθεσιμότητα γνώσεων σε σχέση με ερωτήματα που θέτουν στις ανθρώπινες κοινωνίες, οι πολλαπλές κρίσεις των καπιταλιστικών καθεστώτων και η επιθετικότητα των κυρίαρχων τάξεων, συνυπάρχουν με τη στενότερη σχέση του επιστημονικού προσωπικού με τους θεσμούς αυτών των καθεστώτων, σε οτι αφορά τις επιλογές των ερευνητικών στόχων και των επιστημονικών επεξεργασιών. Ταυτόχρονα, για να αξιοποιηθεί η Γενική Διάνοια προς όφελος του πληθυσμού των λαϊκών τάξεων πρέπει αφενός να ενισχυσθεί, αφετέρου να ενταχθεί σε συλλογικές θεσμικές διαδικασίες, που ενισχύουν τον πρωτεύοντα ρόλο της δημοκρατίας.

Η στράτευση και η βούληση με ανατρεπτική πρόθεση δεν αφορούν μόνο τον προσανατολισμό υπαρκτών οργανωτικών δομών ή κινημάτων σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, ακόμα κι αν αυτά έχουν προκύψει σε ιστορικές στιγμές που η δημιουργία και ενίσχυση θεσμών αλληλεγγύης γνώρισε ευτυχείς στιγμές – (λ.χ. δομές που επιδιώκουν την προστασία των προσφύγων ή την παρατήρηση και αξιολόγηση της δυναμικής της κλιματικής αλλαγής). Η αντιμετώπιση της εποχής των πολλαπλών αρνητικών εξελίξεων σε οτι αφορά την οικονομία, την κοινωνική οργάνωση αλλά και την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών, όπως και το φυσικό ή διαμορφωμένο περιβάλλον, απαιτεί τη διαμόρφωση ενός νέου καθεστωτικού πλαισίου που μπορεί να εκφράσει μια προοπτική αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και ισότητας, εξασφαλίζοντας την ασφαλή και ειρηνική επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών, με την εγκαθίδρυση θεσμών δημοκρατικού σχεδιασμού και εξασφάλισης των αναγκαίων γνώσεων και επεξεργασιών.

Η “ελληνική” αριστερή συνθήκη

Ο πολιτικός χώρος της Αριστεράς, με την ευρύτερη έννοια, που έχει ως λόγο ύπαρξης την υπεράσπιση και την φροντίδα των “υποτελών” τάξεων και των λαϊκών τάξεων γενικώς, δεν μπορούμε να πούμε οτι έχει αγνοήσει την ύπαρξη και πόσο μάλλον την όξυνση της πάλης των τάξεων. Η Αριστερά στην μεταπολεμική Ελλάδα, είτε προερχόμενη από την κομμουνιστική Αριστερά, είτε ως το ανανεωτικό εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ, θεώρησε ως αναπόφευκτη και οριστική στρατηγική επιλογή μια παραλλαγή της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής που κυριάρχησε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο, η οποία εμφανίστηκε με παραλλαγές φορντιστικού καπιταλισμού, σοσιαλδημοκρατίας, και τελικά με επιδιώξεις ευρωκομμουνισμού, που τελικά δεν ήταν τίποτ’άλλο από την επιδίωξη της συμμετοχής του στελεχιακού δυναμικού της Αριστεράς στη διοίκηση και οργάνωση του καπιταλιστικού καθεστώτος, και όχι απλά η υλοποίηση ενός κοινωνικού συμβολαίου.

Στην Ελλάδα η στρατηγική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων ήταν μια προσπάθεια στροφής προς ένα φορντιστικού τύπου καπιταλισμό (προφανώς με την οικοδόμηση των θεσμικών χαρακτηριστικών ενός κοινωνικού συμβολαίου). Η αφόρητη πίεση που άσκησε το ευρωπαϊκό, αλλά και το ελληνικό κεφάλαιο, προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης μιας νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, οδήγησε στη μεταστροφή μιας αριστερής & συνδικαλιστικής τάσης του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, προς την υποστήριξη της πολιτικής ηγεσίας που υλοποίησε τη νεοφιλελεύθερη στροφή, η οποία μεσοπρόθεσμα κατέληξε στην κατάρρευση του 2009.

Η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την ύπαρξη αρχικά συνειστωσών με “ριζοσπαστικό” λόγο, δεν πήγε πολύ πιό πέρα από έναν αναπτυξιακό προσανατολισμό με κεϋνσιανά μέτρα, χωρίς ένα σχέδιο ισχυρών μεταρρυθμίσεων στον τομέα κυρίως της παραγωγικής στρατηγικής, και με ένα υπολογίσιμο όμως αριθμό κοινωνικών μέτρων, που δεν μπορούσαν μετά το τέλος των μνημονίων να μετατραπούν σε αμφισβήτηση της απόλυτης κυριαρχίας και της επιθετικότητας του κεφαλαίου. Η κατάληξη του πολιτικού χώρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα σύνολο πολιτικών στελεχών με βαθμούς κυβερνητικής εμπειρίας, με μόνη προοπτική την επάνοδο σε κυβερνητικές θέσεις, μέσω μιας εκλογικής νίκης του “προοδευτικού χώρου”, χωρίς μια στρατηγική και ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της πολυκρίσης και ειδικότερα της επιθετικής στρατηγικής της κυρίαρχης τάξης. Αυτή, σε συνδυασμό με τον νεοφιλελευθερισμό και το πελατειακό κράτος, επιδεινώνει τα προβλήματα που έχουν σχέση με την υποχώρηση του παραγωγικού δυναμικού και της απασχόλησης, καθώς και με την ανορθολογική λήψη πολιτικών αποφάσεων και διοίκησης των δημόσιων πολιτικών, που αφορούν την άσκηση τρεχουσών πολιτικών ή αυτών που επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Τι να κάνουμε

Για να υπάρξει μια Αριστερά που μπορεί

να υπερασπιστεί την επιβίωση των ανθρώπινων πληθυσμών, εξασφαλίζοντας την απασχόληση που προσφέρει ένα αξιοπρεπές βιωτικό επίπεδο,
την ύπαρξη κοινωνικών και δημόσιων υπηρεσιών και τις παρεμβάσεις που επιτυγχάνουν τη συγκράτηση της κλιματικής αλλαγής με την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων
και την αντιμετώπιση στο παρόν και στο μέλλον των πληγμάτων που δέχονται οι κοινωνίες σε οτι αφορά τις παραγωγικές δραστηριότητες, τις υποδομές, τις συνθήκες ζωής και το περιβάλλον,
είναι απολύτως αναγκαίο να πραγματοποιηθούν καθεστωτικές αλλαγές που θεμελιώνουν τον δημοκρατικό σχεδιασμό, με την ενεργό υποστήριξη επιστημονικών ομάδων, και τη δημοκρατική οργάνωση των ίδιων των πληθυσμών.

Δεν υπάρχει άλλη δυνατή προσέγγιση για την αντιμετώπιση της ενεργητικότητας με την οποία τα καπιταλιστικά καθεστώτα αποδέχονται την αύξηση της ανεργίας παγκοσμίως και την επέκταση της φτώχειας, καθώς και τη συρρίκνωση κοινωνικών και δημόσιων υπηρεσιών. Οπως αποδέχονται, παρά την ύπαρξη μιας διεθνούς επιστημονικής παραγωγής που επιβεβαιώνεται καθημερινά σχετικά με τους κινδύνους που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή, τη διατήρηση της εξόρυξης και κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων.

Η Νέα Αριστερά είναι η μόνη οργάνωση της Αριστεράς που συγκρότησε μια επιστημονική “Ομάδα εργασίας για τη Θεσσαλία”, η οποία παρουσίασε μια έκθεση για τις αναγκαίες πολιτικές αντιμετώπισης των επιπτώσεων των καιρικών φαινομένων του 2023. Η έκθεση αυτή θα παρουσιαστεί σε ειδική εκδήλωση στις 3 Ιουνίου 2025 στην Καρδίτσα, με ομιλητές τους Θανάση Ζαχαρόπουλο, συντάκτη του τελικού κειμένου, και τον Νικήτα Μυλόπουλο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ειδικό σε θέματα διαχείρισης υδάτων.

Το προηγούμενο Σάββατο, 31 Μαίου, πραγματοποιήθηκε στα Τρίκαλα εκδήλωση της τοπικής συσπείρωσης “Ζωντανός Ασπροπόταμος”, όπου συζητήθηκαν ζητήματα της διαχείρισης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και διαχείρισης υδάτων. Μια εκδήλωση που αποτέλεσε παράδειγμα της δυνατότητας συσπείρωσης των τοπικών κοινωνιών για τη συζήτηση και χάραξη πολιτικών που μπορούν να δώσουν απαντήσεις στα προβλήματα που θέτει στις τοπικές κοινωνίες, η εποχή της κλιματικής αλλαγής, στο πλαίσιο των αντιλαϊκών πολιτικών που υλοποιεί η άρχουσα τάξη στην περιοχή της Θεσσαλίας, αλλά και σε ολόκλήρη τη χώρα.

Η ΕΠΟΧΗ