«Εν εκάστω χωρίω», λέει το παλιό βιβλίο, του 1870, με τον τίτλο «Ζαγοριακά, οις προσετέθησαν καί τινα περί Ηπείρου», «απαντώνται και 4-5 οικογένειαι Γύφτων, εχόντων τα ήθη, τα έθιμα και την θρησκείαν των λοιπών κατοίκων. Οι εκ της Ινδικής προσελθόντες ούτοι κατά τον Γρέλμανον Φαραώνες [Γρέλμανος είναι ο Γερμανός ιστορικός H.M.G. Grelmann], όντες ενταύθα υπομέλανος χρώματος, ακάθαρτοι, ρυπαροί, ψεύσται και δειλοί, ενασχολούνται ιδίως εις την σιδηρουργικήν, δεν συνάπτωσιν μετά των Ελλήνων και Βλάχων επιγαμίας, πληθύνονται, ως οι Εβραίοι, και κατέχουσι το ουράνιον δώρον, την μουσικήν, αυτοί μόνοι δυστυχώς ενταύθα. Μόλις δε προ μικρού ήρξαντο να πέμπωσι και τα τέκνα των οι αμαθείς και αγράμματοι ούτοι Γύφτοι εις το σχολείον των χωρίων».
Ποιος ο συγγραφέας; «Υπό Ιωάννου Λαμπρίδου, διδάκτορος της Ιατρικής κ.τ.λ. κ.τ.λ.» διαβάζουμε στο εξώφυλλο. Και δεν γίνεται να μην εντυπωσιαστούμε από αυτό το απίστευτο και πιθανότατα ανεπανάληπτο «κ.τ.λ. κ.τ.λ.», το οποίο δύο τινά σημαίνει: ή ότι ο διδάκτωρ θεωρεί βέβαιο πως οι φιλαναγνώστες και πιθανοί αγοραστές του πονήματός του γνωρίζουν ποιος είναι και ποιοι οι τίτλοι του, οπότε περιττεύει η αναφορά τους, ή ότι περιφρονεί τους τίτλους αυτούς και το κύρος που ίσως του προσέδιδε η αναφορά τους στο εξώφυλλο. Εν πάση περιπτώσει, ο Ιωάννης Λαμπρίδης (1839-1891) ήταν Ηπειρώτης γιατρός και λόγιος, με σπουδές στην Αθήνα και στη Γερμανία. Δημοσίευσε αρκετές μελέτες ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου, ενίσχυσε δε οικονομικά τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες στην τουρκοκρατούμενη Hπειρο καθώς και τις σπουδές νέων Ηπειρωτών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Ριζάρειο Σχολή. Εξ ου και η συμπερίληψή του στον τιμητικό κατάλογο των Ηπειρωτών ευεργετών.
Οσα έγραφε ο Λαμπρίδης ενάμιση αιώνα πριν, δέσμιος της εποχής του, όπως όλοι μας, ισχύουν και σήμερα σε μεγάλο βαθμό, αν όχι απολύτως. Η προκατάληψη έναντι των Γύφτων που οργανώνει τη σκέψη του Ηπειρώτη λογίου δεν ηττήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Και δεν κλονίστηκε ιδιαίτερα με την επίσημη αλλαγή του ονόματός τους και τη σταδιακή επικράτηση του «Ρομά», γιατί έχει κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές ρίζες βαθιές και γερές. Σχεδόν συνομήλικες της έλευσης των πρώτων «Φαραώνων» στα μέρη μας, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και γενικά στα μέρη της Ευρώπης. Για το πότε ακριβώς πρωτόρθαν και γιατί ονομάστηκαν Αθίγγανοι από τους Βυζαντινούς (με αποτέλεσμα τη γεννήτρια συγχύσεων ταύτισή τους με τη φερώνυμη αρχαία χριστιανική αίρεση), δεν υπάρχουν τελεσίδικες απαντήσεις. Ξέρουμε πάντως ότι το 1011 ο σπουδαίος Πέρσης ποιητής Φιρντούσι (ο εξελληνισμένος Φιρδουσή, που σημαίνει Παράδεισος), συγγραφέας του «Βιβλίου των βασιλέων», του μοναδικού έπους όλων των ισλαμικών γραμματειών, ανέφερε πως ο βασιλιάς της Ινδίας έστειλε δώρο 10.000 μουσικούς στον Μπάχραμ-Γκορ τον Δίκαιο, βασιλιά της Περσίας κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ. Ξέρουμε επίσης ότι το 1100 μ.Χ. ένας Γεωργιανός μοναχός μνημόνευε την παρουσία «Αθιγγάνων» στον Αθω, τους χαρακτήριζε δε «μάγους και αγύρτες». Τους απέδιδε δηλαδή γνωρίσματα πάνω στα οποία θεμελιώθηκε έκτοτε το περί Τσιγγάνων πανευρωπαϊκό στερεότυπο.
«Για τη μισή σχεδόν ιστορία των Τσιγγάνων», γράφει ο Βρετανός μελετητής της ιστορικής τους διαδρομής σερ Ανγκους Φρέιζερ στο βιβλίο του «Οι Τσιγγάνοι» (μετάφραση Γιάννα Σκαρβέλη, Οδυσσέας, 1998), «υπάρχουν ελάχιστα γραπτά στοιχεία στα οποία θα μπορούσαμε να βασιστούμε για να παρακολουθήσουμε την πορεία τους. Από την άλλη μεριά, ακόμη και όταν αρχίζουν να συσσωρεύονται οι ιστορικές αναφορές, όλες προέρχονται από τους άλλους, τους εκτός φυλής, και πιθανώς χαρακτηρίζονται από άγνοια, προκατάληψη και έλλειψη κατανόησης». Η ανίατη αυτή προκατάληψη, μετουσιωμένη σε βαριά περιφρόνηση και σκαιή υποτίμηση της αξίας της τσιγγάνικης ζωής, οδήγησε ήδη το 1498 τη Δίαιτα του Αουγκσμπουργκ, δηλαδή την Αυτοκρατορική Συνέλευση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, να αποφασίσει πως οι «κανονικοί άνθρωποι», τουτέστιν οι λευκοί και χριστιανοί, δικαιούνται να επιτίθενται ατιμωρητί στους Τσιγγάνους, ακόμα κι αν αυτοί οι έρμοι δεν έχουν φταίξει στο παραμικρό.
Τον επόμενο αιώνα, το 1566, το παπικό κράτος εκδιώκει τους Ρομά από τα εδάφη του. Το 1693, «στο Μιλάνο εκδίδεται διάταγμα που ορίζει ότι “κάθε πολίτης είναι ελεύθερος να σκοτώσει όλους τους Τσιγγάνους με ατιμωρησία και να τους πάρει όλα τα είδη περιουσίας τους, τα ζώα και τα χρήματα, οτιδήποτε θα μπορούσε να βρει σε αυτούς”». Αντιγράφω από την εισαγωγή του Γιώργη Εξαρχου στο κλασικό τσιγγανολογικό βιβλίο τού Ιταλού μελετητή Αντριάνο Κολότσι, πρωτοδημοσιευμένο το 1889, «Οι Τσιγγάνοι: Η ιστορία ενός περιπλανώμενου λαού» (μετάφραση Θέκλα Κουζούπη, εκδόσεις Μάτι, Κατερίνη, 2017). Τον 19ο αιώνα η απέχθεια και το μίσος για τους Ρομά θεωρητικοποιείται ή μάλλον φορεί έναν κίβδηλο επιστημονικό μανδύα. Το 1841, σημειώνει ο Εξαρχος, ο Ιταλός Φρανσίσκο Πρεντάρι εξέδωσε «βιβλίο για τους Τσιγγάνους, στο οποίο τους ορίζει ως “ανθρώπινα ερπετά”. Σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν κατά τον 19ο αιώνα, με βάση τον επιστημονικό θετικισμό, ουσιαστικά υιοθέτησαν αυτή την άποψη. Ο Cesare Lombroso έγραψε για τους Ρομά ότι είναι ένα είδος εγκληματίες που πρέπει να σβήσουν».
Εναν αιώνα αργότερα φρόντισαν γι’ αυτό ο Χίτλερ και ο Χίμλερ. Μισό εκατομμύριο Τσιγγάνοι, «κατσαρίδες» και «ποντίκια» δηλαδή, εξοντώθηκαν στο Αουσβιτς και στο Μπιρκενάου. Και ουδείς έλαβε την παραμικρή αποζημίωση γι’ αυτήν την υποφωτισμένη γενοκτονία, είτε επιζήσας είτε συγγενής εξοντωθέντος. Γιατί η ζωή των Γύφτων δεν μετρούσε και δεν μετράει. Και δεν αυξήθηκε βέβαια η τιμή της στην αγορά των κυρίαρχων αντιλήψεων και των κλισέ επειδή τους αποκαλούμε πια Ρομά στα επίσημα γραφτά μας. Οπως και να τους πούμε, Γύφτους, Φαραώ, Τσιγγάνους, Ρομά, χαλκιάδες, είναι οι μαύροι της Ευρώπης. Και της Ελλάδας βέβαια. Είναι οι αναλώσιμοι. Οι αυτονοήτως κατώτεροι, καθότι «ακάθαρτοι, ρυπαροί, ψεύσται και δειλοί». Οι εκ γενετής εγκληματίες. Οι εκ φύσεως ασεβείς και παράνομοι. Ναι, η λογοτεχνία μας τούς έχει δοξάσει, και το τραγούδι μας, από το ρεμπέτικο και μετά, τους αγάπησε, αλλά στις αστυνομικές σχολές δεν διαβάζουν Κωστή Παλαμά και δεν ακούνε Κώστα Χατζή. Και ναι, τα πανηγύρια μας δεν γίνονταν δίχως αυτούς και δεν γίνονται, αφού «κατέχουσι το ουράνιον δώρον, την μουσικήν», όπως αποδεχόταν και ο Λαμπρίδης, προσθέτοντας όμως ένα παραπονεμένο «δυστυχώς». Αλλά, βρε αδερφέ, παραμένουν Γύφτοι. Αυτοί έφκιαξαν τα καρφιά της Σταύρωσης, το λέει και το μοιρολόι της Παναγίας.
Αν ήταν «κανονικός Ελληνας» ο δεκαεξάχρονος Κώστας Φραγκούλης, που πυροβολήθηκε από αστυνομικό τη Θεσσαλονίκη, θα διανοούνταν ο πρωθυπουργός να ανακοινώσει με χαμογελαστό λαϊκισμό, ελάχιστα μετά το συμβάν, το δώρο των 600 ευρώ στους ενστόλους; Και θα τολμούσε ο αξιοθρήνητος υπουργός ΠΡΟΠΟ να πανηγυρίσει με ψηφοθηρική ανάρτηση, ενόσω το παιδί χαροπάλευε; Δεν θέλει ρώτημα.
Παντελής Μπουκάλας