Συνεντεύξεις

Paul Mason: Η μαζική μοιρολατρία είναι η βασική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού

Ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Πολ Μέισον στο νέο του βιβλίο «Καθαρό λαμπρό μέλλον: μια ριζοσπαστική υπεράσπιση του ανθρώπινου είδους» (Καστανιώτης) διερευνά τα ερωτήματα που θέτει η σύγχρονη πραγματικότητα της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ από το Artificial Intelligence), της παρακμής του νεοφιλελευθερισμού και της ανόδου της αυταρχικής και εθνικιστικής Ακροδεξιάς. Σε πολλές περιπτώσεις έρχεται σε σύγκρουση με τις παραδοχές μιας Αριστεράς που συχνά ενέδωσε στον μεταμοντερνισμό και συνέβαλε στη σύγχυση και στον αποπροσανατολισμό των απλών ανθρώπων.

● Παρότι η κατάρρευση των ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού είναι καθημερινή και κραυγαλέα, το δόγμα «δεν υπάρχει εναλλακτική» συνεχίζει να πυροδοτεί μαζικά τη μοιρολατρία. Πώς εξηγείτε αυτή την αντίφαση, την οποία ορισμένοι την αποκαλούν «το παράδοξο του Γκράμσι»;

Δυστυχώς, όπως οι Εργατικοί ακτιβιστές διαπίστωσαν τον Δεκέμβριο, η μαζική μοιρολατρία είναι η βασική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμα και εάν ο Φουκουγιάμα έχει αποκηρύξει τη θεωρία περί τέλους της Ιστορίας, εκατομμύρια άνθρωποι σιωπηρά απλώς την πιστεύουν. Αυτό που συνέβη στην ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι έγινε -όπως γράφει ο Γουίλιαμ Ντέιβις- «κυριολεκτικά μια ιδεολογία χωρίς δικαιολογία». Αυτό που έκανε η ελίτ μετά την κρίση του 2008 και αυτό που κάνει και τώρα δεν έχει καμία θεωρητική δικαιολόγηση από την άποψη της κοσμοθεωρίας τους. Το κράτος υποτίθεται ότι πρέπει να είναι μικρό και ανενεργό – ωστόσο ο τομέας της αγοράς παραμένει ζωντανός μόνο μέσω του δανεισμού, της ποσοτικής χαλάρωσης και των διασώσεων.

Εάν δούμε τη διάσημη φράση του Γκράμσι στο πλαίσιό της, θα δούμε ότι ήταν γραμμένη στα 1930 – μετά την κατάρρευση της Γουόλ Στριτ, αλλά πριν από τον κρατικά διευθυνόμενο καπιταλισμό στη Γερμανία, στη Βρετανία, στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ. Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1930, τότε που έγινε πρόεδρος ο Φράνκλιν Ρούσβελτ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην πραγματικότητα ο «νέος κόσμος» ήταν εν τη γενέσει του, μιλώντας οικονομικά.

Το πρόβλημα είναι ότι πάντα υπάρχουν δύο εκδοχές του «νέου κόσμου»: μια αριστερή ανθρωπιστική και μια δεξιά αυταρχική. Η πραγματική μορφή του «νέου κόσμου» για την οποία πρέπει σήμερα να παλέψουμε είναι πλέον σαφής μετά τον Covid-19: χωρίς λιγνίτη, χωρίς καταστροφή του οικοσυστήματος και χωρίς λιτότητα. Ομως το πρόβλημα, όπως λες, παραμένει η μοιρολατρία: από τη στιγμή που έμαθαν να θεωρούν την αγορά ως ένα αυτόνομο σύστημα που μπορεί να κατευθύνει την οικονομία καλύτερα από οποιονδήποτε άνθρωπο ή κυβέρνηση, όπως υποστηρίζω στο βιβλίο μου, αυτό αποτέλεσε την κερκόπορτα για όλες τις άλλες μορφές αυταρχισμού.

● Σε μια εποχή κατά την οποία η τεχνοκρατία έχει βγάλει τη φιλοσοφία στο περιθώριο, εσείς επιχειρείτε να επανενώσετε τη φιλοσοφία με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Γιατί το θεωρήσατε αναγκαίο; Και τι μπορεί να μας πει η φιλοσοφία για το μέλλον;

Δεν είμαι φιλόσοφος και ακόμα λιγότερο ηθικός φιλόσοφος. Αλλά κατανοώ ότι το πρόβλημα των αυτόνομων συστημάτων – είτε πρόκειται για την αγορά, το κράτος ή τις ευφυείς μηχανές- είναι ένα πρόβλημα που διαφεύγει των διανοητικών εργαλείων των φιλελεύθερων και της Αριστεράς: δεν είναι πρόβλημα πολιτικής οικονομίας ή ρύθμισης ή ταξικής πάλης ή ακόμα και πολιτικής επιστήμης. Η ανάπτυξη της μοιρολατρίας της ελεύθερης αγοράς άνοιξε τον δρόμο για τη μοιρολατρία που ευνοεί τον Τραμπ και θα προετοιμάσει τον δρόμο για να ελεγχθούν τα μυαλά και η συμπεριφορά μας από τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας στο μέλλον.

Κάποια στιγμή στον 21ο αιώνα κάποια μηχανή θα ρωτήσει έναν άνθρωπο: πάνω σε ποια βάση εσύ, ένα σακί με κόκαλα και DNA, υποθέτεις ότι με ελέγχεις, εμένα μια αψεγάδιαστη λογική μηχανή; Δεν μπορείς να απαντήσεις στην ερώτηση, εκτός εάν απαντήσεις πρώτα στην ερώτηση «για ποιο λόγο υπάρχουν οι άνθρωποι» – ποιος είναι ο σκοπός (telos) μας. Ομως ο ακαδημαϊκός μαρξισμός έχει γίνει βαθύτατα αντι-ουμανιστικός και αντιτελεολογικός. Ετσι, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να βοηθήσω τους ανθρώπους να γίνουν έξυπνοι πελάτες μιας ηθικής φιλοσοφίας, η οποία απαντά σ’ αυτήν την πρόκληση.

● Η συζήτηση για την ανθρώπινη φύση που επαναφέρετε στο βιβλίο σας είναι ουσιαστικά η συζήτηση για το εάν υπάρχουν ανθρωπολογικά όρια στην αναζήτηση του ανθρώπου για μια καλύτερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία. Η απάντησή σας στο ερώτημα είναι «όχι». Μπορούμε λοιπόν να είμαστε αισιόδοξοι;

Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα τεχνητό όριο: μπορούμε να καταστρέψουμε τον πλανήτη στον οποίο ζούμε επειδή -τα τελευταία 250 χρόνια- έχουμε ανακαλύψει το πρώτο κοινωνικό σύστημα στην ιστορία μας το οποίο συστηματικά καταστρέφει τις συνθήκες που χρειαζόμαστε για να επιβιώνουμε.

Ομως οι λόγοι αισιοδοξίας συνίστανται στο ότι μπορούμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο εξελιχτήκαμε: γλώσσα, τεχνολογία, συνεργασία και φαντασία είναι τα εργαλεία που αναπτύξαμε τυχαία όπως καθετί άλλο, αλλά γεννούν την ορθολογική προσδοκία ότι το ανθρώπινο είδος μπορεί να απελευθερωθεί από την υλική ανάγκη. Τα επόμενα πενήντα χρόνια θα είναι ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα σε δύο είδη εκθετικότητας: την εκθετική αύξηση της χωρητικότητας της πληροφοριακής τεχνολογίας και την υπέρβαση της θερμοκρασίας της Γης από τη ζώνη που κυμαινόταν σε όλη την εποχή του Ολοκαίνου.

Διαθέτουμε σήμερα τις πιο μορφωμένες γενιές από ποτέ. Μπορούμε να επικοινωνούμε πέρα από σύνορα. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον φασισμό, αλλά έχουμε τόσα βιβλία για το πώς νίκησε ο φασισμός που είναι πιθανώς δυνατό να τον νικήσουμε. Και το καλό μισό από το παράδοξο του Γκράμσι είναι αληθινό: ο παλιός κόσμος πεθαίνει – δείτε τους διεφθαρμένους ολιγάρχες της χώρας σας: ξέρουν ότι η εποχή του εύκολου χρήματος δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα, παρότι οι ίδιοι παλεύουν σκληρά για να την σώσουν. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός βρίσκεται σε μηχανική υποστήριξη. Ετσι η επόμενη φάση όλων εκείνων που οι αριστεροί και προοδευτικοί άνθρωποι έχουν να κάνουν είναι να δημιουργήσουν – βραχυπρόθεσμα- ένα νέο και βιώσιμο μοντέλο καπιταλισμού, την ίδια ώρα που θα χτίζουν τα βασικά συστατικά για τη μετάβαση πέρα απ’ αυτόν: πέρα από τον λιγνίτη, πέρα από τον αλγοριθμικό έλεγχο, πέρα από την έλλειψη και την αγορά.

● Ηγέτες όπως ο Τραμπ, ο Ορμπαν, ο Σαλβίνι και ο Μπολσονάρο προωθούν την εχθρότητα στην επιστήμη, τη λογική και την ορθολογικότητα και σπέρνουν σύγχυση, μίσος και ρατσισμό. Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το παγκόσμιο αντιδραστικό κύμα;

Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η αλήθεια δεν αρκεί. Οι ορθολογιστές τείνουν να πιστεύουν ότι εάν παρουσιάσεις στους ανθρώπους τα γεγονότα, αυτοί θα αλλάξουν τις απόψεις τους. Ομως αυτό που εκμεταλλεύονται οι κλεπτοκράτες είναι η κρίση της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της σκέψης. Οταν μια θρησκεία αποτυγχάνει, το ανθρώπινο ένστικτο μας οδηγεί να ρωτήσουμε: υπάρχουν άλλες παλιότερες θρησκείες που δεν απέτυχαν; Ο νεοφιλελευθερισμός -η θρησκεία του ατομικισμού και της ιδιωτικοποίησης- έχει αποτύχει ξεκάθαρα.

Ετσι από τη στιγμή που η ταυτότητα της αγοράς δεν εξηγεί πλέον τον κόσμο, οι άνθρωποι κατρακυλούν πίσω στις παλιές ταυτότητες: εθνότητα, θρησκεία, «ανδροπρέπεια». Στη δική μου χώρα η ταυτότητα του να ανήκεις στην «εργατική τάξη» επανακαθορίζεται με το να είσαι λευκός, αρσενικός, φασίστας άνω των πενήντα ετών – ενώ η πραγματική εργατική τάξη είναι πολυεθνική, στην πλειοψηφία της θηλυκή και νεαρής ηλικίας.

Στη Βρετανία οι «αξίες» έχουν υπερκεράσει τα οικονομικά συμφέροντα ως η κινητήρια δύναμη στην πολιτική και την ψήφο. Γι’ αυτό πρέπει να αναγνωρίσεις πρώτα ότι αυτό που ο Γκράμσι (και ο Λένιν) αποκαλούσαν «οικονομισμό» δεν αρκεί. Δεν μπορείς να περιορίσεις όλους τους αγώνες στα οικονομικά και δεν μπορείς να περιμένεις ότι το κοινό οικονομικό συμφέρον των ανθρώπων θα διαλύσει τις αποκλίνουσες πολιτιστικές αξίες που εγείρονται μέσα στην εργατική τάξη.

Σ’ αυτό είναι που ο Κόρμπιν και ο στενός του κύκλος -από την ίδια διανοητική παράδοση με το ελληνικό ΚΚΕ- έκαναν λάθος. Το να το κάνεις σωστά σημαίνει να ξεκινάς από την εμπειρία. Η Αριστερά πρέπει να οικοδομήσει κοινότητες της εργατικής τάξης που δεν θα έχουν έναν αποκλειστικό τρόπο σκέψης. Οταν λέμε «κοινωνικά κινήματα», το μυαλό μας πάει αμέσως σε έναν στεγαστικό συνεταιρισμό ή στα ενοίκια ή στις «Παρασκευές για το Μέλλον». Οι τομείς τους οποίους πρέπει να ξανακερδίσουμε ίσως μοιάζουν με ένα κοινωνικό κίνημα κυριακάτικης ποδοσφαιρικής ομάδας ή μια Τράπεζα Τροφίμων.

Οι παλιές σοδιαλδημοκρατίες οικοδομήθηκαν μέσα σε πολύ φτωχές και απελπισμένες κοινότητες, με το να «μετατραπούν» σε ένα άτυπο κράτος πρόνοιας. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να καταλάβουμε ότι η ταινία στην οποία πρωταγωνιστούμε δεν είναι η ίδια με παλιότερα. Η νεοφιλελεύθερη λιτότητα είναι κακή. Ο προ-φασιστικός αυταρχικός εθνικισμός είναι χειρότερος. Θα συμμαχούσα με οποιονδήποτε νεοφιλελεύθερο οπαδό της λιτότητας που θέλει να σταματήσει τον φασισμό: το ερώτημα για τις ελίτ -σε Ελλάδα και Βρετανία- είναι εάν πραγματικά θέλουν να το κάνουν.

● Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στον ριζοσπαστικό ουμανισμό του Μαρξ, ενός φιλοσόφου τον οποίο η Αριστερά αναφέρει όλο και λιγότερο τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, πολλοί ακαδημαϊκοί της Αριστεράς υιοθέτησαν ένα μεταμοντέρνο φιλελεύθερο αφήγημα, το οποίο έχει αποξενώσει τους απλούς εργαζόμενους. Τι έχει να μας πει σήμερα ο Μαρξ;

Πρώτα απ’ όλα ο μεταμοντερνισμός είναι μια ανοησία -και έχει δημιουργήσει κάτι ακόμα χειρότερο με τη μορφή του μετανθρωπισμού (posthumanism), ο οποίος υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες υπάρξεις και οι μηχανές είναι το ίδιο πράγμα- και οδηγεί σ’ αυτό που ονομάζεται «νέος βιταλισμός», υποστηρίζοντας ότι στον βαθμό που ο εγκέφαλός μου και ένα φλιτζάνι από φελιζόλ είναι φτιαγμένα από ύλη, είναι εξίσου ικανά για συνείδηση.

Ομως ο Μαρξ που μπορεί να μας προστατεύσει απ’ όλο αυτό είναι ο ουμανιστής Μαρξ. Ο Μαρξ του 1844. Ο Μαρξ που έλεγε ότι «η Ιστορία δεν δημιουργεί την Ιστορία – οι άνθρωποι το κάνουν» (παραφράζω!). Ο Αγγλος μαρξιστής Εντουαρντ Τόμσον, ο οποίος είναι γνωστός επειδή έγραψε την πρώτη συγκεκριμένη ιστορία του πρώιμου εργατικού κινήματος, είπε ότι υπάρχουν «δύο μαρξισμοί» – ο ένας θρησκεία, ο άλλος προϊόν κριτικού λόγου. Ο ένας ανοιχτά αντι-ουμανιστικός, ο άλλος ουμανιστικός.

Ασχολήθηκα για μια περίοδο από το 1976 (από την πρώτη μου επαφή με την Αριστερά) μέχρι περίπου το 2016 προσπαθώντας να καταγράψω τις διαφορές τους, μειώνοντάς τες ως δευτερεύουσες. Ακόμα και στο κίνημα του Κόρμπιν – το οποίο μπορείτε να φανταστείτε ότι είναι σαν ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όλα μαζί στον ίδιο χώρο. Προσπάθησα να δουλέψω με τους αντι-ουμανιστές γραφειοκράτες μαρξιστές. Αλλά στο τέλος δεν είχαν καμία στρατηγική για την εξουσία και [είχαν] μια κοσμοθεωρία προσδεμένη στη νοσταλγία.

Ενας από τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να γράψω το «Καθαρό λαμπρό μέλλον» ήταν αυτός: ότι ακόμα και μεταξύ των υποστηρικτών του μετακαπιταλισμού ο αντι-ουμανισμός είναι ισχυρός. Για μένα στο επίκεντρο του αριστερού σχεδίου πρέπει να είναι το ανθρώπινο ον και ο στόχος πρέπει να είναι η ανθρώπινη απελευθέρωση.

● Ενα από τα κεντρικά σημεία του βιβλίου σας είναι η σχέση ανθρώπου-μηχανής και η ιδεολογία τού μετα-ουμανισμού, σύμφωνα με την οποία η υποδούλωση του πρώτου στη δεύτερη είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Ποια είναι η γνώμη σας;

Η σχέση ανθρώπου-μηχανής είναι απλώς η τελευταία επανάληψη της σχέσης ανθρώπου-εικόνας. Γι’ αυτό στο βιβλίο αφιερώνω τόσο πολύ χρόνο στον Ανθρωπο-Λιοντάρι του Χόλενστάιν Στάντελ [ΣτΜ: ανθρωπόμορφο ειδώλιο που βρέθηκε σε σπηλιά του Χόλενστάιν στη Γερμανία], το παλαιότερο πολιτιστικό αντικείμενο που έχει βρεθεί. Είναι σαφές ότι φτιάχτηκε για τελετουργικούς σκοπούς – έτσι ενσωμάτωνε έναν εξιδανικευμένο άνθρωπο ή έναν υπεράνθρωπο.

Ο Μαρξ λέει ότι όπως είναι στο DNA μας να δημιουργούμε πράγματα με τη φαντασία μας, οι κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες το κάνουμε αυτό μάς οδηγούν να διαποτίσουμε εξωτερικά αντικείμενα με νόημα και δύναμη. Αυτό εννοεί με την «αλλοτρίωση» – όχι μόνο ότι είχαμε μια κακή μέρα στη δουλειά.

Το πρόβλημα αλλάζει όταν το αντικείμενο μπορεί να κινηθεί από μόνο του: έτσι στις αρχές του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε το εργοστασιακό σύστημα για να κάνει τα σώματα των εργατών να κινηθούν στον ρυθμό των κινούμενων από τον ατμό μηχανών. Τότε αποκτήσαμε τη φορντική γραμμή παραγωγής. Ομως το κρισιμότερο σημείο καμπής είναι σήμερα. Τώρα έχουμε τις μηχανές που θέλουν να βάλουν τα μυαλά μας να κινηθούν στον δικό τους ρυθμό. Να ελέγξουν την κοινωνική μας συμπεριφορά, όχι απλώς των ρυθμό των κινήσεών μας σε ένα αυτοκινούμενο εργοστάσιο.

Ακόμα και στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ένα ημιαυτόματο εργοστάσιο, όπως αυτό στο οποίο δούλεψα νεαρός, ήταν δυνατό να εξαρτάται ακόμα από τις δεξιότητες των εργατών. Τίποτα δεν κινούνταν χωρίς τη δική μας σιωπηρή γνώση. Η πληροφοριακή και τεχνολογική (infotech) επανάσταση προσφέρει στην ελίτ τη δυνατότητα να λύσει οριστικά το πρόβλημα: να περιορίσει τα πάντα σε επιτελεστικότητα, αδιαφορία και μοιρολατρία.

Οι απαντήσεις δεν βρίσκονται απλώς στην πολιτική πρακτική ή στην οικονομική πολιτική. Βρίσκονται στη μάχη για μια νέα ταξική συνείδηση – και όπως υποστηρίζω στο βιβλίο ενάντια σε ό,τι πιστεύουν οι μαρξιστές: η ταξική συνείδηση είναι πάντα μια μορφή ηθικής φιλοσοφίας. Πάντοτε απαντά στο αριστοτελικό ερώτημα: τι είναι μια καλή κοινωνία και τι σημαίνει [να είσαι] ένας καλός άνθρωπος μέσα σ’ αυτή την κοινωνία; Η Αριστερά προσπάθησε να αποφύγει αυτό το ερώτημα μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, αλλά τελικά δεν μπορείς να το αποφύγεις.

Τη συνέντευξη πήρε ο Τάσος Τσακίρογλου

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών