Ο Τσαρλς Σίμικ υπήρξε ο σημαντικότερος ποιητής των καιρών μας. Γεννήθηκε στην Γιουγκοσλαβία το 1938 και πέθανε φέτος στις ΗΠΑ. Έγραψε στα αγγλικά, βραβεύτηκε σχεδόν με ό, τι βραβείο υπήρχε δημιουργώντας μια ποίηση κάπου ανάμεσα στο χιούμορ και την απόγνωση εξετάζοντας διαρκώς αυτόπου ο ίδιος περιέγραφε ως ποιητική της αβεβαιότητας.
Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι από τη συλλογή The World Doesn’ t End του 1990. Μια ποιητική συλλογή που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ και λίγο έως πολύ μετατόπισε την αμερικανική ποίηση. Μέχρι την συλλογή αυτή το πεζοποίημα δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στις ΗΠΑ (γενικότερα στον αγγλοσαξονικό κόσμο). Με τη συλλογή αυτή, ο Σίμικ στην πραγματικότητα νομιμοποίησε και διέδωσε αυτό το μεικτό είδος.
Το περασμένο καλοκαίρι, καλεσμένος στο ποιητικό φεστιβάλ του Κράλιεβο της Σερβίας (μια πόλη που ο Σίμικ επισκεπτόταν συχνά) άκουσα μια ιστορία που ο ίδιος είχε διηγηθεί στους Σέρβους ποιητές που γνώρισα για το πως γεννήθηκε αυτή η συλλογή. Ο προγραμματιστής γιός του, κάποτε του χάρισε έναν υπολογιστή. Ο ηλικιακά ώριμος ποιητής αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή αυτό για να γράψει τα ποιήματα της νέας του συλλογής. Χωρίς όμως τις στοιχειώδεις γνώσεις γύρω από τους Η/Υ δεν μπορούσε να βρει με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να μεταβεί στην από κάτω σειρά κόβοντας τον στίχο (η απάντηση είναι: πατώντας το Enter). Για τον λόγο αυτό αποφάσισε να γράψει τα ποιήματα σε πεζή διάταξη και να τα διορθώσει μετά. Βλέποντας όμως το τελικό αποτέλεσμα έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος. Και τελικά αποφάσισε να το κρατήσει έτσι. Δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό την καλύτερη και πιο γνωστή συλλογή του και αλλάζοντας την πορεία της αμερικανικής ποίησης.
Δεν ξέρω αν η ιστορία ισχύει ή όχι. Αυτές όμως είναι κάποιες μεταφράσεις που γεννήθηκαν από μια ανάγκη κατάφασης προς αυτό το παράδοξο και άκρως ποιητικό γεγονός.
Με πιέζει απαλά με ένα καυτό ατμοσίδερο ή γλιστράει το χέρι της μέσα μου σαν να ήμουν κάλτσα που χρειάζεται μαντάρισμα. Η κλωστή που χρησιμοποιεί είναι σαν ρυάκι από το αίμα μου, αλλά η οξύτητα της βελόνας είναι όλη δική της.
«Θα καταστρέψεις τα μάτια σου, Ενριέτα , με τόσο κακό φωτισμό», η μητέρα προειδοποιεί. Και έχει δίκιο! Ποτέ από την αρχή του κόσμου δεν υπήρχε τόσο λίγο φως. Τα χειμωνιάτικα απογεύματα μας είναι ξακουστά γιατί διαρκούν εκατό χρόνια.
***
Είμαι ο τελευταίος στρατιώτης του Ναπολέοντα. Έχουν περάσει σχεδόν διακόσια χρόνια και εγώ εξακολουθώ να υποχωρώ από τη Μόσχα. Ο δρόμος είναι γεμάτος λευκές σημύδες και η λάσπη φτάνει μέχρι το γόνατο. Η μονόφθαλμη γυναίκα θέλει να μου πουλήσει ένα κοτόπουλο και εγώ δεν έχω καν ρούχα.
Οι Γερμανοί πηγαίνουν προς την μία κατεύθυνση. Εγώ πάω προς την αντίθετη. Οι Ρώσοι πάνε προς την δική τους αλλά δεν χαιρετάνε. Έχω ένα τελετουργικό ξίφος. Το χρησιμοποιώ για να κόψω τα μαλλιά μου, τα οποία έχουν μήκος ενάμιση μέτρο.
***
Η πέτρα είναι ένας καθρέφτης δεν λειτουργεί σωστά. Το μόνο που βλέπεις εκεί μέσα είναι σκοτεινιά. Η δική σου σκοτεινιά ή η δική της, κανείς δεν ξέρει. Στη σιωπή η καρδιά σου ακούγεται σαν μαύρο τριζόνι.
***
Όλα είναι προβλέψιμα. Όλα έχουν ήδη προβλεφθεί. Αυτό που είναι προαποφασισμένο δεν μπορεί να αποφευχθεί. Ακόμα και αυτή η βραστή πατάτα. Αυτό το πιρούνι. Αυτό το κομμάτι μαύρου ψωμιού. Και η σκέψη αυτή επίσης….
Η γιαγιά μου ενώ σκουπίζει το πεζοδρόμιο το ξέρει. Λέει πως δεν υπάρχει θεός, μόνο ένα μάτι εδώ κι εκεί που βλέπει καθαρά. Οι γείτονες είναι πολύ απασχολημένοι βλέποντας τηλεόραση και ξεχνούν να την κάψουν ως μάγισσα.
***
Κάποτε γνώριζα, ύστερα ξέχασα. Ήταν σαν να με είχε πάρει ο ύπνος σε ένα χωράφι μόνο για να ανακαλύψω ξυπνώντας πως μια συστάδα δέντρων είχε φυτρώσει γύρω μου.
«Μην αμφιβάλλεις για τίποτα, πίστεψε τα πάντα», αυτή ήταν η άποψη του φίλου μου για την μεταφυσική. Παρ’ όλο που ο αδερφός του έφυγε παίρνοντας μαζί και τη γυναίκα του φίλου μου. Από τότε της αγοράζει ένα τριαντάφυλλο κάθε μέρα, και κάθεται σε ένα σπίτι άδειο, εδώ και είκοσι χρόνια μιλώντας της για τον καιρό.
Ήμουν ήδη κοιμισμένος στη σκιά και ονειρευόμουν πως τα δέντρα που θρόιζαν γύρω μου ήταν όλες μου οι εκδοχές που επεξηγούσαν τον εαυτό τους. Όλες ταυτόχρονα, έτσι ώστε εγώ να μην μπορώ να αρθρώσω κουβέντα. Η ζωή μου ήταν ένα όμορφο μυστήριο στα πρόθυρα της επεξήγησης, πάντα στα πρόθυρα! Σκέψου το!
Κάθε παράθυρο παραμένει φωτεινό στο άδειο σπίτι του φίλου μου. Γύρω του τα σκοτεινά δέντρα πληθαίνουν.
Θωμάς Τσαλαπάτης