Macro

Παραπλάνηση σε ακροδεξιό φόντο

Η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, επιχειρείται να παρουσιαστεί  ως ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Ωστόσο ο εναγκαλισμός του με την ακροδεξιά, και το σαφές ταξικό πρόσημο των πολιτικών  που γενικόλογα παρουσιάζει, προκαλούν σοβαρά ερωτήματα για το ποιο είναι το πρόγραμμα το οποίο πρεσβεύει ως εναλλακτική λύση έναντι της, κατ΄ αυτόν, «ανίκανης κυβέρνησης». Στην πραγματικότητα οι πολιτικές απόψεις του κυρίου Μητσοτάκη κινούνται πέρα και από τις απόψεις ισχυρών παραγόντων του ίδιου του κόμματός του.

 

 Τρεις μήνες συμπληρώνονται, σε λίγες μέρες, από την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη -ενός ακόμη “πορφυρογέννητου”, γόνου της τρίτης μεγάλης πολιτικής οικογένειας της Ελλάδας – στην ηγεσία της ΝΔ και ήδη τόσο ο ίδιος όσο και τα πάσης φύσεως, εγχώρια και αλλοδαπά, κέντρα ισχύος που τον στήριξαν, πασχίζουν με κάθε τρόπο να καλλιεργήσουν την προσδοκία ότι θα καταφέρει να επαναφέρει το κόμμα σε τροχιά εξουσίας. Άλλωστε, η ΝΔ, μετά τις διαδοχικές εκλογικές ήττες τις οποίες υπέστη όλο το προηγούμενο διάστημα, είναι προφανές ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα στρατηγικής, πέρα φυσικά από το γεγονός ότι «ένα συντηρητικό κόμμα εξουσίας μακριά από την εξουσία, είναι αντίφαση εν τοις όροις, η οποία πρέπει να λυθεί σύντομα γιατί διαφορετικά θα εμφανιστούν φυγόκεντρες τάσεις»(Τάσος Παππάς). Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και η βιασύνη του νέου αρχηγού της δεξιάς να ζητήσει εκλογές στη συζήτηση της Βουλής περί Δικαιοσύνης, δυο μήνες μετά την εκλογή του .

Η υποψηφιότητα και εν τέλει η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην  ηγεσία της ΝΔ, υποστηρίχθηκε (μάλλον «σπρώχτηκε»), σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις υπάρχουσες πληροφορίες, από παντού: από τους δανειστές, όχι κατ’ ανάγκην στο σύνολό τους (άλλωστε η οικογένεια Μητσοτάκη διατηρεί προνομιακές σχέσεις με ποικίλα κέντρα ισχύος στο εξωτερικό ‒ εν προκειμένω, προκάλεσε εντύπωση η ανοικτή, υπέρ του, παρέμβαση της αμερικανικής Wall Street Journal και φυσικά από την εγχώρια διαπλοκή. Σ’ αυτό πρωτοστάτησαν τα ΜΜΕ που αυτή ελέγχει, τα οποία τον εμφανίζουν ως αντίβαρο ή ως τον πιο «σώφρονα» συνομιλητή έναντι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του «αριστερού και λαϊκιστικού ΣΥΡΙΖΑ».

Αυτή βεβαίως η προσπάθεια για ανάδειξη του Κ. Μητσοτάκη ως «αντι-Τσίπρα», ο ετεροπροσδιορισμός, με άλλα λόγια, του νέου αρχηγού της ΝΔ, όπως στο παρελθόν είχε προβληθεί ο πατέρας του Κώστας Μητσοτάκης ως ο «αντι-Ανδρέας», συνιστά ένα αφετηριακό λάθος, το οποίο, παρά ταύτα, συνεχίζεται.

 

Έντονο παρασκήνιο στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ

Οι οπαδοί της ΝΔ με βάση και το ανωτέρω σκεπτικό (ο αντι-Τσίπρας) επέλεξαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη για την ηγεσία του κόμματός τους εκτιμώντας πως θα μπορέσει να «χτυπήσει στα ίσια» τον πρωθυπουργό και να οδηγήσει το κόμμα γρήγορα στην κυβέρνηση. Ταυτόχρονα δε, είναι πιθανόν να τον επέλεξαν ενοχλημένοι από την αιδήμονα σιωπή του Κώστα Καραμανλή τα τελευταία χρόνια και τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από τα κυρίαρχα ΜΜΕ αλλά και μερίδα της Κεντροαριστεράς, για ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας του Μεγάρου Μαξίμου με το «καραμανλικό μπλοκ» εντός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Και φυσικά, εξετάζοντας την εκλογή Μητσοτάκη, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας –γράφτηκε κατά κόρον στον Τύπο και αποδείχθηκε μετά τις εσωκομματικές εκλογές– το άγριο παζάρι του παρασκηνίου του σημερινού αρχηγού της ΝΔ με τον Αντώνη Σαμαρά («κόκκινο πανί» για την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) αλλά και με τους ανθυποψηφίους του Άδωνι Γεωργιάδη και Απόστολο Τζιτζικώστα για τη νομή της κομματικής εξουσίας. Παζάρι που είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του ακροδεξιού τηλεοπτικού αστέρα στη θέση του αντιπροέδρου της ΝΔ ( έτερος αντιπρόεδρος, για λόγους προφανούς ισορροπίας αλλά και με αγαστές σχέσεις με το ευρωπαϊκό ιερατείο, αναδείχθηκε  ο Κωστής Χατζηδάκης).

Ενδεικτικό των διεργασιών που σημειώθηκαν στο εσωτερικό της ΝΔ και του παρασκηνίου που υπήρξε κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο των εσωκομματικών εκλογών, είναι το ότι στον δεύτερο γύρο  ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης εξανέμισε διαφορά 11 μονάδων σε επίπεδο ποσοστού και πήρε, σε απόλυτους αριθμούς,  λιγότερες ψήφους από όσες στον πρώτο!

Το επιτελείο Μητσοτάκη, έχοντας στα χέρια του, μετά τον πρώτο γύρο,  τη λίστα με τα ονόματα όσων προσήλθαν να ψηφίσουν, επιδόθηκε σε μια καλά σχεδιασμένη (και δαπανηρή) επιχείρηση, πόρτα-πόρτα, (ακριβέστερα, τηλέφωνο-τηλέφωνο), απευθυνόμενο, με επιτυχία, όχι στον παραδοσιακό δεξιό ψηφοφόρο (αυτό το ανέλαβαν οι νέοι σύμμαχοι, Σαμαράς, Γεωργιάδης και Τζιτζικώστας) αλλά στα μεσοαστικά κοινωνικά στρώματα, τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, ειδικότερα στη δευτερογενή  και τριτογενή παραγωγή, που ιδιαιτέρως διακατέχονται από αντι-ΣΥΡΙΖΑ μένος. Πρόκειται στην πλειονότητά τους για πρώην ψηφοφόρους του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, που μετά το πρώτο μνημόνιο έχουν στραφεί προς τη ΝΔ επιδιώκοντας να διατηρήσουν ό,τι μπορούν από τα κεκτημένα τους, και θεωρούν ως αδυσώπητους αντιπάλους τους όσους «τρέφονται» από ένα «παρασιτικό», στην αντίληψή τους, Δημόσιο – αντίληψη που καλλιεργείται εντέχνως από τα ΜΜΕ που προωθούν τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Πρέπει πάντως να υπογραμμιστεί ότι η συμμετοχή αυτών των στρωμάτων παρά τον «ενθουσιασμό» των ιθυνόντων της Ν.Δ. ήταν στην πραγματικότητα πολύ περιορισμένη: 400.000 οπαδοί του κόμματος προσήλθαν στις εσωκομματικές κάλπες έναντι των 800.000 που είχαν συμμετάσχει στην αντίστοιχη διαδικασία το 2009

 

Παραπλανητικό προφίλ

Η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ επιχειρείται να παρουσιαστεί (με τη βοήθεια και διαφόρων «περίεργων» δημοσκοπήσεων) ως ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, κάτι που πιθανόν εντάσσεται στον επίμονο σχεδιασμό ορισμένων κύκλων περί «αριστερής παρένθεσης». Και με αυτό το σκεπτικό:

1) αποκαλείται «Κυριάκος» δίχως το επώνυμο, προκειμένου να μη διεγείρονται τα όποια αντιμητσοτακικά σύνδρομα και να μην υπενθυμίζονται οι όποιες (αν μη τι άλλο καταγεγραμμένες) σχέσεις με τους, εγχώριους και μη, διαπλεκόμενους παράγοντες. Εν προκειμένω αξίζει να επισημανθεί το έμπρακτο «ευχαριστώ» του νέου αρχηγού της ΝΔ προς το εγχώριο σύστημα διαπλοκής, με τη στάση που τήρησε στο θέμα της συγκρότησης του ΕΣΡ και, κατ΄ επέκταση, στο θέμα των αδειών στα ΜΜΕ που λειτουργούν παράνομα.

2) παρουσιάζεται ως ο «σωτήρας» και ως ο «μεταρρυθμιστής» στον οποίο προσβλέπει η κοινωνία, και εντέχνως παρακάμπτονται –ή επιχειρείται να ξεχαστούν– η σκληρή νεοφιλελεύθερη γραμμή την οποία πρεσβεύει και την οποία υπηρέτησε με απόλυτη συνέπεια είτε ως υπουργός των απολύσεων, είτε συνυπογράφοντας και υπηρετώντας με ευλάβεια τα μνημόνια και

3) καλλιεργείται η προσδοκία ότι θα είναι αυτός που θα αναστήσει τους «νοικοκυραίους» και τη λεγόμενη «μεσαία τάξη», την οποία –ας μην ξεχνάμε– αποσάθρωσαν οι πολιτικές που εφάρμοσαν τα χρόνια της κρίσης οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Ο προβαλλόμενος ως «μεταρρυθμιστής» και εχθρός του «λαϊκισμού» Κυριάκος Μητσοτάκης είναι βέβαιο ότι με την  εκλογή του δημιουργεί νέα δεδομένα τόσο στο εσωτερικό της ΝΔ, όσο και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, δεδομένα που φυσικά σχετίζονται με την εν γένει αναμόρφωση του αστικού κομματικού σκηνικού που σημάδεψε τα χρόνια της κρίσης. «Ενωμένοι να προχωρήσουμε στη δημιουργική ανανέωση και τη διεύρυνση, ώστε σύντομα η ΝΔ να γίνει η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη. Η παράταξη που θα δώσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης» δήλωσε μετά την  εκλογή του, διευκρινίζοντας ότι «ο σκοπός μας είναι ένας: να εκφράσει η ΝΔ όλες τις δυνάμεις του τόπου που βρίσκονται απέναντι στο λαϊκισμό μιας ανίκανης κυβέρνησης».

 

Όνειρα ανατροπής του πολιτικού σκηνικού

Τα νέα δεδομένα ως προς το ευρύτερο πολιτικό σκηνικό κατέστησαν ήδη εμφανή όταν, μετά την εκλογή του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέκτησε «θαυμαστές» από άλλους χώρους, όπως το Ποτάμι με δηλώσεις κορυφαίων στελεχών του όπως ο Χάρης Θεοχάρης, ή ακόμη και το ΠΑΣΟΚ (βλ. διαγραφή Γρηγοράκου). Βέβαια, η κα Φώφη Γεννηματά δεν απέκρυψε το φόβο της και γι΄ αυτό δήλωσε (δίχως να πείθει κανέναν) ότι «με τον κ. Μητσοτάκη μάς χωρίζει άβυσσος», ενώ, προσπαθώντας να θυμίσει την ανδρεοπαπανδρεϊκή ρητορεία, πρόσθεσε ότι «η Δεξιά, όποιον κι αν έχει αρχηγό, δεν αλλάζει»…  Σ΄αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται και η ασθμαίνουσα αντίδραση της Άννας Διαμαντοπούλου η οποία πριν αλέκτορα φωνήσαι έσπευσε να χαρακτηρίσει την εκλογή Μητσοτάκη «θετική εξέλιξη»  εκτιμώντας ότι «μια συνεπής πορεία του προς το Κέντρο, με μεταρρυθμίσεις και ευρωπαϊκό προσανατολισμό, είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει όλα τα κόμματα, μη εξαιρουμένων και των κομμάτων της κυβέρνησης».

Επί της ουσίας δηλαδή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την απαραίτητη συνδρομή των σχετικών κύκλων, επιδιώκει να «απαντήσει» στη στρατηγική ήττα των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων και να καλύψει πολιτικά το χώρο που ξεκινάει από τις παρυφές της Χρυσής Αυγής και φτάνει ως τους «κεντρογενείς» ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και, ως εκ τούτου, μόνο τυχαία δεν είναι η συνύπαρξη των κ.κ. Γεωργιάδη και Χατζηδάκη στις θέσεις των δύο αντιπροέδρων.

Ο πρώτος, με τις γνωστές του ακροδεξιές θέσεις, κάνει το «βρώμικο» παιχνίδι – ήδη οι έξαλλες επιθέσεις του κατά της κυβέρνησης (με τη γνωστή «λογική», την οποία μετέρχεται συχνά και ο Α. Λοβέρδος στη Βουλή, του να προσάπτεις, δηλαδή, κάτι στον αντίπαλό σου, πριν προλάβει να σου το πει εκείνος…) αποτελούν μέρος της ημερήσιας διάταξης–, ενώ ο δεύτερος προσπαθεί να ενσαρκώσει τη «γυαλιστερή επιφάνεια» της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διακήρυξε πως έχει αυστηρό χρονοδιάγραμμα και σε 111 μέρες (έχουν, ήδη, περάσει οι 80) θα είναι έτοιμος, ο ίδιος και η ΝΔ, για τη «μεγάλη επιστροφή». Αν υποθέσουμε ότι αυτή του η δήλωση εμπεριέχει κάποιο βαθμό αλήθειας και δεν αποτελεί ένα ακόμα λεκτικό πυροτέχνημα, τα ερωτήματα που αναδεικνύονται και ζητούν απαντήσεις είναι πολλά.

 

Μια στροφή μα ποια στροφή;

Τι μπορεί να κάνει ένας αρχηγός σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ώστε να ανασυγκροτηθεί ένα κόμμα που απέτυχε ως κυβέρνηση και βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο;

Ποιο είναι το πρόγραμμα το οποίο πρεσβεύει ως εναλλακτική λύση έναντι της, κατ΄αυτόν, «ανίκανης κυβέρνησης»;

Έχει άραγε θέσεις για τα μεγάλα ζητήματα της χώρας, όπως αυτά δημιουργήθηκαν όχι μόνο λόγω του υπάρχοντος καπιταλιστικού πλαισίου, αλλά και λόγω των πολιτικών που άσκησε το κόμμα του, είτε μόνο του, είτε με το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο τα τελευταία 40 χρόνια αλλά πρωτίστως στα χρόνια της κρίσης;

Θα καταφέρει να ισορροπήσει ανάμεσα στις ακροδεξιές και ανελαστικές θέσεις (όπως, π.χ., στο προσφυγικό) των κ.κ. Γεωργιάδη, Σαμαρά και Βορίδη και στις δικές του, υποτιθέμενα, φιλελεύθερες και με κεντρώα μάλλον αναφορά;

Ο νέος αρχηγός της ΝΔ ισχυρίζεται πως δεν έχει σχέση με την ακροδεξιά, ότι δεν είναι νεοφιλελεύθερος (κάτι που του προσάπτει η Αριστερά, αλλά και η ηττηθείσα στην παρούσα φάση λαϊκή δεξιά) και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος «λέει την αλήθεια».

Και ο Άδωνις Γεωργιάδης τι είναι; Κεντρώος; Η αντικατάσταση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη από τον Μάκη Βορίδη στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, στη συζήτηση για τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, συζήτηση όπου η εγχώρια διαπλοκή εμφανίζει τις «χρυσές εφεδρείες» της, παίζοντας όσα χαρτιά μπορεί, αποτελεί επίδειξη κεντρώας στροφής του νέου αρχηγού της ΝΔ;

Πώς αιτιολογείται η σαφής αποστασιοποίηση όχι μόνο του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, αλλά και του συνόλου σχεδόν του «καραμανλικού μπλοκ», από τα τεκταινόμενα στη ΝΔ;

Και οι δηλώσεις του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος δήλωσε για την προσφυγική κρίση ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε για καιρό πως “όλοι έχουν δικαίωμα ασύλου”, πως “δεν υπάρχουν λαθρομετανάστες, ενώ οι περισσότεροι ήταν λαθρομετανάστες!» τι σχέση έχουν με τις δηλώσεις του ίδιου του σημερινού αρχηγού της ΝΔ ότι «το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό» και ότι, εν πάση περιπτώσει, «οι ευθύνες για την έκταση του προβλήματος βαραίνουν τόσο την Κυβέρνηση όσο και την ΕΕ»; Η απάντηση έρχεται από τις δηλώσεις του κυρίου Μητσοτάκη μετά την επίσκεψη του στην Ειδομένη: χαρακτήρισε την εκεί κατάσταση «γροθιά στο στομάχι της πολιτισμένης Ευρώπης» και διαπίστωσε ότι «πρέπει οι πρόσφυγες να μεταφερθούν άμεσα σε άλλες δομές», αποσιωπώντας ότι το ίδιο λέει και η κυβέρνηση, ότι ήδη υπάρχουν εκεί πούλμαν για τη μεταφορά των προσφύγων, αλλά μένουν άδεια καθώς οι πρόσφυγες, για διάφορους λόγους, διστάζουν να φύγουν από εκεί οικειοθελώς.

Αμφιβάλλει κανείς πως, αν ήταν στην κυβέρνηση, η συγκεκριμένη ηγεσία της ΝΔ θα είχε προβεί σε επιχειρήσεις «σκούπα» για την «ανακατάληψη» της Ειδομένης, στα πρότυπα της «ανακατάληψης των πόλεών μας από τους λαθρομετανάστες», που υποσχόταν στην προεκλογική του εκστρατεία ο κ. Σαμαράς; Διαλύει τις τυχόν αμφιβολίες ο κ. Μητσοτάκης  όταν δηλώνει, κατά την προσυνεδριακή εκδήλωση της ΝΔ στη Λαμία, ότι οι δραματικές εξελίξεις στο προσφυγικό είναι το πρώτο και πιεστικότερο πρόβλημα της χώρας και για το λόγο αυτό δεν πρόκειται να συναινέσει στις επιλογές του Αλέξη Τσίπρα – εννοώντας τις επιλογές ανθρωπιστικής στάσης και σεβασμού των διεθνών συνθηκών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υλοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αν η συμμαχία με ακροδεξιά στοιχεία είναι, ενδεχομένως, εξ ανάγκης συμμαχία και οι κορώνες υπέρ της ασφάλειας των «νοικοκυραίων» είναι απλώς επικοινωνιακή επιλογή του κυρίου Μητσοτάκη, δεν ισχύει το ίδιο για τις κύριες ιδεολογικές του επιλογές. Είναι άραγε δυνατόν να επιχειρείται να διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη το γεγονός ότι επί υπουργίας του στο Διοικητικής Μεταρρύθμισης απολύθηκαν οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών (ως δαπανηρές για το κράτος) και, λίγο πριν τις εκλογές, αντικαταστάθηκαν εν μία νυκτί (κυριολεκτικά) από ημέτερους όλοι οι  Διευθυντές στη δημόσια διοίκηση, χωρίς καμία διαδικασία προκήρυξης θέσης και μοριοδότησης;

Στην πραγματικότητα οι πολιτικές απόψεις του κυρίου Μητσοτάκη κινούνται πέρα και από τις απόψεις ισχυρών παραγόντων του ίδιου του κόμματός του: αποθεώνοντας την κυριαρχία της αγοράς και βαφτίζοντας απαξιωτικά ως κρατισμό, οποιαδήποτε απόπειρα ελέγχου της, ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποτελεί εξαιρετικό ιδεοληπτικό αναγνώστη συγκεκριμένων πανεπιστημιακών πολυσέλιδων  εγχειριδίων, με μηδενική σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα την οποία φαντασιώνεται ότι θα «θεραπεύσει».

Εξάλλου, αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι νεοφιλελεύθερος, ας μας πει σε ποια ιδεολογική ομάδα ανήκουν οι πολιτικές που εφάρμοσε με συνέπεια και με ευλάβεια. Και όπως διερωτήθηκε ο Τάσος Παππάς «σε ποια σχολή οικονομικής σκέψης ανήκουν οι απόψεις του για λιγότερο (πολύ λιγότερο) κράτος, για συρρίκνωση των δικτύων κοινωνικής προστασίας, για μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, για αυτορυθμιζόμενες αγορές, για τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας, για την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, για τη μη επιστροφή του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων»;

Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αναδείξει, αφενός τον εναγκαλισμό του Κυριάκου Μητσοτάκη με την Ακροδεξιά, αφετέρου το σαφές ταξικό πρόσημο των πολιτικών που γενικόλογα παρουσιάζει (πρωτίστως αυτών που υπηρέτησε με αυστηρή προσήλωση στις υποδείξεις των μνημονίων). Μπορεί ο Άδωνις Γεωργιάδης να είναι αυτός που δήλωσε, με το γνωστό ύφος που τον διακρίνει, πως «αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια  θα έπρεπε να τα εφεύρουμε», όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αυτός που πιστεύει, ως Ευαγγέλιο, τις μνημονιακές πολιτικές. Και αυτό είναι το πλέον επικίνδυνο, όταν μάλιστα έχεις απέναντί σου ασφυκτικές ευρωπαϊκές πιέσεις.

Η Αννέτα Καββαδία είναι βουλευτής Β’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ και δημοσιογράφος.