Πριν από δύο εβδομάδες, μια φίλη μου έστειλε με χαλαρή διάθεση μια υπενθύμιση ότι σε λίγες ημέρες θα είχε γενέθλια. Το κάνει κάθε χρόνο. Το πρόβλημα είναι ότι απεβίωσε πριν από μερικά χρόνια και απλά δεν αντέχω να την μπλοκάρω (μαζί και τα ψηφιακά της μηνύματα) από τον λογαριασμό μου. Κι ούτε θα το ήθελα: τα σατιρικά μηνύματά της με κάνουν να χαμογελώ. Όπως εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων, η συνεχιζόμενη ψηφιακή της ζωή χρησιμεύει ως υπενθύμιση της μοναδικής της ταυτότητας. Τα μηνύματά της από τον τάφο είναι ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα μιας σύγχρονης επανάστασης στη διαδικασία του θανάτου και τον ίδιο τον θάνατο.
Αυτή η επανάσταση προηγείται μάλιστα του θανάτου ενός ατόμου. Στις τελευταίες εβδομάδες, μέρες και ώρες τους, άτομα με θανατηφόρα νοσήματα έχουν αρχίσει ενθουσιωδώς να στέλνουν τουίτς και να γράφουν μπλογκς σχετικά με αυτή την κορυφαίας σπουδαιότητας εμπειρία τους. Η διαδικασία του θανάτου, σε αντίθεση με το «ίδιο το γεγονός», έχει επανέλθει σε δημόσια θέα. Ιστοσελίδες κοινωνικών μέσων έχουν μετατραπεί στους νέους αναμνηστικούς τόμους.
Αυτές οι δραματικές αλλαγές δύνανται να επηρεάσουν όλους μας. Κάθε χρόνο, 118.000 άνθρωποι στην Ελλάδα αφήνουν την τελευταία τους πνοή. Κάποιοι πεθαίνουν ήρεμα στον ύπνο τους. Άλλοι βράζουν από αγανάκτηση μέχρι την τελευταία τους ανάσα. Φίλοι και οικογένεια που γίνονται μάρτυρες του τέλους ενός αγαπημένου τους προσώπου νοιώθουν αβοήθητοι και απελπίζονται. Κόσμοι αναποδογυρίζονται. Ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνουμε και το πώς οι επιζώντες πενθούν, αποτελούν δείκτη του ατομικού μας χαρακτήρα και της συλλογικής μας κουλτούρας.
Η πιο πρόσφατη επανάσταση -η ψηφιακή μετά θάνατον ζωή- διαδέχεται τρεις προηγούμενες ανατροπές στο ζήτημα του θανάτου και της διαδικασίας του θνήσκειν κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα.
Ο κοσμικός τρόπος θανάτου
Η πρώτη ανατροπή είναι η εκκοσμίκευση, που δύναται ευκολότερα από όλες να μεγαλοποιηθεί. Άλλωστε, προσευχές συνεχίζουν να ψιθυρίζονται πάνω από ανθρώπους που πεθαίνουν και πάνω από νεκρά σώματα. Οι περισσότερες κηδείες πραγματοποιούνται ακόμα σε χώρους θρησκευτικής λατρείας.
Παρ’ όλα αυτά, σημειώθηκε πτώση στην αποτελεσματικότητα των εκκλήσεων προς τους ανθρώπους που πεθαίνουν ότι πρέπει να φοβούνται την πανταχού παρουσία και παντοδυναμία του Θεού και ιδιαίτερα στη δύναμη των προειδοποιήσεων για την κυριολεκτική ύπαρξη κόλασης με φωτιές. Ο φόβος της κρίσης του Θεού έχει αντικατασταθεί από τη μεταφορά του ταξιδιού σε μια άγνωστη άβυσσο, μια ανατριχιαστική «ανυπαρξία». Ο θάνατος έχει γίνει ένα υπαρξιακό κενό μη ύπαρξης, η τελική άρνηση του σύγχρονου εαυτού.
Ο ιατρικός τρόπος θανάτου
Σε αυτό το κενό εισέρχεται ο γιατρός με τη λευκή μπλούζα. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλη εξέλιξη στον 20ο αιώνα αναφορικά με την κουλτούρα του θνήσκειν. Η πλειοψηφία των ανθρώπων πεθαίνουν στο νοσοκομείο. Η φαρμακολογία, η επαγγελματικοποίηση της ιατρικής και η άνοδος των ειδικών για το τέλος του κύκλου της ζωής είναι εν μέρει υπεύθυνοι για την αλλαγή αυτή. Επιπρόσθετα, οι μικρότερες οικογένειες, ο γηράσκων πληθυσμός, η μεγαλύτερη τάση των γυναικών να εργάζονται εκτός σπιτιού και η αυξημένη κινητικότητα των οικογενειακών μελών έχουν μειώσει τους απαιτούμενους πόρους για την αποτελεσματική διαχείριση του θανάτου στο σπίτι. Συγγενείς και φίλοι, επίσης, προτιμούν να αναλαμβάνουν οι ειδικοί την ευθύνη για τους αγαπημένους τους που πεθαίνουν.
Η μετακίνηση της πράξης του θανάτου από τις ιδιωτικές κατοικίες στα νοσοκομεία συνέβαλε παραδόξως στο να καταστεί αυτός ένα ολοένα και περισσότερο ιδιωτικό γεγονός. Με το να μην έχουν πρόσβαση στην οικειότητα ενός θανάτου στο σπίτι, μικρότερος αριθμός ανθρώπων γινόντουσαν μάρτυρες αυτοπροσώπως του θανάτου άλλων: η αβεβαιότητά τους για το πώς θα έπρεπε να συμπεριφέρονται απέναντι στον θάνατο ή για το ποιοι «κανόνες συναισθημάτων» θα έπρεπε να ισχύουν, αυξανόταν συνεχώς. Το σενάριο του θανάτου απέκτησε μυστήριο και, κατά συνέπεια, έγινε πιο τρομακτικό. Το ιατρικό βλέμμα απεικονίζει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα ως ενοικούσα κυρίως το σάρκινο σώμα: ο θάνατος γίνεται ένα καθοριστικό γεγονός της σάρκας, σε αντίθεση με μια διαδικασία που περιλαμβάνει την αλληλεπίδραση μεταξύ σώματος και ψυχής. Η συνείδηση δεν είναι παρά μια διαδικασία που σχετίζεται με την ανθρώπινη φυσιολογία.
Αυτή η μετατόπιση του νοήματος του πόνου υπήρξε μέρος μιας προσαρμογής τεκτονικών διαστάσεων στην κατανόηση από τον θνήσκοντα άνθρωπο της έννοιας της δικής του οδύνης. Οι χριστιανικές ερμηνείες του πόνου στη θανατηφόρα ασθένεια τελικού σταδίου μπορούσαν να γίνουν αμείλικτα αισιόδοξες: ο άνθρωπος που υπέμεινε τις οδυνηρές φλόγες του πόνου σε αυτόν τον κόσμο θα τις γλίτωνε στον επόμενο. Η σωματική αγωνία γινόταν αντιληπτή ως ένας μηχανισμός για την προσέλκυση ανθρώπων στην αγκαλιά του Θεού, εξασφαλίζοντας έτσι τη σωτηρία. Ένας αιφνίδιος θάνατος γεννούσε φόβο, επειδή δεν έδινε στους ανθρώπους χρόνο, ώστε να εξαγνίσουν την καρδιά και την ψυχή τους, ενόψει της Τελικής Κρίσης στο επέκεινα. Ο στωικισμός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του «καλού θανάτου». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι οδύνες του θανάτου παρείχαν επίσης πνευματική και ηθική καθοδήγηση τόσο για τους παρατηρητές όσο και για τους ασθενείς. Οι γιατροί, τα μέλη της οικογένειας, οι κήρυκες και ακόμη και οι ξένοι έδιναν προσοχή, απομακρυνόμενοι από τον δρόμο της ανηθικότητας και στρεφόμενοι στον δρόμο της αρετής.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να απομακρυνθεί περισσότερο από το νόημα του να πεθαίνεις στο τέλος του 20ου αιώνα, όπου για πολλούς ανθρώπους ο αιφνίδιος θάνατος είναι η προτιμώμενη εκδοχή του. Παραδόξως, οι μεταμοσχεύσεις οργάνων, τα συστήματα υποστήριξης της ζωής, η ενδοφλέβια χορήγηση τροφής, η αιμοκάθαρση και οι τεχνικές ανάνηψης έχουν παρατείνει δραματικά τη διαδικασία του θανάτου. Ο φόβος της υπερβολικής παράτασης της ζωής ή του να υποχρεούσαι να παραμείνεις ζωντανός, όταν πλέον κάθε απόλαυση έχει χαθεί, κυριαρχεί επί του φόβου του ίδιου του θανάτου. Η «ποιότητα ζωής» υπερισχύει επί των πλεονεκτημάτων που ίσως κέρδιζε κάποιος αν εξάγνιζε την ψυχή του. Η ελευθερία από τον πόνο έχει καταστεί θεμελιώδες δικαίωμα. Όλοι αξίζουμε να «πεθάνουμε με αξιοπρέπεια».
Η εμπορευματοποίηση του σώματος
Ο σωματικός εαυτός που πεθαίνει, ωστόσο, κατακερματίζεται και εμπορευματοποιείται ολοένα και περισσότερο. Νέες ιατρικές τεχνολογίες και τρόποι σκέψης βλέπουν το σώμα σαν μια οντότητα που μοιάζει με παζλ αποτελούμενο από εναλλάξιμα μέρη. Ενδείξεις «δυσλειτουργίας» οδηγούν στην απαίτηση για αντικατάσταση (για παράδειγμα, μεταμοσχεύσεις οργάνων). Ελαττωματικές σωματικές λειτουργίες μπορούν να αναπαραχθούν από μηχανές (όπως η αιμοκάθαρση). Τα άτομα δεν είναι πλέον μοναδικά, αδιαίρετα. Πράγματι, στο τέλος, τα σώματά τους μπορούν να διατηρηθούν (περίπου) «ζωντανά» όσο χρόνο χρειάζεται για να αποτελέσουν την πηγή ζωής για άλλα σώματα που «πεθαίνουν» (πιο αργά).
Ο δυιστικός διαχωρισμός του «εαυτού» από το «σώμα» ανοίγει το δρόμο για το μάρκετινγκ αυτών των «μερών». Η προμήθεια, η προετοιμασία και η αντικατάσταση των σωματικών οργάνων είναι εξαιρετικά δαπανηρή, όπως και οι τεχνολογίες για τη μίμηση υγειών δραστηριοτήτων ανθρώπινης φυσιολογίας. Αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, η νεοφιλελεύθερη αγορά είναι ένας ακόρεστος εκμεταλλευτής. Η εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων οργάνων αντιπροσωπεύει το απόλυτο της βιοπολιτικής -ή τον πολιτικό έλεγχο πληθυσμών σε επίπεδο βιολογίας και είδους.
Ο ψηφιακός τρόπος θανάτου
Οι πρώτοι τρεις μετασχηματισμοί που περιέγραψα -η εκκοσμίκευση, η ιατρικοποίηση και η εμπορευματοποίηση- μπορούν όλοι να προσεγγιστούν με τους όρους της παλαιάς καρτεσιανής ιδέας της ζωής -που στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ μυαλού (res cogitans) και σώματος (res corpus). Πιο πρόσφατα, ωστόσο, η τεχνολογία άρχισε να ροκανίζει αυτή την κατανόηση για τη ζωή, αντικαθιστώντας την με μια πιο πληροφοριακή αντίληψη. Αυτό, με τη σειρά του, διαταράσσει την παλιά μηχανική αντίληψη για το θνήσκειν και τα νεκρά σώματα με κάτι νέο –res digitalis.
Στην ψηφιακή εποχή, οι άνθρωποι ορίζονται από το δίκτυο των ψηφιακών επαφών τους, που περιλαμβάνει online συστήματα επικοινωνίας αλλά και αποθήκευση στοιχείων. Σε πλήρη αντίθεση με την περίοδο πριν τη δεκαετία του 1990, το res digitalis έχει εκτοξεύσει τον θάνατο ξανά σε κυρίαρχη θέση -με μια μείζονα διαφορά: το θνήσκειν και ο θάνατος εκτίθενται σε μια πολύ πιο εκτεταμένη δημόσια σφαίρα.
Τα μέηλ, τα μπλογκ, το ανέβασμα φωτογραφιών και οι λογαριασμοί στα social media επιτρέπουν στο θάνατο να κοινοποιείται, τόσο απλά όσο κοινοποιούνται οι πιο πεζές πλευρές της ζωής, σαν να ήταν το πώς περάσαμε «σε μια βραδιά με τα κορίτσια». Κάτι τέτοιο έχει ορισμένες αρνητικές πλευρές. Ο κυβερνοχώρος βρίθει εταιρικών συμφερόντων. Ο θάνατος στην ψηφιακή εποχή έχει ενισχύσει τον καταναλωτισμό: «εναλλακτικές» θεραπείες αποδεικνύονται ακριβές και εκμεταλλευτικές για τους φόβους και τις αγωνίες των ανθρώπων. Μπορεί επίσης να ενθαρρύνεται ο ψηφιακός ναρκισσισμός και η επιβολή συντηρητικών έμφυλων προτύπων. Οι ιστοσελίδες για τον καρκίνο του στήθους, για παράδειγμα, πιέζουν τις γυναίκες να δείχνουν θάρρος και, κυρίως, να μην αράζουν στο σπίτι με φθαρμένες ρόμπες. Να συνεχίσουν να αποκαλύπτουν τα σέξι εσώρουχά τους σε εραστές και συζύγους.
Παρόλα αυτά, άρρωστοι και θνήσκοντες, όπως και οι συγγενείς τους και όσοι τους φροντίζουν, έχουν αγκαλιάσει με ενθουσιασμό τα νέα μέσα και τα νέα φόρουμ, προκειμένου να γράψουν για τις ελπίδες, τους φόβους, τα όνειρά τους και τα σχέδιά τους για το μέλλον, αλλά και τις μαρτυρίες τους. Τα ψηφιακά σάιτ τούς επιτρέπουν όχι μόνο να επικοινωνούν προσωπικά με (εν δυνάμει) εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη, αλλά και να διαθέτουν ένα χώρο όπου προάγεται ο προσωπικός αναστοχασμός και ενθαρρύνεται η δημιουργικότητα. Η θεμελιωδώς διαδραστική φύση αυτών των επικοινωνιακών ανταλλαγών τις κάνει ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετικές από τις έντυπες παθογραφίες ή τις αφηγήσεις ασθενειών. Είναι επίσης θεμελιωδώς αντι-ελιτίστικες, ισχυριζόμενες με αυθάδεια πως η εμπειρία των απλών ανθρώπων είναι μεγαλύτερης αξίας από του «ειδικού» ιερέα, γιατρού, ψυχιάτρου ή ψυχαναλυτή.
Όχι μόνο τα φυσικά όρια των ταυτοτήτων μας έχουν επεκταθεί στο χώρο (είναι το ίδιο απλό για μένα να μοιραστώ τους φόβους μου για ένα νέο όγκο με κάποιον από τη Σιέρρα Λεόνε όσο και με ένα φίλο στο διπλανό δωμάτιο -μπορεί μάλιστα να είναι και ευκολότερο), αλλά και οι ταυτότητές μας επίσης εκτείνονται μεταθανάτια, πέραν του τάφου. Όπως η νεκρή φίλη μου, που εξακολουθεί να μου θυμίζει να της πάρω δώρο γενεθλίων, η μακροβιότητα των ψηφιακών εαυτών μας εξηγεί μερικώς τη δημοφιλία των αναμνηστικών ιστοσελίδων και των σελίδων του Facebook. Οι νεκροί δεν ξεχνιούνται. Τα συναισθήματα που γεννούν τέτοιες συναντήσεις στον κυβερνοχώρο υφαίνονται με την καθημερινή κοινωνικότητα της ζωής μας.
Η σημασία του res digitalis βρίσκεται στο ότι ενθάρρυνε τους ανθρώπους να ξανακαταπιαστούν με τα «μεγάλα ερωτήματα» για το νόημα της ζωής και του θανάτου. Μετέβαλλε τις διαδικασίες του θανάτου και του πένθους, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να υπερβούμε τις αγωνίες προηγούμενων αιώνων. Δίνει έμφαση σε εκείνο το διαπερατό σύνορο μεταξύ των νεκρών και των ζωντανών και άρα μας δείχνει το δρόμο για ένα νέο και πιο δημιουργικό τρόπο να είμαστε άνθρωποι.
Η Joanna Bourke είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Birkbeck (Λονδίνο) και συγγραφέας του βιβλίου What it Means to be Human (Virago).
Μετάφραση: Σωτηρία Λιακάκη
Πηγή: Η Αυγή