Macro

Παύλος Κλαυδιανός – Μιχάλης Υδραίος: Η σύνοδος του ΝΑΤΟ και η ελληνική εξωτερική πολιτική

Η τελευταία σύνοδος του ΝΑΤΟ είναι, όντως, ιστορική, διότι αφήνει κάθε υποτιθέμενο αμυντικό στοιχείο του και παίρνει καθαρά επιθετική στροφή. Με τη συγκεκριμένη ηγεσία της Ρωσίας, με τον Πούτιν στο τιμόνι ενός αυταρχικού καθεστώτος, και τον πόλεμο της Ουκρανίας να υποδαυλίζεται συνεχώς, αυτή η στροφή είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, εμπεριέχει την πιθανότητα για ακόμη πιο διευρυμένες συρράξεις, με τα πυρηνικά όπλα, πλέον, στο τραπέζι. Η απρόκλητη αναφορά στο ανακοινωθέν της Κίνας, επιθετική και επιβλαβής για τα συμφέροντα της Ευρώπης, είναι μάρτυρας της εκτός λογικής επιθετικότητας. Συνολικά, οι ΗΠΑ παίρνουν το πάνω χέρι, η ΕΕ παρακολουθεί μάλλον αμήχανα. Η ένταση, τώρα, των εξοπλισμών είναι σίγουρη.

Κυβέρνηση: τυφλή ταύτιση με ΝΑΤΟ
Σ’ αυτή την ιστορική καμπή είναι ατύχημα το ότι κυβερνά τη χώρα ένα κόμμα που, λόγω αντιλήψεων και διαφωνιών στο εσωτερικό του, δεν ασκεί εξωτερική πολιτική που να προφυλάσσει τη χώρα. Όσο είναι δυνατό, προφανώς, διότι για μια σειρά λόγους, που περιλαμβάνουν και λάθη ΝΔ και ΠΑΣΟΚ την περίοδο μετά το 1974, η χώρα βρίσκεται με ανοικτά προβλήματα με γείτονες, σε περιοχή διασταυρούμενων και συγκρουόμενων συμφερόντων. Το μόνο που απέμενε στην κυβέρνηση, εφόσον δεν μπορεί να παίξει ενεργά αυτόνομο, όσο γίνεται, ρόλο, είναι να επιλέγει την πλήρη, έως τυφλή, ταύτιση με την πολιτική του ΝΑΤΟ, όπως τη χρωματίζουν οι ΗΠΑ, στην πιο επιθετική στιγμή τους.
Η κυβέρνηση, με δηλώσεις του πρωθυπουργού και αποφάσεις που εκθέτουν τη χώρα ως εμπροσθοφυλακή του πολέμου, έχει καταλήξει ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας ταυτίζονται απολύτως με αυτά των ΗΠΑ και ποντάρει, σε μερίδιο από τη «νίκη των συμμάχων»! Επιλογή, του «καλού παιδιού», που και ιστορικά αποδείχθηκε οδυνηρή, που δεν αντιλαμβάνεται τις νέες γεωπολιτικές παραμέτρους, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Σε ένα, πολύ σοβαρής τεκμηρίωσης, άρθρο του Σωτήρη Βαλντέν, την προηγούμενη Κυριακή στην «Εποχή», σημειώνεται ότι η «Ουκρανία μάς διδάσκει πως ο πόλεμος στην Ευρώπη δεν αποκλείεται, όπως νομίζαμε την τελευταία εικοσαετία (…) η ρωσική επίθεση άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Μπορεί να βρει μιμητές …».
Εντελώς επιφανειακά, έως επιπόλαια, η κυβέρνηση συμπεραίνει ότι στην τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ υπερίσχυσαν οι ελληνικές θέσεις έναντι της Τουρκίας. Δεν είναι, απλώς, λάθος ανάγνωση, που θα πληρωθεί, αλλά ενισχύει τη λάθος κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής της. Όλα θα λυθούν απ’ τους συμμάχους και στη Μαδρίτη αυτό ενισχύθηκε, οι ελληνικές θέσεις πέρασαν. Έγινε ακριβώς το αντίθετο! Αναλύσεις έγκυρων παρατηρητών αυτό λένε, διότι το ζήτημα δεν ήταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η επιθετική στροφή του και η ανάγκη ενσωμάτωσης της Τουρκίας σ’ αυτή τη στροφή. Και αυτό έγινε.
Η Τουρκία βγαίνει ενισχυμένη, ειδικά μετά τη συνάντηση με Μπάιντεν. Ο ρόλος της αναγνωρίζεται αν και δεν συμμετέχει στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η διπλωματία της κερδίζει από τις πρωτοβουλίες που παίρνει, πχ σιτηρά. Είναι σαφές ότι ο στρατηγικός ρόλος της Τουρκίας είναι εξαιρετικά σοβαρός και υποσκελίζει τη λογική της ελληνικής διπλωματίας. Φυσικά, διαπραγματευόταν και οι σοβαροί αναλυτές δεν αμφέβαλαν ότι η Τουρκία στο τέλος θα συμβιβαστεί. Έχει ανάγκη τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ αυτό το ξέρουν καλά.
Κενά στην κριτική του ΣΥΡΙΖΑ
Το πεδίο όπου οφείλει να ασκήσει κριτική ο ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ είναι ευρύ, οικοδομώντας συγχρόνως την εξωτερική πολιτική του, μετά τη Σύνοδο της Μαδρίτης. Πρώτον, το μνημόνιο Τουρκίας – Σουηδίας – Φινλανδίας είναι μία ήττα για τις αξίες της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας. Δεύτερον να δηλώσει ανησυχία για την ατλαντικοποίηση της Ευρώπης, το φιλοπολεμικό κλίμα που καλλιεργείται. Τρίτον, να ασκήσει σκληρή κριτική για την φιλοατλαντική πολιτική της κυβέρνησης και την πρόσδεση της στο άρμα των ΗΠΑ, αμφισβητώντας το ατλαντικό πλαίσιο.
Είναι το κατάλληλο πλαίσιο αρχών για να προχωρήσει, όμως, με βάση τα νέα δεδομένα, στη χάραξη πολιτικής για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η διπλωματική νίκη της Τουρκίας, διότι αυτό υπήρξε, ενώ ασκεί πολιτική ως αναθεωρητική δύναμη, πρέπει να προβληματίσει, σίγουρα την Αριστερά. Ο ανταγωνισμός στους εξοπλισμούς δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα και η επιθετική ρητορική, και όταν απαντά, οδηγεί σε κινδύνους όπου δεν γνωρίζουμε τα όριά τους.
Το μόνο που απομένει είναι ο διάλογος με τους γείτονες, ενήμεροι των όσων –επιδεινούμενων– ισχύουν στο γεωπολιτικό περιβάλλον. Προφανώς, χρειάζεται αμυντική θωράκιση, λογική, χρειάζονται συμμαχίες και διπλωματική δραστηριοποίηση, αλλά όλα αυτά για να έχει αποτέλεσμα ο διάλογος που πρέπει να είναι η μοναδική επιλογή, που δεν πρέπει να καθυστερήσει. Στον διάλογο, όμως, η ελληνική πλευρά πρέπει να προσέλθει όχι προσχηματικά, αλλά με προτάσεις, χωρίς μαξιμαλισμούς και με διάθεση συμβιβασμού. Μην «ανακαλύπτουμε» πάντοτε ιδιοτέλεια στις τοποθετήσεις διεθνών παραγόντων για τις ελληνοτουρκικές διαφορές όταν δεν παίρνουν το μέρος της Ελλάδας.
Αν υπάρχει μια ευκαιρία αυτή τη στιγμή προκύπτει από την ανάγκη και των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ να είναι ενωμένη η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ –ηρεμία συνέστησε και ο Μπάιντεν– και της Τουρκίας να είναι στο ΝΑΤΟ. Εδώ πρέπει να είναι και το πεδίο όπου θα ασκήσει κριτική και πολιτική και ο ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγοντας τους πειρασμούς της εύκολης αντιπολίτευσης στη ΝΔ. Η Μαδρίτη είναι ένας σταθμός με ύλη όπου όχι μόνο προσφέρεται να ασκηθεί πολιτική αρχών, αλλά και είναι αναγκαίο. Έχουμε το παράδειγμα της συμφωνίας των Πρεσπών.
Παύλος Κλαυδιανός – Μιχάλης Υδραίος