Macro

Παντελής Μπουκάλας: Το άλγος και το άγος

Λένε πως ο χρόνος γιατρεύει πολλά όσο κυλάει. Για τους οικείους των θυμάτων και των αγνοουμένων όμως, συζύγους, μανάδες, πατεράδες, αδέρφια, ξαδέρφια, συντρόφους, φίλους αγαπημένους, ο χρόνος έχει πια παγώσει. Το ρολόι της ψυχής τους, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα δείχνει πάντα μεσάνυχτα 28ης Φεβρουαρίου προς 1η Μαρτίου. Προς μιαν άνοιξη που δεν θα ‘ρθει ποτέ. Ναι, κουτσά-στραβά η ζωή τους θα συνεχιστεί. Θα γυρίσουν στη δουλειά τους ή στη σχολή τους, αύριο – μεθαύριο οι νεότεροι θα παντρευτούν, θα ξαναπεράσουν από τα Τέμπη, δεν γίνεται αλλιώς. Το άλγος τους όμως δεν θα το μερέψουν ποτέ. Θα ξυπνούν πάντα μ’ ένα πελώριο «γιατί;» να τους αναστατώνει και να τους παραλύει. Γιατί τόση συσσώρευση αμέλειας, ανοησίας, κουτοπονηριάς, κερδοθηρίας, πολιτικαντισμού εκεί στη μαύρη τρύπα των Τεμπών, που άρπαξε τους αγαπημένους τους με τον σκληρότερο των πιθανών τρόπων.

Ενα επίσης πελώριο «γιατί;» θα ‘πρεπε να περιμένει στο δικό τους ξύπνημα όσους έφταιξαν λίγο ή πολύ, από το πόστο του ο καθένας. Τους συνυπαίτιους για το άγος των Τεμπών. Τους κυβερνήτες που ετοίμαζαν πανηγυρική εκδήλωση για να διαφημίσουν Κέντρα Τηλεδιοίκησης-Σηματοδότησης, ενώ στις ράγες ηγεμονεύει το «πάμε κι όπου βγει», που δεν ηγεμόνευε ούτε επί «μουντζούρη». Τους υπουργούς, υφυπουργούς, γενικούς γραμματείς και λοιπούς φαρισαίους, που είπαν μια, δυο, δέκα φορές «έλα μωρέ τώρα, κι αύριο μέρα είναι». Κι άφησαν να περνούν τα χρόνια χωρίς αυτοί να κάνουν άλλο καθήκον εκτός από το καθήκον τους προς την ανταποδοτική πελατεία τους. Τους κομματάρχες που κολάκεψαν, πίεσαν, έταξαν, για να προωθήσουν το δικό τους παιδί, να το βοηθήσουν να τρυπώσει οπουδήποτε, να γίνει ακόμα και λιμενάρχης, σταθμάρχης κτλ. – «έλα μωρέ τώρα, δυο κουμπιά είναι, θα τα κατάφερνε κι ο πιτσιρικάς μου».

Τους εργολάβους που για ένα βράδυ παραπάνω στα μπουζούκια ή στο καζίνο, με νόστιμη παρέα, δεν νοιάζονται αν μπορεί να πάρουν στον λαιμό τους κόσμο και κοσμάκη με τις «παρατυπίες» τους, την αχόρταγη πλεονεξία, τη δολιότητα, τα κονέ τους με την εξουσία και με καταφερτζήδες δικολάβους. Και τους δημοσιογράφους-δημοσιολόγους σαν κι αυτούς που λούφαξαν για λίγο, πολύ λίγο, εκτάκτως συγκινημένοι, κι ύστερα ξαναβρήκαν εύκολα τον αυθεντικό εαυτό τους. Κι άρχισαν να επιτιμούν τους συνδικαλιστές για «αδράνεια», γιατί όταν απεργούσαν, όταν διαδήλωναν, όταν κατέθεταν εξώδικα, δεν στράφηκαν να τους ακούσουν.

Παντελής Μπουκάλας

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ