Στο δίλημμα πρόληψη ή θεραπεία ο Ιπποκράτης υπήρξε σαφής στην περιλάλητη ρήση του: «κάλλιον το προλαμβάνειν». Όμως η πραγματικότητα της πανδημίας φανερώνει την παραδοξότητα η πρόληψη να συναντά σφοδρούς πολέμιους, ενώ η θεραπεία ένθερμους οπαδούς. Σε κανονικές συνθήκες δεν τίθεται δίλημμα, αφού αποτελούν συμπληρωματικά μέσα. Ωστόσο, η διστακτικότητα έναντι των εμβολίων, αποδίδοντας τον όρο στη διεθνή βιβλιογραφία (vaccine hesitancy), έχει οδηγήσει την εμβολιαστική κάλυψη σε τέλμα. Η συγκεκριμένη στατικότητα έχει σαφώς πολιτικές αναφορές, αλλά αυτές έχουν εξηγηθεί επανειλημμένα από τον τομεάρχη Υγείας της ΚΟ ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Ανδρέα Ξανθό. Σε αυτό το κείμενο θα αναζητηθούν οι κοινωνιολογικές προεκτάσεις.
Ούτε καινοφανές, ούτε εγχώριο φαινόμενο
Το αντιεμβολιαστικό φαινόμενο δεν είναι καινοφανές, ούτε εγχώριο. Ήταν γνώριμο, σε περιορισμένο βαθμό όμως, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες και διεθνώς, αφορούσε τον παιδικό πληθυσμό και την άρνηση γονιών να συμμορφωθούν με τα πρωτόκολλα του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Τα χαρακτηριστικά, ωστόσο, του συγκεκριμένου «κινήματος» διαφέρουν από αυτό το οποίο σχηματίζεται σήμερα μέσα στην πανδημία. Το πρώτο μπορεί να ιδωθεί ως απόρροια της αμφισβήτησης της ιατρικής επιστήμης της κριτικής στο βιοϊατρικό υπόδειγμα. Οι πιο ριζοσπαστικές θέσεις εκφράστηκαν από τον Ίβαν Ίλιτς στο έργο του «Ιατρική Νέμεσις», στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όπου διατυπώνει ευθύς εξαρχής αφορισμούς: «Το ιατρικό κατεστημένο έχει γίνει σημαντικότατη απειλή για την υγεία. Το ιατρικό επάγγελμα εξουσιάζει την ιατρική». Στη συνέχεια, με τον όρο «ιατρογένεση» αναφέρεται στις επιπτώσεις της άσκησης της ιατρικής, την κερδοσκοπία στο υπόστρωμα της καπιταλιστικής οικονομικής δομής, τη μονοπωλιακή κτήση και χρήση των επιστημονικών δεδομένων, την παραίτηση του κοινού από την αυτοδιάθεση του σώματος και την ανάθεση στους ειδήμονες κ.α., αποσκοπώντας όμως στην εξυγίανση της ιατρικής στο πλαίσιο ενός κοινωνικού–οικονομικού μετασχηματισμού. Ο Ίβαν Ίλιτς και άλλοι διανοητές δεν θέλησαν να πυροδοτήσουν τη συνωμοσιολογία, αλλά να οξύνουν την κριτική σκέψη. Κι εδώ είναι η ουσιώδης διαφορά. Η κριτική αμφισβήτηση του κυρίαρχου υποδείγματος δεν οδηγεί στον ιδεοληπτικό φανατισμό με ακροδεξιά ρητορική και ακραιφνή ατομικισμό.
Απαραίτητη η προσέγγιση των διστακτικών
Παράλληλα, με την αμφισβήτηση προς την ιατρική αυθεντία, ενδυναμώθηκε σημαντικά ο/η ασθενής μέσα από την αυτοοργάνωση, σημειώνοντας μία μεταβολή στον συσχετισμό δυνάμεων στο δίπολο γιατρού–χρήστη υπηρεσιών υγείας. Η ανάδυση νέων κινημάτων, τα οποία σχηματίστηκαν από τις συλλογικότητες των ίδιων των ασθενών, έφεραν πιο σθεναρά στο προσκήνιο τις διεκδικήσεις τους. Σημειώνεται ότι ως τις αρχές του 20ού αιώνα οι μεγαλοαστοί, οι ευγενείς και η εκκλησία διοικούσαν τις φιλανθρωπικές εταιρείες. Αργότερα, όμως, από τη δεκαετία του ’30 κι έπειτα, αναπτύχθηκαν οι «ενώσεις πασχόντων», εκτοπίζοντας οι ίδιοι οι ασθενείς ή τα μέλη των οικογενειών τους την οικονομική και κοινωνική ελίτ και καταλαμβάνοντας κεντρικό ρόλο στους συλλόγους, τις ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες ασθενών, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα.
Αφήνοντας στο περιθώριο το ακροδεξιό θρησκόληπτο σύμφυρμα συνωμοσιολογιών αρνητών του κορονοϊού –το οποίο συνιστά αδιαμφισβήτητα την πλειονότητα στην παρούσα συγκυρία και το οποίο χρειάζεται κοινωνική απομόνωση, όπως στο παράδειγμα της Γαλλίας– έχει μία αξία να δούμε, εμπειρικά, τρία επιχειρήματα τα οποία αναπαράγονται από τον προοδευτικό χώρο, ανθρώπους δηλαδή οι οποίοι είναι πράγματι διστακτικοί και όχι ιδεοληπτικοί, ώστε να δούμε και πιθανές απαντήσεις.
Η διστακτικότητα έναντι των εμβολιαστικών σκευασμάτων κατά του κορονοϊού μπορεί να ιδωθεί πρώτα και κύρια ως φόβος απέναντι σε μία παρεμβατική ιατρική πράξη. Ο φόβος κάμπτεται με δουλειά στην κοινότητα, η οποία θα έχει χαρακτήρα διαπροσωπικό, ομαδικό και συστηματικό, θα δομεί σχέση εμπιστοσύνης και θα αξιοποιεί τα πολυάριθμα μεθοδολογικά εργαλεία της αγωγής και προαγωγής υγείας, με τη συνεργασία των συναρμόδιων υπουργείων, των δομών της ΠΦΥ, σχολείων, εργασιακών χώρων, τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Οι καμπάνιες μέσω των ΜΜΕ (social marketing), εκτός της δαπάνης και της σχέσης συναλλαγής κυβέρνησης–μίντια, έχουν πρόσκαιρο, περιορισμένο και επιφανειακό αποτέλεσμα, αντίθετα από τις βιωματικές μεθόδους, την πειθώ και τον ανοιχτό διάλογο σε κοινοτική βάση.
Ακόμη, η διστακτικότητα μπορεί να ερμηνευθεί και ως απόρροια της κριτικής της κερδοσκοπίας των φαρμακευτικών εταιρειών. Πράγματι, κάποιες εταιρείες θησαυρίζουν παράγοντας εμβόλια. Ωστόσο, η αριστερή απάντηση σε αυτό δεν είναι –και δεν μπορεί να είναι– η άρνηση του εμβολιασμού, αλλά η άρση της πατέντας, δηλαδή η κατάργηση της μονοπωλιακής χρήσης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας από τις φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες παράγουν και διαθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα τα γνωστά τέσσερα σκευάσματα. Με αυτό τον τρόπο, ενδεχομένως, θα καταγραφόταν ως κοινωνικό αγαθό το εμβόλιο και θα αντιστάθμιζε το –κατά τα λοιπά δόκιμο– επιχείρημα σχετικά με τα κέρδη της φαρμακοβιομηχανίας. Ταυτόχρονα, όμως, με την αύξηση της παραγωγής, θα διευρυνόταν σημαντικά η πρόσβαση των φτωχών χωρών στα εμβόλια. Γιατί την ώρα που εδώ απορρίπτουμε αυτό που έχουμε, αλλού το στερούνται.
Αλληλεγγύη και πρόληψη
Το επιχείρημα σχετικά με την περιστολή των ατομικών ελευθεριών και της αυτοδιάθεσης, το οποίο αναπαράγεται, εδράζεται στο συνεχές της αντίδρασης απέναντι στην κυριαρχία και επιβολή της βιοϊατρικής προσέγγισης στο σώμα. Όμως στη συνθήκη της πανδημίας, το αντεπιχείρημα από τα αριστερά είναι όχι η υιοθέτηση της ατομικιστικής λογικής, αλλά το πρόταγμα της κοινωνικής αλληλεγγύης, η προστασία όχι μόνο του εαυτού, αλλά και των γύρω μας, των ευάλωτων και ευπαθών πληθυσμών.
Τέλος, για να επανέλθω στο αρχικό έναυσμα, στο ψευδεπίγραφο στην ουσία δίλημμα πρόληψη ή θεραπεία, αξίζει να θυμίσουμε ότι η φήμη της φαρμακοθεραπείας –και ειδικά των μονοκλωνικών αντισωμάτων– βασίζεται στη διάδοση από στόμα σε στόμα (word of mouth), η οποία είναι εξαιρετικά επιδραστική στις μάζες, γιατί, εκτός των άλλων, κάποιος ο οποίος ανάρρωσε, είναι πιο πεπεισμένος για τα απτά αποτελέσματα της θεραπείας, έχει το βίωμα της εξάλειψης της ασθένειας. Αντίθετα, κάποιος ο οποίος εμβολιάστηκε, και άρα δεν νόσησε ποτέ, δεν φέρει αντίστοιχο ισχυρό βίωμα, το οποίο θα ήταν πρόθυμος να διαδώσει. Κι εδώ είναι το σημείο όπου διαχρονικά χωλαίνει η πρόληψη: τα αποτελέσματά της δεν είναι άμεσα ορατά.
Η συζήτηση δεν εξαντλείται στις δύο κοινωνικές διαστάσεις (αμφισβήτηση βιοϊατρικής, οργανώσεις ασθενών) που σταχυολόγησα εδώ, ούτε και στις τρεις ερμηνευτικές προσεγγίσεις (φόβος, ατομικά δικαιώματα, κερδοσκοπία) στις οποίες επιδόθηκα και τις αντίστοιχες προτάσεις. Έχουμε να κάνουμε με ένα περίπλοκο, ακανθώδες και εκτεταμένο κοινωνικό ζήτημα στο υπόστρωμα μιας γενικευμένης υγειονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης και ως τέτοιο χρειάζεται κοινωνιολογική μελέτη ευρείας κλίμακας, η οποία θα επιχειρήσει να χαρτογραφήσει όχι μόνο το προφίλ των αντεμβολιαστών, αλλά να καταγράψει και να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια του κοινωνικού φαινομένου. Ταυτόχρονα, χρειάζεται πολλή δουλειά στη βάση των κοινωνικών διεργασιών, έξω στην κοινότητα, την πλησιέστερη και ταυτόχρονα την πιο απροσπέλαστη οντότητα.
Πέλα Σουλτάτου
Πηγή: Η Εποχή