Macro

Παντελής Μπουκάλας: Αμάν πια με τους «αρχαίους ημών»…

Για σκέτη κακία πρόκειται, η οποία εντούτοις μακροημερεύει, παραδιδόμενη από γενιά σε γενιά σαν σκυτάλη αδικίας, παριστάνοντας τη μετρημένη διάγνωση που βασίζεται στην κοινή υποτίθεται εμπειρία και στον νηφάλιο έλεγχο των πραγμάτων: «Οι αρχαιολόγοι με τις ιδιοτροπίες τους ανακόπτουν μονίμως την πρόοδο του τόπου. Είναι δέκα φορές χειρότεροι από τους λυρικοβουκολικούς οικολόγους, άλλωστε είναι και πολύ παλιότεροι. Είναι οι τρισχειρότεροι. Πάσχουν από κάτι ανάμεσα σε ιδεοληψία και θρησκοληψία. Για τρεις παλιούς τάφους, και μάλιστα άνευ πλουσίων κτερισμάτων, μπορούν να παγώσουν ολόκληρο επενδυτικό πρόγραμμα, πρότζεκτ σε πιο βαρύγδουπο ιδιόλεκτο, και να κρεμάσουν αναπτυξιακά οράματα και παραγωγικά θάματα. Ζουν εκτός τόπου και χρόνου, μέσα σε φυσαλίδες αυτοαναφορικότητας, αυτάρκειας και αυταρέσκειας, χωρίς επαφή με το περιβάλλον. Με τον ρεαλισμό, με την πραγματική ζωή, έχουν τη σχέση του διαβόλου με το λιβάνι, ή του κουνουπιού με το φιδάκι».

Τέτοια κι άλλα πολύ πιο ωμά και ισοπεδωτικά ακούγονται δεκαετίες τώρα, συνιστώντας μια αφόρητη κοινοτοπία. Και μάλιστα σε μια χώρα σαν τη δική μας, που εξακολουθεί να σιτίζεται από τις αρχαιότητες, στο επίπεδο τόσο του συλλογικού φρονήματος («όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες…») όσο και –κυρίως– του βαλαντίου, προσωπικού, οικογενειακού και εθνικού. Εντάξει, για αρκετούς ξένους το ελληνικό δέλεαρ συνεχίζουν να το συμπυκνώνουν τα γνωστά S (Sun, Sea, Sand, Sky). Δίχως όμως τα ανεξίτηλα αποτυπώματα της Ιστορίας στο σώμα του τόπου, τον Παρθενώνα, την Ολυμπία, τις Μυκήνες, την Κνωσό, τη Βεργίνα, τον Μυστρά, τα όνειρα των περιπόθητων τουριστικών ρεκόρ θα ήταν απλώς άπιαστα.

Τα «πορίσματα» της σαρωτικής απαξίωσης και της περιφρόνησης για έναν ολόκληρο επιστημονικό κλάδο τα εξαπολύουν πολλοί και διάφοροι, με ποικίλες αφορμές και για λόγους που συχνά δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με όσα λέγονται δημοσίως και υψηλότονα. Η αρχαιολογική εργασία, σε κάθε της πτυχή, συνδέεται στενότατα με την εθνική μας αυτογνωσία. Με την ίδια την αναπαραστατική εικόνα που σχηματίζουμε για το πρώτο πληθυντικό μας πρόσωπο, το περίφημο «εμείς», όσον αφορά την προϊστορία μας, τη σημερινή παρουσία μας και την προβολή μας στο μέλλον. Και μολαταύτα η αρχαιολογία αντιμετωπίζεται σαν αναχρονιστικό ανάχωμα· σαν ένας χώρος εμμονών που τάχα καθυστερεί την εξέλιξή μας.

Τα αναθέματα εναντίον των αρχαιολόγων τα εξαπολύουν πρώτα πρώτα πολιτικοί: οι αυτοθαυμαζόμενοι ως ρεαλιστές, καθώς και όσοι έχουν πελατεία να ικανοποιήσουν στην περιφέρειά τους (εδώ ολόκληρος ναός του Επικούριου Απόλλωνα μετακόμισε στον νομό Μεσσηνίας, επί υπουργίας Πολιτισμού του Αντώνη Σαμαρά, στην τάδε παράγραφο του δείνα άρθρου του χι νόμου θα κολλήσουμε;). Και βέβαια τα εξαπολύουν όσοι εκ των πολιτικών δυσανασχετούν όταν οι αρχαιολόγοι δεν σπεύδουν να συμπράξουν απαξάπαντες στην κατασκευή είτε ανασκαφικών θρύλων (συνήθως μεγαλεξανδρινού περιεχομένου) είτε «ορθών» εθνικών αφηγημάτων. Οταν η αρχαιολογία δεν πελεκάει άγρια την επιστημοσύνη της, ώστε να καταντήσει υποτελής πολιτικών ή πολιτικάντικων σκοπιμοτήτων, κι όταν ανθίσταται βάσει επιχειρημάτων και δεν δίνει την ενυπόγραφη άδειά της να χτιστούν μεγαθήρια δίπλα ή πάνω σε αρχαία, «για να βοηθηθούν ο τουρισμός και η χώρα», τότε γίνεται στόχος χολερικών επικρίσεων: «Για πέντε πέτρες υποσκάπτουν την προκοπή του τόπου». Οι αντίστοιχοι μύδροι για τους περιβαλλοντολόγους γράφουν πάνω τους «για πέντε κορμοράνους» ή «για πέντε καρέτες καρέτες».

Τα βέλη κατά των «αντιαναπτυξιακών και αντιπαραγωγικών» αρχαιολόγων τα εκτοξεύουν επίσης φιλοπρόοδοι εργολάβοι, επενδυτές εντός ή εκτός εισαγωγικών, μικροί ή μεγάλοι γαιοκτήμονες που έχουν κατιτίς το αναπτυξιακόν κατά νουν και βλέπουν εμπόδια στα όνειρά τους. Εκ των δημοσιογράφων, τους αρχαιολόγους, τους «εμμονικούς και κωλυσιεργούς» εννοείται, όχι τους ευπροσάρμοστους και τους ευπειθείς (υπάρχουν και τέτοιοι, πώς αλλιώς, οι φιλοδοξίες δεν είναι αποκλειστικότητα κάποιου κλάδου), τους επικρίνουν με στερεοτυπική δριμύτητα όσοι τάσσουν τον ξερολισμό τους στην υπηρεσία της «γραμμής», όπως την αποφασίζουν άλλοι και τους τη δίνουν έτοιμη, για να της προσθέσουν καλολογικά στοιχεία.

Για τους αρχαιολόγους, για όσους κάνουν τίμια, ελεύθερα και παθιασμένα τη δουλειά τους, δηλαδή για τη συντριπτική πλειονότητα, και όχι για όσους καριερίστες που νοιάζονται πρωτίστως να γράψουν κάποια κεφάλαια «εθνικών αφηγημάτων» φουσκώνοντας, νοθεύοντας ή αποσιωπώντας στοιχεία, ένα κομμάτι ύφασμα ή πέντε σπόροι είναι ευρήματα εξίσου σπουδαία και χρήσιμα με ένα όμορφο άγαλμα που θα δώσει στον κύριο υπουργό μια ωραία ευκαιρία να καλέσει τα κανάλια σε έκτακτη συνέντευξη. Για να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, ή για να κάνουν τις προτάσεις τους όταν κάποια αρχαία υποτίθεται ότι βραχυκυκλώνουν την πρόοδο και την ανάπτυξη, θέλουν τον χρόνο τους. Για να ερευνήσουν, να μελετήσουν, να κρίνουν και να συγκρίνουν.

Η ίδια η συνέπεια στις αρχές της δουλειάς τους, όμως, τους εκθέτει στις λοιδορίες των κατεπειγομένων, που διαθέτουν ρωμαλέα «πολιτική βούληση», αδιάφορη για επιστημονικές λεπτομέρειες και λοιπά χρονοβόρα. Αυτό συμβαίνει και τώρα με τη μικρή «βυζαντινή Πομπηία», όπως με μάλλον αχρείαστη υπερβολή αποκαλούνται τα ευρήματα του σταθμού «Βενιζέλου», στο ταλαιπωρημένο μετρό της Θεσσαλονίκης. Με πρόταση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, τη σύμφωνη γνώμη σχεδόν όλων των φορέων της πόλης και χωρίς αντιδράσεις από την ανάδοχο εταιρεία, είχε επιλεγεί να μείνει στη θέση του το μνημειακό σύνολο, τα 84 μέτρα της πρωτοβυζαντινής Εγνατίας, σαν ανοιχτό μουσείο μύησης στα Πρώιμα Βυζαντινά χρόνια, που θα το ζήλευε και η Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι άραγε ένα σχολείο μνήμης και ομορφιάς τα εκθέματα που στεγάζει ο σταθμός του μετρό στο Μοναστηράκι, μαζί με ένα τμήμα της κοίτης του Ηριδανού;

Μολαταύτα, στην πρόσφατη επίσημη ομιλία του στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός αιφνιδίασε τους πάντες, αποκηρύσσοντας τη διατήρηση κατά χώραν και ανακοινώνοντας την επιστροφή στην απορριφθείσα μέθοδο της απόσπασης και επανατοποθέτησης, η οποία και σε χρόνο θα κοστίσει και σε χρήμα.

Και επιπλέον θα εκθέσει σε σοβαρούς κινδύνους τις αρχαιότητες. Τόσο εύκολο είναι άραγε να διαλυθεί όχι ένα μνημείο, αλλά ένα τοπίο ολόκληρο, να μετακινηθεί και έπειτα να μεταφερθεί και πάλι στον τόπο όπου βρέθηκε, και όχι απλώς να επανατοποθετηθεί αλλά στην ουσία να ανακατασκευαστεί; Πόσο το σκέφτηκε ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης πριν καταλήξει στη λύση αυτή, άγνωστο. Γνωστό είναι ότι δεν συσκέφτηκε με κανέναν από τους εμπλεκομένους. Οι υφιστάμενοί του πάντως τον χειροκρότησαν ενθουσιωδώς. Λογικό. Οι κάμερες γράφουν, οι κομματάρχες και οι οπαδοί ελέγχουν. Αλλωστε, με τον ίδιο αυθόρμητο ενθουσιασμό θα τον χειροκροτούσαν κι αν έλεγε τα ακριβώς αντίθετα. Ετσι συνηθίζεται.

Παντελής Μπουκάλας

Πηγή: Η Καθημερινή