Δεν πρόκειται να ξαναχρησιμοποιήσω τον όρο «Alt-Right» που διαβάζω συχνά στον ξένο Τύπο, ιδίως όταν γίνεται λόγος για το κίνημα Black Lives Matter. Πρόκειται εντέλει για έναν παραπλανητικό προσδιορισμό της «Εναλλακτικής Δεξιάς», ο οποίος επιχειρεί να συγκαλύψει τις θεωρίες περί «λευκής υπεροχής», αλλά και την ξενοφοβία, την ισλαμοφοβία, τον χριστιανικό φονταμενταλισμό, τον ιστορικό αναθεωρητισμό, τον αντι-Διαφωτισμό κ.ά., που κινούν τη νέα Ακροδεξιά στις ΗΠΑ.
Οι λέξεις του φασισμού και του ναζισμού δεν κατέφευγαν σε υπαινιγμούς: «Ζήτω ο θάνατος» ήταν το μαύρο σύνθημα για τη διάχυση της βίας στην Ιταλία, στη Γερμανία, στον Εμφύλιο της Ισπανίας ήδη από τον Μεσοπόλεμο. Και το πολιτικό – ιδεολογικό μήνυμά του ενάντια σε ό,τι «μολύνει το έθνος» ήταν ξεκάθαρο. Αντίθετα, το σημασιολογικό φορτίο των λέξεων που χρησιμοποιεί η νέα Ακροδεξιά προκειμένου να διεισδύσει σε καινούργια ακροατήρια δεν είναι πάντα πρόδηλο.
Χαρακτηριστικό το σύνθημα να ξαναγίνει ηγεμονική η Ευρώπη, «Make Europe Great Again», που συμπυκνώνει όλο το αποικιοκρατικό παρελθόν της καθώς και μια μακρά παράδοση φυλετισμού, συσπειρώνοντας τους οπαδούς του ταυτοτικού κινήματος. Οι «identitarians» δεν έχουν μεν στίγμα νεοναζί, αλλά στρατολογούν μέλη από ακροδεξιές οργανώσεις και διαχέουν τις απόψεις τους ενάντια στις πολυφυλετικές κοινωνίες, υποστηρίζοντας την πολιτισμική ταυτότητα με θέσεις που πλησιάζουν τον νατιβισμό. Ο,τι πρέπει για να εκκολαφθεί ένας αμυντικός ρατσισμός…
Τέτοιες κρυφές συνδέσεις με την Ακροδεξιά, τέτοιες υπόγειες διαδρομές που μπορεί να φτάνουν μέχρι τις κρατικές δομές, εντοπίζει ο Κωστής Παπαϊωάννου στο καινούργιο του βιβλίο Αγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά. Από τον φασισμό στον μεταφασισμό. Η δημοκρατία απέναντι στη νέα Ακροδεξιά, (εκδ. Πόλις). Και τις παρουσιάζει ανάγλυφα, με τρόπο ερεθιστικό μέσα από ένα πινγκ-πονγκ σύντομων και ουσιαστικών ερωτήσεων-απαντήσεων, συνολικά 249 (ό,τι πρέπει για να σκίσει τις περγαμηνές του κάθε δημοσιογράφος)!
Εκεί είναι χωνεμένη η εμπειρία του (από τη Διεθνή Αμνηστία και την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) και η γνώση (σπουδές Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών) με όλο το βάθος τους, επίσης η συνείδηση του εκπαιδευτικού (διδάσκει στην Ελληνογαλλική Σχολή), η ευαισθησία του στα ζητήματα κουλτούρας, και, κυρίως, το μαχητικό πνεύμα που τον κινεί.
Μάλιστα, παρότι το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους μαθητές και στις μαθήτριές του, δεν απευθύνεται σε έφηβους αλλά στο ανήσυχο γενικό αναγνωστικό κοινό. Και μας δίνει απαντήσεις για να δημιουργήσουμε τα νέα εργαλεία που χρειαζόμαστε για «μια ρεαλιστική αντιπαράθεση κατά της νέας Ακροδεξιάς, στους δρόμους, στους θεσμούς και στο κρίσιμο πεδίο της μνήμης και της γνώσης».
Η σκληρή Ακροδεξιά δεν έχει πάψει να υπάρχει, σημειώνει ο Παπαϊωάννου, αλλά πλέον υπάρχει και η Ακροδεξιά που εμφανίζεται πιο «αντισυστημική» και ριζοσπαστική ή πιο θεσμική, ανάλογα, παίρνοντας το σχήμα της κουλτούρας στην οποία ανήκει. Παράλληλα επιχειρείται και μια «κανονικοποίησή» της, ένα «mainstreaming», οπότε έχουμε και μια ιλουστρασιόν Ακροδεξιά του… καναπέ. Οπως εξηγεί στην «Εφ.Συν.»:
«Ακροδεξιοί πολιτικοί κανονικοποιούνται, εντασσόμενοι σε παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα και υιοθετώντας πιο “κανονικές” ατζέντες. Από την άλλη, παραδοσιακά κόμματα μιλάνε με όρους όλο και πιο σκληρής Δεξιάς σε θέματα όπως το μεταναστευτικό, η ασφάλεια, η πολιτισμική καθαρότητα, οι πολιτικές ένταξης. Η ακροδεξιά ατζέντα μπαίνει στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, νομιμοποιείται. Σε όλη την Ευρώπη, μετά το προσφυγικό ρεύμα του 2015, υπήρξε μια μετατόπιση του πολιτικού άξονα πιο συντηρητικά. Η αντιμεταναστευτική πολιτική και η ρητορική που τη συνοδεύει ήταν πριν λίγα χρόνια το αποκλειστικό μενού της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Η Κεντροδεξιά την υιοθέτησε για να καταφέρει μια μικρή ανάσχεση, αλλά εντέλει η Ακροδεξιά θα τη “δαγκώσει”. Το ίδιο έχουμε στην Ελλάδα. Ακροδεξιούς σε εξέχουσες θέσεις στην κυβέρνηση και στο κυβερνών κόμμα. Κανονική ακροδεξιά συνιστώσα, πια. Διολισθήσαμε από συγκυβέρνηση-με-Ακροδεξιά στην Ακροδεξιά-εντός-κυβερνώντος-κόμματος».
Η «άγρια ιστορία» του βιβλίου καλύπτει έναν αιώνα 1920-2020 και απλώνεται στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με τον συγγραφέα να φωτίζει σε βάθος και τις ελληνικές επιδόσεις σ’ αυτό το τοπίο: ελληνικός αντισημιτισμός, δωσιλογισμός, δικτατορία, Μακεδονικό, εθνικισμός στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, Σρεμπρένιτσα (και αδράνεια των πολιτικών και δικαστικών αρχών σχετικά με τη συμμετοχή Ελλήνων παραστρατιωτικών στη σφαγή), εκπαιδευτικό αφήγημα (μια γλώσσα-μια θρησκεία-μια ταυτότητα), άνοδος της ρατσιστικής βίας μετά το 2010, «μαύρα στεγανά» στην αστυνομία, Παύλος Φύσσας, ανοχή και συνενοχή σε μια δημοκρατία που είναι κουρασμένη. Παράλληλα, θέτει και ζητήματα καθόλου αυτονόητα: «Πώς να μιλήσουμε για ασφάλεια χωρίς να ενισχύσουμε την ακροδεξιά ρητορική;»
Δεν τον απασχολούν λοιπόν μόνο οι Λέξεις, αλλά και τα Πράγματα: λ.χ. οι διατάξεις για την ασφάλεια που νομοθετούν τον νέο αυταρχισμό, η διασπορά των fake news, η ανάδυση της «θεωρίας των δυο άκρων», ο ακραίος σεξισμός κ.α. Παράλληλα, καταγράφει και φωνές λογοτεχνών, ιστορικών, διανοουμένων που συνέλαβαν το ειδικό βάρος των φασιστικών, νεοφασιστικών, μεταφασιστικών πραγμάτων στα βιβλία τους και παρακολουθεί πρόσωπα-σύμβολα.
Ενώ λοιπόν η περίοδος 1946-1967 έχει καταγραφεί από τον Ηλία Νικολακόπουλο ως περίοδος «καχεκτικής» δημοκρατίας, ο Παπαϊωάννου εισάγει τον όρο «έγκλειστη» δημοκρατία, για να περιγράψει μια νέα πραγματικότητα όπου διεθνώς η νέα Ακροδεξιά διαβρώνει τις αρχές μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στην Ελλάδα «δεν είμαστε ακόμα εκεί», απαντά στην «Εφ.Συν.».
«Ωστόσο η ώσμωση εκτελεστικής εξουσίας με ολιγάρχες ιδιοκτήτες ΜΜΕ και το τείχος προστασίας γύρω από όσους μιντιάρχες έχουν ποινικές εκκρεμότητες, η λίστα Πέτσα, η μονομπλόκ πληροφόρηση μυρίζουν “κατευθυνόμενη” δημοκρατία. Η κάμψη των αρχών διαφάνειας στις προμήθειες του Δημοσίου και οι απευθείας αναθέσεις δείχνουν μια “ευνοιοκρατική” δημοκρατία. Η ατιμώρητη εκτράχυνση και η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας δείχνει “αστυνομική” δημοκρατία. Αυτά, μαζί με το αδικαιολόγητα παρατεταμένο κλείσιμο του Κοινοβουλίου και τον περιορισμό του δημοκρατικού ελέγχου αποτελούν κατάγματα στο σώμα του πολιτεύματος».
Αλλοι στη θέση του θα μιλούσαν για «φασιστικές πολιτικές» και «φασιστική νοοτροπία». Ομως αυτή η καταγγελτική φρασεολογία που έχει ενσωματωθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο της Αριστεράς αλλά και στην καθημερινή γλώσσα, έχει απονευρωθεί, γράφει ο Παπαϊωάννου. Και πάντως δεν επισημαίνει τις επικίνδυνες εκφάνσεις της νέας Ακροδεξιάς. Κάτι δηλώνει λ.χ. το ότι στη δημόσια σφαίρα εκδηλώνεται ένας ισχυρός αντικοινοβουλευτισμός κι από κοντά μια ρητορική που δικαιολογεί αυτά τα «κατάγματα».
«Είναι εμφανής η εμμονή ορισμένων με τη Μεταπολίτευση», μας λέει. «Η πολιτειακή αλλαγή το ’74, το τέλος του μετεμφυλιακού κράτους και η θεμελίωση της πιο μακροχρόνιας και ουσιαστικής δημοκρατίας σε κάποιους έπεσε βαριά. Δείτε με πόση εμμονή λένε “Να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση”. Το πνεύμα της φταίει για όλα, είναι πνεύμα άκριτων διεκδικήσεων, συντεχνιακού κατακερματισμού και προνομίων. Φυσικά υπήρξαν στρεβλώσεις και καταχρήσεις. Ολοι τις γνωρίζουμε, πάσχουμε από αυτές, τις πληρώσαμε ακριβά. Αλλά η εργαλειοποίησή τους σκοπό έχει να αποδομηθούν και να διαλυθούν οι ιμάντες της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Τι λένε; Τα Πανεπιστήμια είναι χώροι ανομίας, θα βάλουμε πανεπιστημιακή αστυνομία. Τα συνδικάτα είναι κάτι προνομιούχοι τεμπέληδες, θα περιορίσουμε νομοθετικά την απεργία και τις διαδηλώσεις. Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις είναι πράκτορες του Σόρος ή διακινητές μεταναστών, θα τους στείλουμε στον εισαγγελέα. Δείτε πώς δαιμονοποιείται συστηματικά επί χρόνια το δικαίωμα στο συνέρχεσθαι: η διαδήλωση φταίει για τα άδεια μαγαζιά, το κυκλοφοριακό και τον Covid-19. Ξέρετε τι λέει ο κυρίαρχος λόγος που εκπέμπεται από την κυβέρνηση και τα μεγάλα ΜΜΕ; “Σας δώσαμε όσα συνιστούν μια συμμετοχική δημοκρατία και κάνατε κατάχρηση. Σας δώσαμε πολλή δημοκρατία και το παρακάνατε. Ωρα να τελειώνουμε με την πολλή ελευθερία”. Σαν να γυρεύουν ρεβάνς από τη Μεταπολίτευση».
Επαναπολιτικοποίηση των νέων με νέα εργαλεία
«Η άνοδος της Aκροδεξιάς θέτει επί τάπητος όλα τα θέματα δικαιωμάτων» υπογραμμίζει ο Κωστής Παπαϊωάννου. Από το ’80 δραστηριοποιείται στον χώρο της προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όμως μετά το 2010 έχει επικεντρωθεί στο ακροδεξιό φαινόμενο. Πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του Δικτύου Καταγραφής Ρατσιστικών Επιθέσεων και στον συντονισμό του Παρατηρητηρίου στη Δίκη της Χρυσής Αυγής. Τώρα διευθύνει την πρωτοβουλία «ΣΗΜΕΙΟ για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς» με πολλές παρεμβάσεις, οι οποίες αφορούν την εκπαίδευση και βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση σε γονείς και δασκάλους.
«Μιλώντας για το μεταφασιστικό φαινόμενο, πάλι με τα δικαιώματα ασχολούμαι: ρατσισμός, εθνικισμός, τοξική αρρενωπότητα, αστυνομική αυθαιρεσία, μισαλλοδοξία, αντισημιτισμός, ισλαμοφοβία, εγκλήματα μίσους… Η ανερχόμενη Aκροδεξιά δεν χρειάζεται να πάρει την εξουσία. Στριμώχνει την αποκαμωμένη και φοβισμένη δημοκρατία στον τοίχο. Η δημοκρατία υπό τον φόβο της Ακροδεξιάς υιοθετεί την ατζέντα της. Συρρικνώνει τις ελευθερίες».
Στο βιβλίο του επισημαίνει επιπλέον ότι ο φασισμός και οι σημερινές μεταλλάξεις του «στοχεύουν στην καρδιά και στο μυαλό όλων αλλά περισσότερο των νέων». Ωστόσο στην Ελλάδα η νεολαία αντιδρά δυναμικά στη στοχοποίηση και στην πρωτοφανή καταστολή που υφίσταται. Αρα; Μήπως είναι καλύτερα θωρακισμένη απέναντι στην Ακροδεξιά;
«Οντως πολλοί νέοι αντιδρούν, είναι υποψιασμένοι, ζουν υπό πίεση. Νέοι “υπεράνω υποψίας”. Αλλά να μην ξεχνάμε ότι εκεί ακριβώς αναζητούν άλλοι τους ορμητικούς υποστηρικτές μιας δεξιάς ριζοσπαστικοποίησης. Δίπλα στους νέους που διεκδικούν με προτάγματα ισότητας και ελευθερίας, άλλοι νέοι γίνονται γόμωση αυταρχική, αποζητούν εθνική ή φυλετική περιχαράκωση, επιστροφή σε ένα ιδεατό παρελθόν καθαρότητας. Και οι μεν και οι δε νιώθουν πως λειτουργούν αντισυστημικά, ανατρεπτικά. Προσβλέπω πάντως κι εγώ σε μια αμφισβητητική επαναπολιτικοποίηση, στην εκκίνηση μιας ευρείας δημοκρατικής διεκδίκησης των νέων, με νέα εργαλεία, νέες δικτυώσεις, νέες συλλογικότητες. Σε μια στράτευση όχι μόνο ενσώματη, στον δρόμο, αλλά και στον χώρο των ιδεών, της πληροφόρησης, της γνώσης».
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών