Macro

Περί «λαϊκισμού»

Μάλλον ο σημαντικότερος από τους θεωρητικούς της Αριστεράς που είχαν μιλήσει για λαϊκισμό από τη δεκαετία του 1970 ήταν ο Ερνέστο Λακλάου, ο οποίος, στο κλασικό βιβλίο του «Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία», το 1977, είχε ορίσει τον λαϊκισμό ως συνάρθρωση ευθέως αντικαπιταλιστικών ιδεολογικών στοιχείων που απευθύνονται στην εργατική τάξη με στοιχεία ιδεολογίας προς ευρύτερα λαϊκά στρώματα, που δυνάμει εναντιώνονται στο συγκρότημα εξουσίας.

Σύμφωνα λοιπόν με τον Λακλάου, αν και υπάρχουν δεξιοί, ακροδεξιοί, ακόμη και «κεντρώοι» λαϊκισμοί, ο λαϊκισμός είναι μια ιδεολογικο-πολιτική κατάσταση που οφείλει πρώτιστα η Αριστερά να επιδιώκει, αν θέλει να καταστεί ηγεμονική δύναμη στην κοινωνία. («Το πρόβλημα με το ΚΚΕ εσωτερικού είναι πως δεν είναι λαϊκιστικό!» μου είχε πει σε μια συνομιλία μας το 1979, όταν βρισκόμουν στην Αγγλία ως μεταπτυχιακός φοιτητής.)

Οσο κι αν εκλαϊκεύονται και απλοποιούνται οι ιδέες κατά τη διάχυσή τους, ποτέ δεν αποσυνδέονται πλήρως από τη θεωρία που τις γέννησε. Το γεγονός ότι η Αριστερά, ιδίως στην Ελλάδα, αλλά κατά τα τελευταία χρόνια και διεθνώς, ανέκαθεν αναφερόταν στον λαϊκισμό κατά κανόνα με αρνητικό πρόσημο αποτελεί ένδειξη ενός φαινομένου ίσως πρωτοφανούς στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης για τη σύγχυση την οποία έχει προξενήσει.

Η χρήση του όρου «λαϊκισμός», όταν δεν σημαίνει απλώς «δημαγωγία» (αν και πάντοτε η αντικατάσταση μιας παλαιάς έννοιας αναπόφευκτα υπονοεί και κάτι που την υπερβαίνει), ενδέχεται να παραπέμπει σε τόσο ετερογενείς, ασύμβατες, ακόμη και κραυγαλέα αντιθετικές μεταξύ τους ιδεολογικο-πολιτικές τάσεις, δυνάμεις και πρακτικές, ώστε συχνά μόνο από την ιδεολογική τοποθέτηση του εκάστοτε χρήστη του όρου μπορείς να καταλάβεις τη συγκεκριμένη σημασία του.

Εν ολίγοις, στον τρέχοντα ελληνικό πολιτικό λόγο, είναι μια σε τεράστιο βαθμό κενή περιεχομένου κατηγορία που εξαπολύεται εκατέρωθεν του ιδεολογικο-πολιτικού φάσματος προς την αντίπαλη πλευρά.

Δυστυχώς για την Αριστερά όμως, το πρόβλημα δεν περιορίζεται απλώς στη σύγχυση που επιφέρει η τρέχουσα χρήση του όρου. Οπως συνήθως συμβαίνει, τη «σύγχυση» σπεύδει να αξιοποιεί ο αντίπαλος προς όφελός του – δηλαδή εις βάρος της Αριστεράς που την προξένησε. Σήμερα πλέον, η χρησιμοποίηση του όρου «λαϊκισμός» με αρνητικό πρόσημο είναι ίσως το πιο αποτελεσματικό εννοιολογικό εργαλείο μιας διευρυμένης θεωρίας των «δύο άκρων».

«Διευρυμένης» υπό την έννοια ότι δεν εξομοιώνεται πλέον μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή, αλλά στοιβάζονται στο ίδιο τσουβάλι, σε διεθνές επίπεδο, ολόκληρες οι δυνάμεις της αντινεοφιλελεύθερης, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με εκείνες της Ακροδεξιάς στις πολλαπλές εκφάνσεις της – από τον Μιχαλολιάκο έως τον Φάρατζ, τον Ορμπαν, τη Λεπέν και τον Τραμπ.

Ο «λαϊκισμός» πλέον τείνει να υποκαταστήσει τον επίσης αποπροσανατολιστικό όρο «αντι-συστημικός». Από πλευράς επικοινωνιακής και ιδεολογικής αποτελεσματικότητας όμως, θα έλεγα ότι είναι πιο επιβλαβής για την Αριστερά από τον τελευταίο.

Είναι σχετικά εύκολο για την Αριστερά να εξηγήσει γιατί οι καλούμενες «αντι-συστημικές» ακροδεξιές δυνάμεις κάθε άλλο παρά είναι στην πράξη εναντίον του συστήματος – αν ως «σύστημα» εννοούμε αυτό που για την Αριστερά είναι «το σύστημα», δηλαδή ο καπιταλισμός (έστω και αν κάποιες από αυτές τις δυνάμεις περιλαμβάνουν αντικαπιταλιστικά στοιχεία στη ρητορική τους).

Είναι όμως ασύγκριτα πιο δύσκολο να επικαλείται διαρκώς τον λαό, να ισχυρίζεται πως αγωνίζεται για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του λαού και για τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, να προβάλλει ως έσχατη «κόκκινη γραμμή» την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και ταυτόχρονα να διαρρηγνύει τα ιμάτιά της πως δεν είναι λαϊκιστική.

Αποδεχόμενη στην πράξη την εμπλοκή της στην όλη (αρνητική, κατά κύριο λόγο) φιλολογία περί «λαϊκισμού», η Αριστερά δημιουργεί στον εαυτό της ένα άλυτο πρόβλημα που καλώς εχόντων των πραγμάτων δεν θα ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει: Να εξηγεί γιατί η ίδια είναι υπέρ του λαού και μη λαϊκιστική, ενώ η Ακροδεξιά (και ενίοτε η Δεξιά) είναι εναντίον του λαού και λαϊκιστική.

Οσο κι αν στο επίπεδο μιας ακαδημαϊκής θεωρητικής συζήτησης το παραπάνω δίλημμα φαίνεται υπερβολικά απλουστευτικό, στη σφαίρα της μαζικής επικοινωνιακής πολιτικής έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα.

Η δυσκολία να εξηγηθεί στον κόσμο γιατί είναι κακός ο «λαϊκισμός» από τη σκοπιά της Αριστεράς αφήνει ανοιχτό το πεδίο στις καθεστωτικές δυνάμεις να παίζουν το ιδεολογικό παιχνίδι με τους δικούς τους όρους. Για εκείνες, τα πράγματα είναι «απλά». Από τη μια, ο «λαϊκισμός» (που σημαίνει: ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο φασισμός, από κοινού με τις άλλες «ακραίες» δυνάμεις, δηλαδή με τη ριζοσπαστική Αριστερά), και από την άλλη, ο «εκσυγχρονισμός» (που σημαίνει: ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός).

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών