Συνεντεύξεις

Πασχάλης Τεμεκενίδης: «Από Σεπτέμβρη θα βρούμε ξανά μπροστά μας το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ»

Ο αντίκτυπος του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ και η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού-προσφυγικού είναι τα μείζονα ζητήματα της συγκυρίας. Η ΝΔ έχει το βλέμμα στη ΔΕΘ, όπου και θα ανακοινωθεί η έναρξη της προεκλογικής περιόδου, ενώ προσπαθεί να ορίσει την ατζέντα. Παράλληλα, η αντιπολίτευση δεν βρίσκει τον βηματισμό της ώστε να αποτελέσει το αντίπαλο δέος. Είναι εγκλωβισμένη στα δικά της, εσωτερικά, ερωτήματα για την επόμενη μέρα. Για όλα αυτά συνομιλούμε με τον διευθυντή ερευνών της Palmos Analysis, Πασχάλης Τεμεκενίδης.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι στο επίκεντρο της επικαιρότητας τις τελευταίες εβδομάδες. Τι αντίκτυπο έχει στον κόσμο; Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι «ουδείς δεν πέφτει από τα σύννεφα» και πως «όλοι γνώριζαν» μπορεί να λειτουργήσει ως κυματοθραύστης;

Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν ενημερώνεται τακτικά. Υπάρχει επομένως μια διαφορά φάσης ανάμεσα σε ένα γεγονός και στο πότε αυτό διαμορφώνει αντίληψη. Από την άλλη, η υπόθεση αυτή έρχεται και αθροίζεται σε προηγούμενα επιβαρυντικά για την κυβέρνηση γεγονότα, με πρώτο τα Τέμπη, που έκαμψαν τις δημοσκοπικές επιδόσεις της, οι οποίες φάνηκαν να ανακάμπτουν κάπως μόλις τον Μάιο. Αυτό σημαίνει ότι όταν δούμε την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ στη σωστή της διάσταση και τον κόσμο να το «χωνεύει», τότε θα δούμε την πραγματική ζημιά που έχει κάνει. Πάντως, σε όσες δημοσκοπήσεις έχουν δημοσιευτεί αυτές τις μέρες δεν φαίνεται να έχει κάνει μεγάλη ζημιά, άμεσα τουλάχιστον.

Μήπως υπάρχει και μια έπαρση από πλευράς της κυβέρνησης ότι θα το εξισορροπήσει και αυτό, όπως έγινε με το έγκλημα των Τεμπών;

Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που δημιουργούν ένα δίχτυ ασφαλείας στην κυβέρνηση. Ένας τέτοιος είναι η εικόνα της αντιπολίτευσης, που είναι κατακερματισμένη. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι ότι η κυβέρνηση έχει εργαλεία στα χέρια της, για να διορθώσει την όποια ζημιά. Όλος ο κόσμος περιμένει τώρα να ακούσει τι θα πει ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι πορεύονται εκλογικά με το μυαλό στα οικονομικά τους. Αν δηλαδή υπάρχει μια προοπτική ότι αυτά θα βελτιωθούν, τότε ενδεχομένως να στηρίξουν και πάλι την κυβέρνηση .

Άλλωστε η ρίζα του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι ότι δημιουργήθηκε ένας εκλογικός μηχανισμός, ότι συντηρήθηκε το πελατειακό κράτος μέσω των επιδοτήσεων. Μπορεί να ξεφύγει από τις ευθύνες της;

Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός το πρώτο που είπαν μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ ήταν ότι δεν θα κάνουν συμψηφισμούς. Διότι οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια αντικρούεται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση είναι έξι χρόνια στην εξουσία. Συνεπώς, θα προσπαθήσει να αλλάξει την ατζέντα, το οποίο κάνει ήδη, αν για παράδειγμα διαβάσετε την ανάρτηση του πρωθυπουργού την περασμένη Κυριακή, όπου χωρίς να αρνείται το σκάνδαλο γυρνά τη συζήτηση στα προβλήματα της καθημερινότητας και τις σχετικές δράσεις της κυβέρνησης. Ωστόσο, το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ έχει τρία χαρακτηριστικά πολύ επικίνδυνα για τη ΝΔ: Το πρώτο είναι ότι λειτουργεί σωρευτικά· και μην ξεχνάμε ότι η τελευταία σταγόνα είναι αυτή που θα ξεχειλίσει το ποτήρι. Το δεύτερο είναι ότι αφορά εν ενεργεία υπουργούς και στελέχη της ΝΔ, άρα χτυπά στην καρδιά της κυβέρνησης της ΝΔ. Το τρίτο είναι ότι είναι οικονομικό σκάνδαλο, το οποίο αγγίζει την τσέπη των πολιτών. Ο ψηφοφόρος έτσι νιώθει ότι αυτό το σκάνδαλο τον αφορά και τον θίγει οικονομικά. Δεν νιώθει πια μόνο ότι συμπάσχει, όπως συνέβη με τα Τέμπη, αλλά ότι θίγεται προσωπικά. Έχω την αίσθηση ότι από Σεπτέμβρη θα βρούμε ξανά μπροστά μας το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και εκεί θα δούμε πόσο θα μπορέσει να το εξισορροπήσει με το προεκλογικό πακέτο που θα παρουσιάσει στη ΔΕΘ. Μην ξεχνάμε ότι στο τέλος του 2026 ή στις αρχές του 2027 θα γίνουν οι εκλογές.

Η κυβέρνηση της ΝΔ είναι στη μέση του εκλογικού κύκλου της δεύτερης θητείας της. Τι να περιμένουμε να δούμε στη στρατηγική της;

Το ότι είναι στη μέση του εκλογικού κύκλου το λέμε επειδή ο πρωθυπουργός επιμένει ότι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Είναι μέρος της στρατηγικής του αυτό, να εμφανίζεται θεσμικός, ως ένας πολιτικός που τηρεί τους τετραετείς κύκλους και επομένως να πείσει ως φορέας σταθερότητας. Αυτό το αντιπαραβάλει συνήθως με το γεγονός ότι η αντιπολίτευση είναι πολυδιασπασμένη και δεν προσφέρει πειστική λύση κυβερνητικής σταθερότητας και προοπτικής. Μην ξεχνάμε ότι η ΝΔ δεν στοχεύει στο σύνολο των ψηφοφόρων, αλλά σε εκείνο το κομμάτι του εκλογικού σώματος που θέλει μια σταθερή πορεία, βελτίωση των όρων διαβίωσης, που δεν έχει ιδιαίτερα ριζοσπαστικές απόψεις. Στοχεύει δηλαδή στους ψηφοφόρους που της έδωσαν το 41% και στη δεξαμενή ψηφοφόρων που θα της δώσουν, έστω και οριακά, μια τρίτη αυτοδυναμία.

Διαμορφώνεται ένα αίτημα πρόωρων εκλογών; Θα τις επέλεγε η κυβέρνηση ως διέξοδο;

Εάν πάει με τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα σε πρόωρες εκλογές, η ΝΔ κινείται κοντά στο 30%, που σημαίνει ότι με την πόλωση των εκλογών πάνω από την κάλπη μπορεί να φτάσει σήμερα στο 32-33%, ποσοστό πολύ μακριά από την αυτοδυναμία και με ένα αναπάντητο ερώτημα στον κόσμο το γιατί επιλέχθηκε η προσφυγή στις κάλπες. Δεν διαμορφώνεται ακριβώς σήμερα ένα αίτημα πρόωρων εκλογών, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το εκλογικό σώμα να είναι μοιρασμένο στη μέση. Η ΝΔ, όπως είπαμε, δεν στοχεύει σε αυτό το μισό που ζητά πρόωρες εκλογές, αλλά στους άλλους που δεν τις ζητούν. Συνεπώς, δεν βρίσκω κανέναν λόγο να πάει σε εκλογές μέσα στο 2025, εκτός αν υποχρεωθεί, που επίσης δεν το βρίσκω πιθανό.

Η αντιπολίτευση δεν μπορεί να σταθεί ως αντίπαλο δέος της κυβέρνησης. Γιατί δεν μπορεί να το καταφέρει, εν μέσω μάλιστα όλων αυτών των σκανδάλων, που λειτουργούν σωρευτικά, όπως παρατηρήσατε;

Γιατί εκτός από το να αναδεικνύεις τις παθογένειες και τα σκάνδαλα, χρειάζεται ένα εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης που να πείθει. Ακόμα και στο θέμα των Τεμπών, η αντιπολίτευση αναλώθηκε περισσότερο σε μια κουβέντα αστυνομικού και δικαστικού περιεχομένου, αντί να αφιερωθεί στο να παρουσιάσει παράλληλα μια πρόταση για το κύριο πρόβλημα που είναι ο σιδηρόδρομος και η παντελής εγκατάλειψή του. Το ίδιο και τώρα με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο είναι σαφώς οικονομικό και πολιτικό, αλλά δεν κατατίθεται πρόταση για το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί αυτός ο οργανισμός και οι συγκεκριμένες διαδικασίες και έτσι μένουμε σε μια «ευχή» το καινούργιο πολιτικό προσωπικό να είναι πιο έντιμο. Η αδυναμία επομένως βρίσκεται στο ότι δεν υπάρχει ένα πλέγμα προτάσεων που να πείθει και αυτό βαραίνει πρώτα και κύρια το ΠΑΣΟΚ και ύστερα τον ΣΥΡΙΖΑ, που όμως έχει μετεξελιχθεί σε ένα μικρό δημοσκοπικά κόμμα. Διότι, για παράδειγμα, δεν έχει ο κόσμος αυτή την απαίτηση από την Πλεύση Ελευθερίας, όπου δεν υπάρχει εμφανής ομάδα προσώπων και στελεχών, είναι ένα προσωποκεντρικό κόμμα, ούτε συνολική πλατφόρμα εναλλακτικής διακυβέρνησης. Είναι ένα κόμμα διαμαρτυρίας, που σημαίνει ότι έχει ένα «ταβάνι», δεν μπορεί να φτάσει σε ποσοστά διακυβέρνησης ως τέτοιο παρά μόνο αν μεταλλαχθεί, κάτι ιδιαίτερα απαιτητικό και δύσκολο. Εκτός αν ακολουθήσει την πορεία του κόμματος του Φάρατζ, που από μονοθεματικό στο Brexit, το οποίο και πέτυχε, μετεξελίσσεται σε ένα κόμμα –τύπου Τραμπ, βέβαια– με κυβερνητική πρόταση.

Το ΠΑΣΟΚ επιμένει στην αυτόνομη πορεία του και είναι σαν να λειτουργεί σε mode επιβίωσης στο κομματικό σύστημα και όχι διεκδίκησης της διακυβέρνησης. Παράλληλα αποφεύγει να πάρει θέση στο ζήτημα των συμμαχιών, το οποίο προτάσσεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και την Νέα Αριστερά ως ένα κοινωνικό αίτημα. Είναι έτσι;

Ο ΣΥΡΙΖΑ στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 και μέχρι το 2019 είχε ψηφιστεί από το 43% σχεδόν του εκλογικού σώματος. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται στο 6-8%. Αν δούμε που έχουν πάει όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι, εξαιρώντας εκείνους που πήγαν στην αποχή, διαπιστώνουμε ότι έχουν διασπαρεί παντού, σε όλα τα κόμματα. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δημιουργήσει μια ανομοιογενή εκλογική βάση και από τα σπλάχνα του γεννήθηκε η Πλεύση Ελευθερίας, η Νέα Αριστερά, το ΜέΡΑ25 ενώ διογκώθηκε το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ και τροφοδοτήθηκαν ακόμα και κόμματα στο δεξιό τμήμα του πολιτικού άξονα. Από εκεί και πέρα, δεν βλέπω ως πρωτογενές αίτημα ξανά τις συμμαχίες, αυτό που τώρα αποκαλείται ως Ενιαίο Μέτωπο. Ενδεχομένως, όμως προτάσσεται από ένα μέρος των ψηφοφόρων ως μοναδικό μέσο αντιμετώπισης της δεξιάς και της Νέας Δημοκρατίας. Εδώ όμως, πρέπει να δούμε πόσο ρεαλιστικό είναι να συμβεί αυτό. Για παράδειγμα, η βάση του ΠΑΣΟΚ είναι διχασμένη, όπως και αντίστοιχα το στελεχιακό του δυναμικό. Οι ψηφοφόροι που το στήριξαν στα πέτρινά του χρόνια, ακούν ΣΥΡΙΖΑ και βγάζουν φλύκταινες. Πρόκειται για τη μισή εκλογική βάση του σημερινού ΠΑΣΟΚ, που θα κοιτούσε περισσότερο θετικά μια συμπόρευση με τη ΝΔ παρά με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ένα από τα βασικά πλήγματα που δέχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαιτίας της αναξιοπιστίας του. Η δημοσιοποίηση των πρακτικών από το συμβούλιο των αρχηγών κατά το δημοψήφισμα την αντιμετωπίζει ή επιχειρείται μόνο μια ανάκαμψη του Αλ. Τσίπρα στα πολιτικά πράγματα;

Η αίσθησή μου είναι -δεν έχω ερευνητικά δεδομένα- ότι η κοινωνία έχει φύγει από αυτά τα ερωτήματα και δεν νομίζω ότι η δημοσιοποίηση των πρακτικών αλλάζει κάτι στη γνώμη του κόσμου, πόσο μάλλον η μερική τους δημοσιοποίηση. Είναι αλλού η κοινωνία. Και υπήρχε μια ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ να αποκτήσει τον κεντρικό εναλλακτικό πόλο της αντιπολίτευσης απέναντι στην ΝΔ με τις εσωκομματικές του εκλογές. Ίσως αν είχε εκλεγεί π.χ. ο κ. Γερουλάνος να ήταν πιο εύκολη και πιθανή μια αμφίπλευρη διεύρυνση του εκλογικού ακροατηρίου του ΠΑΣΟΚ, όπως καταγράφηκε τότε στις έρευνες. Η κα Κωνσταντοπούλου δεν μπορεί να κάνει ένα τέτοιο «γκελ», το ΚΚΕ έχει αυτοεξαιρεθεί από αυτή την υπόθεση και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πια αυτή τη δυναμική. Σε αυτό το σημείο μπαίνει η συζήτηση επανεμφάνισης του κ. Τσίπρα…

Δεν έχει κάψει το πολιτικό του κεφάλαιο; Χωρεί μια επανεμφάνιση Τσίπρα;

Η μεγάλη ευκαιρία του κ. Τσίπρα ήταν, θεωρώ, την περίοδο 2019-2023. Το 32% που του έδωσε ο κόσμος του 2019 ήταν μια επική δήλωση στήριξης, ένα ποσοστό που αναγνώριζε τις δυσκολίες με τις οποίες διακυβέρνησε και το αποτέλεσμα στο οποίο έφτασε τη χώρα. Αν το καλοσκεφτείτε έχασε μόλις 4 μονάδες από το 2015 στο 2019. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας θα έπρεπε να αντιληφθεί και να μετασχηματίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα ριζοσπαστικό κόμμα κινηματικού χαρακτήρα σε ένα κυβερνητικό κόμμα. Όμως κινήθηκε εξαιρετικά άτολμα και αργά. Αν κινηθεί αυτή τη στιγμή, ενδεχομένως θα βρεθεί εγκλωβισμένος σε ένα πεδίο πολυδιασπασμένο και αρνητικό απέναντί του, τουλάχιστον σε επίπεδο ηγεσιών. Με ποιον μπορεί να συμπλεύσει; Οι μόνες άμεσα διαθέσιμες και ενδεχομένως πρόθυμες βάσεις είναι αυτές του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς. Πιθανόν να είχε μια καλύτερη τύχη αν αυτή η πολυδιάσπαση είχε πρώτα εκφραστεί εκλογικά και είχε καταγραφεί η «καμμένη» γη στον χώρο της αντιπολίτευσης. Αλλά ξαναλέω, δεν θα είναι ένας εύκολος δρόμος η επιστροφή.

Η Νέα Αριστερά εκπροσωπεί τις αρχές και τις αξίες του ΣΥΡΙΖΑ της ριζοσπαστικής και κινηματικής αριστεράς, που του έδωσαν ώθηση το 2012. Όμως τώρα δεν φαίνεται να δίνουν ώθηση στη Νέα Αριστερά. Γιατί;

Αυτές τις αρχές θα πρέπει να μπορεί να τις εκφράσει και με ένα αντίστοιχο πολιτικό προσωπικό. Η συντριπτική πλειονότητα των στελεχών της ΝΕΑΡ ήταν στη διακυβέρνηση. Πόσο κινηματικό μπορεί να είναι αυτό; Και μάλιστα οι περισσότεροι ήταν υπουργοί και εφάρμοσαν πολιτικές που «ζόρισαν» τον κόσμο.

Αναφερθήκαμε στην πολυδιάσπαση της Αριστεράς, στην ίδια κατάσταση όμως είναι και η Δεξιά-Ακροδεξιά, και ίσως για τον ίδιο λόγο παρότι οι ιδέες της ακροδεξιάς είναι πια ευρέως αποδεκτές δεν είναι κυρίαρχες, διαμορφώνοντας από τα δεξιά ένα αντίπαλο δέος στη ΝΔ. Υπάρχουν οι συνθήκες για να διαμορφωθεί;

Πέρα από την υπόθεση της Χρυσής Αυγής, που ήταν μια βίαιη και ακραία εκδοχή της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, από τα υπόλοιπα κομματικά σχήματα δεν προκύπτει να έχουμε μια σκληρή ακροδεξιά, τύπου Λεπέν προηγούμενων δεκαετιών. Η ΝΔ, από την άλλη, εξακολουθεί να συγκρατεί στους κόλπους της το κύριο μέρος αυτών που αυτοχαρακτηρίζονται δεξιοί.

Βλέπουμε και πώς διαχειρίζεται το μεταναστευτικό-προσφυγικό…

Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό δεν είναι θέματα που η αυστηρή διαχείρισή τους δεν είναι ελκυστική στους κεντρώους ψηφοφόρους. Και αυτό η ΝΔ το έχει μελετήσει πάρα πολύ καλά και ξέρει ότι η υιοθέτηση αυτών των θέσεων δεν διώχνει τους κεντρώους ψηφοφόρους. Γι’ αυτό και υιοθετεί ξεκάθαρα πιο σκληρή γραμμή στο προσφυγικό, κάτι που ικανοποιεί τους ψηφοφόρους στα δεξιά της.

Ιωάννα Δρόσου

Η ΕΠΟΧΗ