Κωνσταντίνος Πουλής «Απ’ το αλέτρι στο smartphone. Συζητήσεις με τον πατέρα μου», εκδόσεις Μελάνι, 2019
Τον Κωνσταντίνο Πουλή τον ξέρω λίγο, κι έτσι μπορώ άνετα να γράψω τα πολλά και καλά που θέλω. Κατά τη γνώμη μου, το Απ’ το αλέτρι στο smartphone είναι ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα πρόσφατα βιβλία και επάξια έλαβε το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας 2020. Τον Πουλή τον γνωρίζουμε κυρίως ως ψυχή σήμερα του The Press Project, αλλά με το βιβλίο αυτό ανακαλύπτουμε και έναν ταλαντούχο συγγραφέα και δοκιμιογράφο.
Ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία η ζωή δεν άλλαξε τόσο δραστικά όσο τον 20ό αιώνα: Εκκινώντας από τη φράση του Χομπσμπάουμ, ο συγγραφέας παρακολουθεί την αλλαγή μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα του. Ο πατέρας, ο Άγγελος, γεννημένος το 1937, μιλάει (και παρεμβαίνουν, κάποιες φορές, και άλλα αδέλφια του, η Ντίνα, η Κούλα, ο Κώστας, και η γυναίκα του, η Σωτηρία) για την καθημερινότητα των παιδικών του χρόνων στο Καρβουνάρι Αρκαδίας: για το φαγητό, το παιχνίδι, το ντύσιμο, τη δουλειά, τη σχόλη, τα γιατρικά και άλλα πολλά· αυτά αντιστοιχούν στο «αλέτρι» του τίτλου. Και προχωράει, φτάνοντας έως σήμερα, με έμφαση στην τηλεόραση, το ίντερνετ, τα σόσιαλ μίντια· αυτά αντιστοιχούν στο «smartphone». Η αφήγηση του πατέρα εναλλάσσεται με τις σκέψεις του γιου.
Ο Καίσαρας και ο Ναπολέοντας μετακινούνταν με τα ίδια περίπου μέσα. Κι αν το καλοσκεφτούμε, ένας αγρότης το 1930 μοιάζει πολύ στην καθημερινότητά του με τους προγόνους του, τρεις και τέσσερις αιώνες πριν. Αντίθετα, με τα εγγόνια του, μισό αιώνα μετά, τον χωρίζει χάσμα. Αυτή τη συναρπαστική μετάβαση είχε το προνόμιο να την ζήσει η γενιά του Άγγελου: ο ίδιος, που μεγάλωσε φορώντας γουρνοτσάρουχα και τρώγοντας μπομπότα, έφτασε να χρησιμοποιεί με ευχέρεια το e-mail και το power point.
Ένα σύγχρονο δοκίμιο, μακριά από τον διδακτισμό
Ο Άγγελος Πουλής ήταν χαρισματικός ομιλητής, κι αυτό διασώζεται στο χαρτί. Το βιβλίο όμως δεν είναι μονάχα μια ζωντανή και καλοδουλεμένη μεταφορά της αφήγησης, αλλά κάτι ποιοτικά διαφορετικό. Με αφετηρία την αφήγηση του πατέρα, ο Κωνσταντίνος Πουλής στοχάζεται για την κοινωνία, τους ανθρώπους, τον τρόπο που ζουν, σκέφτονται και νιώθουν. Τον στοχασμό τον διατρέχει ένας πλούτος αναφορών: στον Μπροντέλ, τον Φαίδωνα Κουκουλέ, περιηγητές της Τουρκοκρατίας, την «κυρία Κοκοβίκου», τον Μπαλζάκ, τσελεμεντέδες ή έναν πίνακα του Τζόζεφ Ράιτ του Ντέρμπυ κ.ά. Ένας κρουνός γνώσεων και ζητημάτων, μικρών και μεγάλων: οι «βυζαντινές πολυκατοικίες, το «ερίφιον διά χαβιαρίου κεκαρυκευμένον» που έστειλε ο Νικηφόρος Φωκάς στον Λιουτπράνδο, η ιστορία του πιρουνιού, το «Kitchen Debate» Νίξον-Κρούτσεφ, τα σκατά σκύλου που χρησιμοποιούνταν στη λαϊκή ιατρική, το χοροθέατρο της Ντόρας Στράτου, η «ηλιθοποίηση» από το google, η «τυραννία» του power point…
Ο συγγραφέας αποφεύγει εξίσου τη δαιμονοποίηση και την εξιδανίκευση, για το παρελθόν αλλά και για το παρόν (παρεμπιπτόντως, οι σελίδες για τις συνέπειες του διαδικτύου στον τρόπο που σκεφτόμαστε και δρούμε είναι από τις πιο δυνατές). Κι όλα αυτά χωρίς καμιά σοβαροφάνεια: «Το μπιζ», σημειώνει, «περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη (Λκ. ΚΒ 64) σε μία εικόνα που είναι πέρα από κάθε φαντασία: έπαιζαν μπιζ με τον Χριστό». Εκτός της θητείας του ως πολιτικός σχολιαστής, λογοτέχνης και μεταφραστής, ο Πουλής φαίνεται ότι είχε καλούς «δασκάλους» στη γραφή: τον Κωστή Παπαγιώργη στον οποίο θα αφιέρωνε το βιβλίο (το αφιερώνει τελικά στον αδελφικό του φίλο, Κώστα Εφήμερο, που πέθανε στα 42 του), τον Καστοριάδη και τον Κονδύλη. Στον αντίποδα των άψυχων papers, έχουμε ένα σύγχρονο δοκίμιο, μακριά από τον διδακτισμό, την πομπώδη θεωρητικολογία και την τιποτολογία. Οι αναφορές ενσωματώνονται αβίαστα στον καμβά του κειμένου, κι έτσι δεν το βαραίνουν, αλλά του δίνουν βάθος και το απογειώνουν, καθιστώντας το σαφές, γλαφυρό, απλό και στοχαστικό ταυτόχρονα. Κι αυτό κάνει το βιβλίο πραγματικά ξεχωριστό.
Καταγράφοντας μια μέρα ενός ανθρώπου
Μια σπουδή και σπονδή στον υλικό πολιτισμό. Μου θύμισε μια θαυμάσια σειρά ομιλιών στην Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη (τις αξέχαστες ημέρες του Παύλου Ζάννα και του Κωστή Σκαλιόρα) με τίτλο «Μια μέρα» (κυκλοφόρησαν σε βιβλίο το 1988). Δεκαπέντε γνωστοί ιστορικοί ανασύνθεταν ο καθένας μία μέρα ενός ανθρώπου: ενός Αθηναίου στα εν άστει Διονύσια, ενός χριστιανού κατηχητή στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, ενός νοτάριου στη Νάξο του 17oυ αιώνα, ενός τραπεζίτη στην Αθήνα του 19oυ αιώνα κ.λπ. Πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, ήταν κλειδί για να κατανοήσεις τις πραγματικότητες. Το κατάλαβα, όταν έγραφα μια μελέτη για την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης. Πολλές ήταν οι δυσκολίες: να εντοπίσεις πηγές, να βρεις ποσοτικά στοιχεία, να αμφισβητήσεις καθιερωμένα σχήματα, να φτιάξεις άλλα. Το πιο απαιτητικό όμως ήταν να ανασυστήσεις τη μέρα ενός δασκάλου: Πού έμενε, τι έτρωγε, πόσες ώρες περνούσε στο σχολείο, τι και πώς δίδασκε, τι έκανε τα απογεύματα, σε ένα χωριό, αρχές του 20ού αιώνα;
Σημειώνω κάτι που μου έλειψε: η πολιτική. Δεν εννοώ ότι το βιβλίο δεν διαθέτει πολιτικό προβληματισμό (αντιθέτως), αλλά ότι λείπει, λ.χ., το πώς η Κατοχή, ο Εμφύλιος, ο μετεμφύλιος διαπερνούν την καθημερινότητα. Μπορώ να σκεφτώ αρκετούς λόγους για την απουσία (την οικονομία της ύλης, τη μέριμνα να μην ξεχειλώσει το κείμενο ή το ότι η πολιτική έχει μικρή βαρύτητα υπό το πρίσμα του υλικού πολιτισμού), ωστόσο την αναφέρω.
Σκέφτομαι, εν κατακλείδι, πόσο ωραίο θα ήταν να είχαμε δοκιμάσει και άλλοι το ίδιο, κι ας μέναμε στο στάδιο της καταγραφής. Θυμάμαι, λ.χ., τις αφηγήσεις του πατέρα μου: για την γκαζόζα που τη «σπάγανε» στα τρία (την έπαιρναν τρεις από κοινού, στο πανηγύρι), για τον παππού μου τον Στρατή που στην Κατοχή πήγε περπατώντας από τον Αποκόρωνα στη Μεσαρά να ανταλλάξει λάδι με παπούτσια, για τον ενθουσιασμό που διάβαζε ο πατέρας μου, γυμνασιόπαις, τους Αθλίους του Ουγκώ κι έλεγε ότι έτσι μυήθηκαν ο ίδιος και η παρέα του στο βασίλειο της ελευθερίας και της επανάστασης.
Ο Κωνσταντίνος Πουλής μπόρεσε να δώσει και να πάρει μια σπουδαία χαρά: ο πατέρας του πρόλαβε να χαρεί το βιβλίο τυπωμένο, και μάλιστα μίλησε στην παρουσίαση (δείτε το βίντεο στο youtube, και θα καταλάβετε πόσο προικισμένος ομιλητής ήταν ο Άγγελος Πουλής). Κι αυτό είναι δώρο και αντίδωρο, χαρά μεγάλη, για πατέρα και γιο. Ή, για να ακριβολογήσω, ευλογία.