Αντλώντας έμπνευση από το θεατρικό έργο του Fassbinder Ελευθερία στη Βρέμη, η συγγραφέας Πέλα Σουλτάτου γράφει το έργο Το μήλο του Αδάμ που κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική. Ένα έργο για την Έρη που ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν επιθυμεί ακολουθώντας την επιταγή της αυταρχικής μητέρας της. Ένα έργο για τις γυναίκες που στέκονται απέναντι σε όλα όσα τις καταδυναστεύουν, τόσο τα προφανή όσο και τα δυσδιάκριτα και βαθιά ριζωμένα. Ένα έργο για όλους τους ανθρώπους που διεκδινούν ένα αύριο με περισσότερη ελευθερία. Η συγγραφέας μας μίλησε για την συγγραφική διαδρομή και μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις και εμπειρίες.
Τι κινητοποίησε τη συγγραφή του θεατρικού σας έργου;
«Η ελευθερία στη Βρέμη» του Φασμπίντερ στάθηκε το πρώτο ερέθισμα, όταν παρακολουθούσα μαθήματα θεατρικής γραφής το 2017. Θέλησα να μεταφέρω την Γκέσε Γκότφριντ του 19ου αιώνα στην Αθήνα του 21ου και να την μεταπλάσω σε μια κατά συρροή δολοφόνο η οποία όμως στρέφεται κατά τυραννικών προσώπων γένους θηλυκού. Τα χαρακτηριστικά του εξουσιαστικού ανθρώπου που καταδυναστεύει τις ζωές των αδύναμων είναι που με ενδιέφεραν, όχι το φύλο per se.
Έτσι προέκυψε η Έρη, η μητέρα της Εύα και οι φίλες της Άρτεμις, Αφροδίτη και Μέλπω. Η Έρη εμφανίζεται το θύμα των τεσσάρων θηλυκών εξουσιαστικών πλασμάτων και τελικά αποδίδει τη δική της Νέμεση. Εσκεμμένα όμως αναφέρομαι σε πλάσματα, γιατί θέτω ως απαραίτητη προϋπόθεση για την παραστασιμότητα του έργου την ερμηνεία των τεσσάρων θυτών από μία ηθοποιό. Τα φονικά δεν διαδραματίζονται σε ρεαλιστικό επίπεδο, η Έρη στρέφεται κατά ενός εφιαλτικού ανθρωποτύπου και αυτόν προσπαθεί να αφανίσει.
Πως διαφοροποιείται η φόρμα του θεατρικού από το πεζογράφημα; Τι σας συγκινεί περισσότερο;
Η παραδοξότητα του να γράφεις κάτι που δε διαβάζεται αλλά μιλιέται με έλκυε ως πεζογράφο. Η μαγεία του να βλέπεις τον λόγο που κείται, το κείμενο, να εγείρεται, να ενσαρκώνεται με συναρπάζει. Το βίωσα για πρώτη φορά το 2014 όταν το πρώτο μου βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» δραματοποιήθηκε στο «Από Μηχανής Θέατρο» από την Εστέρ Αντρέ Γκονζάλες.
Όμως αισθανόμουν, όταν ξεκίνησα, πως η θεατρική γραφή είναι μια μαθηματική παράσταση από την οποία τίποτα δε μπορεί να λείπει, τίποτα να περισσεύει. Ως προς το ζητούμενο της αρτιότητας βρίσκω ομοιότητες με την ποίηση. Μονάχα που οι αστοχίες στην ποίηση μπορούν να περάσουν απαρατήρητες. Στο θέατρο όμως ακούει το εγερθέν κείμενο σου ένα ολόκληρο κοινό στην πλατεία. Αδύνατο να κρυφτούν τα λάθη. Αυτή η πρόκληση είναι και η ειδοποιός διαφορά. Έχοντας λοιπόν πλήρη επίγνωση ότι μπαίνω σε αχαρτογράφητα νερά διένυσα μία παρατεταμένη περίοδο μαθητείας. Παρακολούθησα για ένα χρόνο το 1ο εργαστήρι νέων θεατρικών συγγραφέων στο Ίδρυμα Μιχ. Κακογιάννη με επικεφαλής τον Ηρακλή Λογοθέτη και δασκάλους τον Βασίλη Κατσικονούρη, τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και την Ελένη Ζιώγα. Εμπειρία πραγματικά! Κι επίσης παρακολούθησα σεμινάρια από τον μετρ του είδους Ανδρέα Φλουράκη. Με αυτά τα εφόδια λοιπόν σας ήρθα και καλώς να με δεχτείτε γιατί ήρθα για να μείνω παρότι ο δρόμος ακανθώδης.
Κατά την συγγραφή του έργου είχατε στο μυαλό σας κάποια σκηνοθετική προσέγγιση; Ποια τα συναισθήματα και οι σκέψεις σας όταν το είδατε στη σκηνή;
Θα πρέπει να σας ομολογήσω πως αισθάνομαι ένα απαίδευτο κουτάβι μπροστά στις και στους σκηνοθέτες. Θέλω να πω μπορώ να σκεφτώ σα σκηνοθέτης, δεν το’ χω, αλλά τους είμαι πιστή σα σκύλος. Έχει τύχει βέβαια να γαυγίσω και μια φορά να δαγκώσω. Αλλά έτσι κάνουμε εμείς τα κουτάβια. Όταν το παρακολούθησα από μία θεατρική ομάδα στη Ρόδο, το βιβλίο δεν είχε εκδοθεί ακόμα. Είχα επομένως μια θαυμάσια ευκαιρία να το εκλάβω σαν πρόβα τζενεράλε του κειμένου και να κάνω διορθώσεις πριν την έκδοση. Η ομάδα είχε κάνει εξαιρετική δουλειά γιατί το είδαν ως μαύρη κωμωδία. Είναι ένα έργο που πραγματεύεται δραματικές καταστάσεις αλλά το χιούμορ είναι πυρηνικό του στοιχείο.
Τι νέο μάθατε για τον εαυτό σας μέσα από αυτή την δουλειά;
Εκείνο που σας έλεγα νωρίτερα, πως η θεατρική γραφή προσιδιάζει στα μαθηματικά, απαιτεί υποδειγματική αρτιότητα. Το ίδιο πράγμα είχα αισθανθεί κι όταν είχα παρακολουθήσει κι άλλα έργα μου στη σκηνή, «Τα φώτα στο βάθος», που σας ανέφερα, το «Οι αμαζόνες πάντα επιστρέφουν», και το «Μέρες της Αγίας Βαλπουργίας» σε σκηνοθεσία Λουκίας Μιχαλοπούλου.
Η οικογένεια είναι καταφύγιο ή φορτίο; Πως μπορούμε να αναπτυχθούμε έξω από αυτή εφόσον το επιθυμούμε;
Η οικογένεια στο έργο μου είναι ένα αβάσταχτο φορτίο για την συντετριμμένη ηρωίδα μου Έρη ώσπου η μαμά της φτύνει επιτέλους το «Το μήλο του Αδάμ» που της έχει σταθεί στο λαιμό, οπότε γίνεται καταφύγιο και επέρχεται η κάθαρσις.
Είναι κοινή μοίρα των γυναικών η καταπίεση από τις κοινωνικές επιταγές;
Ναι, είναι κοινή μοίρα και αποφαίνομαι χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς περιστροφές, αν και ως πανεπιστημιακός και δη των κοινωνικών επιστημών, ξέρετε, έχω μάθει πολύ να τα αναλύω και δύσκολα να καταλήγω σε βεβαιότητες. Όμως ως προς το ζήτημα της καταπίεσης των γυναικών, έχω σκεφτεί πως εκτός από διαχρονικό φαινόμενο, είναι επίσης και διαταξικό. Συνηθίζουμε οι μαρξιστές να μιλάμε για την καταπίεση στα κατώτερα στρώματα και πολύ σωστά. Όμως ακόμα και η Καγκελάριος της Γερμανίας είναι πιο καταπιεσμένη από ένα άνδρα ομόλογό της.
Πως μπορούμε να αντισταθούμε;
Η λύση πάντως δεν είναι να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των Λημνιάδων που κατέσφαξαν, τους άνδρες, ή της Αντωνούσας Καστανάκη, της πρώτης γυναίκας οπλαρχηγού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στο έργο μου «Οι αμαζόνες πάντα επιστρέφουν», η οποία οπλίζει το χέρι μιας γυναίκας να εξοντώσει τον τύραννό της. Την πλοκή του έργου την είχα εμπνευστεί από την ιστορία της Βαλερί Μπακό στη Γαλλία που δολοφόνησε τον κακοποιητή, βιαστή και προαγωγό της και καταδικάστηκε σε «συμβολική» ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, εκ των οποίων τα τρία με αναστολή. Εσκεμμένα όμως αφορμώμαι από την τραγική ιστορία και τη φέρνω στη σκηνή για να προκαλέσω έναν προβληματισμό, να τοποθετηθώ και πάλι με έναν λοξό τρόπο απέναντι στα πράγματα. Αντίστοιχα η ηρωίδα μου στο «Μήλο του Αδάμ» επιχειρεί να αφανίσει τις δυνάστριές της. Τα χαρακτηριστικά της κυριαρχίας, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης που ενσωματώνουν οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου, είναι για μένα αυτά στα οποία έχουμε μια οφειλή να εναντιωθούμε. Αρκεί να φτύσουμε το μήλο του Αδάμ που μας έχει σταθεί στο λαιμό από τον πολύ τον καπιταλισμό και την εξουσιαστική δομή της κοινωνίας.
Η συγγραφή είναι αποτέλεσμα έμπνευσης ή πειθαρχημένης εργασίας;
Τι ωραία που το θέσατε! Είναι, θαρρώ, και τα δύο. Εν αρχή είναι η σύλληψη. Μετά όμως χωρίς επιμονή και αφοσίωση δεν παράγεται αποτέλεσμα. Θα σας πω μόνο πως το έργο «Το μήλο του Αδάμ» το συνέλαβα το 2017, όπως σας έλεγα πριν, και το ολοκλήρωσα έπειτα από αλλεπάλληλες εκδοχές το 2022, πέντε χρόνια μετά! Το μόνο που κράτησα από το πρώτο εκείνο δοκίμιο είναι η αρχική ιδέα…
Ποιους συγγραφείς αγαπάτε;
Από σύγχρονους με συνεπαίρνει ο Μάμετ, μιλάει στον πυρήνα της ύπαρξής μου, το χιούμορ του και η ευφυής ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Και φυσικά ο Ντάριο Φο και ο Ιονέσκο. Με ξετρελαίνουν. Από κλασσικούς με συγκινεί πολύ ο Τσέχωφ σε ό,τι κι αν έχει γράψει. Τι ψυχάρα πρέπει να ήταν… Καταλάβατε; Ψυχάρα. Δεν αγαπώ τους πολύ εγκεφαλικούς δημιουργούς που παράγουν τέχνη σα βιομηχανικό προϊόν.
Τι σας δίνει δύναμη και πίστη στην καθημερινότητα;
Γενικά μιλώντας, η έννοια της πίστης δε με ελκύει γιατί ενυπάρχει σε αυτή η ανισότητα, ο πιστός πάντα είναι υποδεέστερος από το αντικείμενο της λατρείας. Ο πιστός θυσιάζει την ελευθερία και την ανεξαρτησία του για να δηλώσει την αφοσίωσή του στο αντικείμενο της λατρείας. Υπάρχει μια εξουσιαστική σχέση που με απωθεί. Ίσως γι’ αυτό το λογοτεχνικό μου ψευδώνυμο ήταν «Του κανενός το ρόδο».
Έχω μια πίστη βαθιά στην δικαιοσύνη, ότι αργά ή γρήγορα επικρατεί. Βέβαια η πραγματικότητα με διαψεύδει καθημερινά. Ίσως αυτό να είναι η πίστη, να γίνεσαι χαζός για κάτι που σε υπερβαίνει.
Το βιβλίο της Πέλας Σουλτάτου, Το μήλο του Αδάμ, κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική
Ήβη Βασιλείου