Macro

Πεθαίνει. Ποτέ όμως

Αν κάτι θαυμάζω στη σύγχρονη Ελλάδα, από το 1821 και δώθε, είναι η ειλικρίνεια του Ελληνα: δεν κρύβεται, δεν υποκρίνεται, δεν προσπαθεί να αποδείξει κάτι που δεν είναι και, κυρίως, δεν ενδιαφέρεται για το τι θα πει ο κόσμος. Συγκινούμαι και μόνο που γράφω αυτές τις γραμμές, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που σχεδόν δεν δύναμαι να συνεχίσω. Αλλά θα συνεχίσω, γιατί τελικά δύναμαι.
 
Ναι, ο νεοέλληνας δεν κρύβεται: δεν κρύφτηκε σαν κατονόμαζε τους συμπατριώτες του στην Κατοχή. Μια κουκούλα που φόραγε ήταν για να μην τον βασκάνουν, καθώς, βλέπεις, είν’ ευαίσθητος στο μάτιαγμα. Ο νεοέλληνας δεν υποκρίνεται: με δεκαπέντε χέρια ψήφισε τον Σημίτη, με άλλα τόσα τον υιό Μητσοτάκη (γνωστός και ως Μητσοτάρχας Τζούνιορ, ο μικροτοσοδούλης), και με το ίδιο μόνιμο χαμόγελο (κάτι ανάμεσα σε μειδίαμα κρετινισμού και χαμόγελο απολύτως αδιάφορου αυνανισμού) αποχαιρέτισε τον πρώτο, σαν πέθανε και μας άφησε με την απορία πού μπαίνουν τα διάφορα «η» και «ι» στ’ όνομά του.
 
Ο νεοέλληνας δεν προσπαθεί να αποδείξει κάτι που δεν είναι: είναι μάγκας, πάνσοφος, αυτοδημιούργητος, ικανός, πιο ικανός, πολύ πιο ικανός από κάθε βλάκα ξένο που υπολογίζει κοινωνικούς κανόνες θεμελιώδους ανθρώπινης συμπεριφοράς και κώδικα οδικής κυκλοφορίας, δεν θα του πει το STOP εκείνου πότε θα σταματήσει, είναι ασταμάτητος αυτός, τίποτα-τίποτα δεν τον σταματά, θα κάνει το δικό του, με τον τσαμπουκά – χέι! Κυρίως, όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα, ο νεοέλληνας δεν νοιάζεται για το τι θα πει ο κόσμος.
 
Δεν είναι χαζόφραγκος, ας πούμε, να βγαίνει στις πλατείες και να φωνάζει «Καλή Χρονιά, Καλή Υγεία, επειδή πέθανε ο Λεπέν!», μην και τον πουν φασίστα. Εδώ τους κλαίμε: και τους δικτάτορες, και τους βασιλιάδες (από Βαυαρούς, Δανούς έως μαρμαρωμένους), και τους κυβερνήτες (με ρωτάς εμένα πώς νιώθω κάθε που είναι η επέτειος θανάτου του Ιωάννη Μεταξά; Στηθοδέρνομαι κι όλη η γειτονιά μ’ ακούει να σκούζω: Οχι! Οχι!), και τους κάθε λογής φιλοχουντικούς, ακροκεντρώους γιάπηδες της φάπας. Ολους τούς κλαίμε σαν αποδημήσουν και μετά επιλέγουμε ακόμα χειρότερους, γιατί είμαστε χριστιανοί εμείς και ξέρουμε πολύ καλά πως αν βασανιστούμε ταπεινά και δίχως ριζοσπαστικές εξάρσεις σ’ αυτή τη ζωή, θα ανταμειφθούμε στην επόμενη. Οχι ότι θα περιμένουμε και τόσο βέβαια, καθώς ό,τι κι αν είμαστε (παμφτωχαίοι, μικρομεσαίοι, πλούσιοι ή παμπλουταίοι), είμαστε θεούληδες ούτως ή άλλως.
 
Ασε που μια ζωή την έχουμε (όταν μας συμφέρει, ξεχνάμε τη μετά θάνατον) και θα τους γλεντήσουμε και μήτε μια σταλιά δεν θα καζαντίσουμε… σαν κάποιους που, να δεις τι έχουν; «Οράματα» νομίζω το λένε. Και έχουν και κάτι ακόμα… «Ιδεολογία» θαρρώ την ονομάζουν. Και ορίζουν, λέει, τη ζωή τους σύμφωνα με το κοινό καλό – τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρα! Μα, τι καλό μπορεί να έχει κάτι σαν είναι «κοινό» και όχι «ιδιαίτερο»; Και μόνο από αυτό καταλαβαίνεις πως αυτοί οι κάποιοι δεν ξέρουν και πολύ καλά τι τους γίνεται και εμείς, οι νεοέλληνες, δεν είμαστε σίγουρα τέτοιοι, καθώς πολύ καλά το ξέρουμε το τι μας γίνεται, κι ας μην έχουμε ιδέα για το τι μας ξημερώνει γιατί και sera sera στο κάτω κάτω της γραφής, και will be will be, και γούστο και καπέλο μας και σημαία μας μια φούστα(νελα)!
 
Αυτός, βέβαια, δεν ήταν ποτέ έτσι. Ποτέ όμως – δεν είναι απίστευτο να λες «ποτέ» για κάποιον και να το εννοείς; Τον θυμάμαι να τον παίρνει η κάμερα, δίχως καν να δίνει σημασία ο ίδιος (η κάμερα ήταν δημοσιογράφου ξένης χώρας), περιμένοντας στην ουρά του αντίστοιχου ΙΚΑ της Ουρουγουάης για να κάνει τις εξετάσεις του. Με απλά ρούχα, με το ίδιο τρυφερό βλέμμα, με το ίδιο γενναιόδωρο ύφος. Αγωνίστηκε πολύ, βασανίστηκε απίστευτα σκληρά για πάνω από δέκα χρόνια, έγινε πρόεδρος της χώρας του, την άλλαξε τελείως, δώριζε τον μισθό του για κοινωνικές παροχές, ζούσε με 700 ευρώ (ω ναι, κύριε Τζούνιορ τοσοδομικρούλη!) και ποτέ, ποτέ όμως, δεν ξέφυγε από τα πιστεύω του: «Δεν συμμετέχουμε επειδή θα κερδίσουμε, αλλά επειδή πιστεύουμε».
 
Ο Χοσέ (Πέπε) Μουχίκα πεθαίνει. Εχοντας κάνει ανθρωπινότερη την ανθρωπότητα.
 
Ολη.
 
Νόρα Ράλλη