Καθοριστικός λόγος που εξελέγη αρχηγός ο Κ. Μητσοτάκης ήταν η προσδοκία ότι κομίζει κάτι «νέο» και η κινητοποίηση ενός ευρύτερου κόσμου – όσο θολό και διαφορετικό κι αν ήταν αυτό το «νέο» για τον καθένα: ήταν νέος, φιλελεύθερος, φρέσκος, συναινετικός, αντιλαϊκιστής, δυναμικός ηγέτης, «αντι-Τσίπρας» που θα νικούσε τον Τσίπρα και άλλα πολλά – εν πάση περιπτώσει δεν έβγαζε τη μούχλα του Β. Μεϊμαράκη. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αν ο Μητσοτάκης, την εποχή εκείνη, στα τέλη του 2015, παρουσίαζε την εικόνα που φανερώνει το τελευταίο διάστημα, με αποκορύφωμα τη χθεσινή του εμφάνιση στη Βουλή, πιθανότατα να μην έβγαινε αρχηγός.
Και αυτό διότι η εικόνα ήταν οικτρή. Και τούτο δεν έχει να κάνει μόνο με αυτή καθαυτή την καταψήφιση του νομοσχεδίου για τη «νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου», αλλά και με δύο άλλες παραμέτρους: Πρώτον, την ποιότητα κάποιων επιχειρημάτων – με αποκορύφωμα τον εξωφρενικό «εξωγήινο». Δεύτερον, την εμφανή αλλαγή στάσης σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα (όταν ο Κυριάκος είχε συναντηθεί, λ.χ. με το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών), αλλαγή στην οποία ήταν εμφανές το άρωμα της υποκρισίας και της υποταγής σε εσωκομματικές σταθμίσεις και μικροπολιτικούς υπολογισμούς. Με άλλα λόγια, αν τη στάση αυτή την τηρούσε, ως πρόεδρος της ΝΔ, ο Αντώνης Σαμαράς θα υπήρχε μια αξιοσημείωτη διαφορά: πέρα από την (κοινή και στις δύο περιπτώσεις) μαυρίλα, στη χθεσινή στάση του φιλελεύθερου ηγέτη υπάρχει ισχυρή η αίσθηση του πολιτικάντη, που επιδιώκει να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, φιλελεύθερα λόγια και καταψήφιση. Πιθανότατα, επειδή δεν ήθελε να πάρει το ρίσκο κάμποσοι βουλευτές του να ψηφίσουν αντίθετα με τη γραμμή –όποια και ήταν αυτή–, αλλά ούτε ήθελε και να προβάλει το γνώριμο «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» (και, από την άποψη αυτή, είναι αξιοσημείωτο ότι η ομιλία δεν επικαλούνταν τις αξίες του έθνους ή της παράδοσης, αλλά τα δικαιώματα και την Ευρώπη). Αυτή όμως η μείξη και η θολούρα είναι «μια από τα ίδια», ακυρώνοντας όχι μόνο την εικόνα του φιλελεύθερου, αλλά και του φρέσκου και διαφορετικού ηγέτη, την οποία συστηματικά φιλοτεχνεί ο ίδιος και οι –διακομματικοί– ευρέος φάσματος θαυμαστές του.
Η γραμμή αυτή κατά τη γνώμη μου, είναι χαμένη από χέρι. Δεν μιλάω ηθικά και αξιακά, αλλά από πλευράς αποτελεσματικότητας. Το παράδειγμα του Άρη Σπηλιωτόπουλου, στις δημοτικές εκλογές του 2014, είναι διδακτικό. Ξαφνικά, άρχισε να βγάζει κορόνες εναντίον της ανέγερσης τζαμιού στην Αθήνα – υποθέτω, κατά τις συμβουλές επικοινωνιολόγων, για να ψαρέψει από τη μεγάλη δεξαμενή των δεξιών και ακροδεξιών ψηφοφόρων και να διεμβολίσει τον «αντάρτη» δεξιό υποψήφιο Νικήτα Κακλαμάνη, που καλλιεργούσε ένα μισαλλόδοξο και έντονα ξενοφοβικό προφίλ. Είναι πολύ αμφίβολο αν ο Σπηλιωτόπουλος, με την τακτική αυτή κέρδισε έστω και λίγους ψήφους (είναι πολύ πιθανό, μάλιστα, αντιθέτως, να έχασε), πάντως αυτό που πέτυχε με σιγουριά ήταν να εξευτελιστεί από μόνος του: την ίδια στιγμή που ενοχλούσε τους φιλελεύθερους και έδινε λαβή στους αντιπάλους του, δεν έπειθε τους «βαθιούς» δεξιούς και ακροδεξιούς, που φυσικά δεν πίστευαν ότι εν μια νυκτί ο –κατ’αυτούς– «φλούφλης» μετατράπηκε σε γεράκι και σκληρό διώκτη των ξένων.
Τελειώνοντας, θέλω να διευκρινίσω κάτι που θεωρώ πολιτικά σημαντικό. Δεν χαίρομαι καθόλου, μα καθόλου, με την εξέλιξη αυτή. Και πιστεύω ότι όσοι είμαστε αντίπαλοι με τον Κ. Μητσοτάκη, από διάφορες σκοπιές, δεν έχουμε κανέναν λόγο να χαιρόμαστε με τα χάλια αυτά. Ασφαλώς μπορούμε να κάνουμε λιγάκι πλάκα με τον εξωγήινο, η εξέλιξη όμως αυτή τίποτα καλό δεν προμηνύει. Εγώ τουλάχιστον σκέφτομαι «κρίμα»• και για τον ίδιο, αλλά πολύ περισσότερο για τα αποτελέσματα της στάσης αυτής. Γιατί το να αποδεικνύεται απογοητευτικός και λίγος ο αντίπαλος δεν ωφελεί, στην τελική, κανέναν, αλλά είναι πολύ πιθανό συντείνει σε μια γενικότερη αποτελμάτωση.
Να το πω αλλιώς. Θα προτιμούσα, χίλιες φορές, στις σταθμίσεις του Κ. Μητσοτάκη να μη βάραιναν η Εκκλησία, ο Άδωνης Γεωργιάδης κλπ., αλλά άλλοι παράγοντες και να ψήφιζε υπέρ του νομοσχεδίου – ακόμα και αν το έκανε «υποκριτικά», για λόγους καλλιέργειας φιλελεύθερου προφίλ, επίδειξης ηγετικής πυγμής κ.ο.κ. Διότι, πέρα από τις αναλύσεις, τις προθέσεις και τη «δίκη» τους, σημασία έχει το αποτέλεσμα. Πάντα υπάρχουν πιέσεις εκατέρωθεν, επιχειρήματα «κόστους» ένθεν κακείθεν, λόγοι να ψηφίσεις υπέρ και κατά, για όλες τις στάσεις• σημασία έχει ποιες «πιέσεις», ποια επιχειρήματα και ποια στάση, εν τέλει, θα επιλέξεις.
Το αυτό ισχύει και για την περίπτωση των πολιτικών δυνάμεων που υπερψήφισαν το νομοσχέδιο – –και πρωτίστως, βέβαια, του ΣΥΡΙΖΑ που το έφερε. Ανεξάρτητα με το αν το έκαναν για λόγους αντίληψης, παράδοσης, άλλοθι, προφίλ, πολιτικού υπολογισμού κ.ο.κ. (συνήθως, βέβαια, τα πράγματα είναι πολύπλοκα και δεν είναι άσπρο-μαύρο, ένα μόνο από τα παραπάνω), το αποτέλεσμα μετράει καθοριστικά: το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και σε λίγες μέρες θα είναι νόμος του κράτους. Και αυτός είναι επαρκής λόγος να χαιρόμαστε.
ΥΓ. Ο ψυχίατρος με τον νεαρό στον Υμηττό και τον εξωγήινο μου θύμισε διάφορες επικές καφενειακές συζητήσεις και απίθανες αποκαλύψεις, στις οποίες «κάποιος» έχει πει στον αφηγητή κάποιο φοβερό και τρομερό μυστικό, που συνήθως, βέβαια, είναι μια παπάρα μεγατόνων. Η αγαπημένη μου τέτοια διήγηση είναι με κάποιον (κτηνίατρο στην εκδοχή που άκουσα εγώ), ο οποίος πήγε σε μια ταβέρνα και έδωσε στον σκύλο του τα κόκαλα από την μπριζόλα που έτρωγε, αλλά ο σκύλος δεν τα έτρωγε, κι αυτό τον έβαλε σε υποψίες, μέχρι που έκανε έρευνες και ανακάλυψε ότι στην ταβέρνα σέρβιραν… σκυλίσιο κρέας, γι’ αυτό και δεν έτρωγε ο σκύλος του. Το έχω ακούσει κάμποσες φορές, κι εσείς, φαντάζομαι, με αρκετές παραλλαγές, και σε κάμποσες περιστάσεις, αλλά όχι μέσα στη Βουλή• ελπίζω ότι το επόμενο διάστημα δεν θα έχω την ευκαιρία να ακούσω κάποια βερσιόν και εκεί. Μα γιατί γελάτε, που αναρωτιόταν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης χθες από βήματος;
Στρατής Μπουρνάζος
Πηγή: The Press Project