Σταθερά, με εξαιρέσεις, στη Μεταπολίτευση, ήταν η εναλλαγή των δύο κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων κάθε δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτό άλλαξε το 2009. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι ψηφοφόροι, από αυτούς που μετακινούνται περιοδικά στο κυρίως ανταγωνιστικό κόμμα, που ακολουθούν και σήμερα την πρακτική αυτή. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που τo κυβερνών σήμερα κόμμα δείχνει αρκετά ανθεκτικό. Το ερώτημα είναι αν αυτή η πρακτική θα διαρκέσει και αν θα επανέλθουμε προσεχώς στο προηγούμενο μοτίβο εναλλαγής μετά από δύο εκλογές.
Η σταθερά των δύο εκλογών
Από το 1974 μέχρι το 2009 τα δύο κυρίαρχα κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, άσκησαν εναλλάξ τη διακυβέρνηση κάθε δύο εκλογές. Εξαίρεση, η περίοδος 1989-1993. Όπως θυμόμαστε, λόγω του εκλογικού συστήματος, κανένα κόμμα δεν διέθετε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989. Επιπλέον, η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη (1990-1993) παρά τα υψηλά εκλογικά της ποσοστά χάνει τη δεδηλωμένη και δεν καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές του 1993. Αυτή η ήττα σε συνδυασμό με την εκλογική νίκη του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη το 1996 και το 2000 καθιστούν το ΠΑΣΟΚ βασικό κομματικό πρωταγωνιστή την τριακονταετία 1974-2004.
Η «τάξη» αποκαθίσταται εν μέρει το 2004 με τις δύο εκλογικές νίκες της ΝΔ του Κώστα Καραμανλή. Εν μέρει όμως. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχαμε δύο φαινόμενα. Δυσπιστίας στα κόμματα, αμφισβήτησής τους. Και μετακινήσεις ψηφοφόρων που μέχρι τότε ψήφιζαν σταθερά ένα κόμμα. Η δυσπιστία αποτυπώθηκε στις έρευνες γνώμης και εκδηλώθηκε, κυρίως σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας, ποικιλότροπα: αποχή από τις εκλογές, ψήφος σε άλλο κόμμα, συχνότερα πια «μικρό». Η δεύτερη τάση ήταν εντονότερη. Αποτυπώθηκε κυρίως στη μεταστροφή σημαντικού μέρους αστικών στρωμάτων από τη ΝΔ στο εκσυγxρονιστικό ΠΑΣΟΚ και στη δυσπιστία των παραδοσιακών λαϊκών ψηφοφόρων του προς αυτό.
Όλα αυτά παρήγαγαν πρακτικά αποτελέσματα. Ένα από αυτά έγκειται στη δυσχέρεια του σημιτικού ΠΑΣΟΚ να περάσει επιλογές και αποφάσεις στη βάση του. Ένα δεύτερο, και πιο απτό, έγκειται στις δυσκολίες που συνάντησαν οι κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή να ασκήσουν συνεκτική και αποτελεσματική πολιτική. Είναι ενδεικτικό ότι οι δύο εκλογές που κέρδισε η ΝΔ το διάστημα αυτό μεταφράστηκαν σε μόλις πέντε χρόνια διακυβέρνησης και έκλεισαν με τον χειρότερο τρόπο για τον ηγέτη της και για το κόμμα.
Ο νέος εκλογικός κύκλος
Οι εκλογές του 2009 έμελε να εγκαινιάσουν μία νέα περίοδο. Ο θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ και προσωπικά του Γ. Παπανδρέου έφερε χαμόγελα και προοιώνιζε κάτι νέο. Ήταν η τελευταία φορά που μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων ψήφιζε το κόμμα αυτό, προσδοκώντας την επιστροφή σε ένα ΠΑΣΟΚ διαφορετικό από τη σημιτικό, πιο κοντά στο αρχικό του πατρός Α. Παπανδρέου. Η προσφυγή στο ΔΝΤ και τα μνημόνια έσβησαν κάθε προσδοκία. Έτσι άνοιξε ένας νέος εκλογικός κύκλος που σήμανε το πέρας του προηγούμενου. Οι σχέσεις των ψηφοφόρων με τα κόμματα έγιναν ακόμη πιο ρευστές γεγονός που αποτυπώθηκε στη μαζική μετακίνηση των ψηφοφόρων προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Μία από τις συνέπειες αυτές ήταν η μετακίνηση σημαντικού αριθμού ψηφοφόρων κυρίως λαϊκών στρωμάτων προς τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από συντηρητικές δυνάμεις. Μια δεύτερη ήταν η ακόμη μεγαλύτερη αυτονόμηση των νέων από τα πολιτικά κόμματα παρότι στην πλειονότητά τους κοιτάνε πιο πολύ Αριστερά.
Μετά το 2015, και τη διπλή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, άρχισε μία διαδικασία επανασυγκρότησης του κομματικού πεδίου. Πέρα από τις δύο πια βασικές πολιτικές δυνάμεις, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ένα από τα βασικά ερωτήματα έγκειται στους ιδεολογικούς προσανατολισμούς και την ανθεκτικότητα, παλιών ή νέων, πολιτικών σχηματισμών δίπλα στους δύο κεντρικούς πόλους. Στα δεξιά της ΝΔ, στο ΚΙΝΑΛ ως «κεντρώου» πια σχηματισμού, και στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Από την ανθεκτικότητα των σχηματισμών αυτών εξαρτάται σε ένα βαθμό και η φυσιογνωμία του κομματικού πεδίου. Θα μετεξελιχθεί σε πολυκομματικό, θα μείνει δικομματικό όπως ήταν μέχρι το 2009 με μικρότερα κόμματα που δεν συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας, ή θα μεταραπεί, όπως διαφαίνεται, σε ένα σύστημα δυόμισυ κομμάτων;
Η εξέλιξη αυτή συναρτάται με αρκετούς παράγοντες που δεν είναι της παρούσης. Σε ένα βαθμό συναρτάται και από τους συσχετισμούς ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα και την πίεση που θα ασκήσουν αυτά στα όμορά τους. Αναντίρρητα οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη δείχνουν προς την κατεύθυνση του πολυκερματισμού των κομμάτων. Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσαν να οδηγήσουν και οι χαλαρότερες και στην Ελλάδα σχέσεις μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων. Ωστόσο, ας είμαστε επιφυλακτικοί. Όπως μαρτυρούν η πλήρης εργαλειοποίηση του κράτους και η γενικευμένη διαπλοκή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το κυβερνών κόμμα έχει ακόμη όπλα για να επηρεάσει τμήματα του εκλογικού σώματος.
Επιστροφή στον παλιό εκλογικό κύκλο;
Το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ προσδοκούσε την επανεκλογή του και την επιστροφή στο πρότερο εκλογικό κύκλο. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης το εγχείρημα δεν στέφθηκε με επιτυχία παρά το υψηλό εκλογικό του ποσοστό. Το ίδιο θα επιχειρήσει σύντομα και η ΝΔ. Ξεκινάει από καλύτερες προϋποθέσεις εφόσον στις προηγούμενες εκλογές πήρε κοντά στο 40%. Επιπλέον κατάφερε να υποστηριχθεί ταυτόχρονα από ένα λαϊκό και ένα αστικό ακροατήριο χάρη σε ένα διπλό λόγο: εθνικιστικό με στόχο το πρώτο ακροατήριο, ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα, και φλιλελεύθερο με στόχο το δεύτερο.
Η ακρίβεια και η οικονομική κρίση προκάλεσαν μεγάλες ρωγμές στο πρώτο ακροατήριο. Τα αναρίθμητα σκάνδαλα, η εργαλειοποίηση του κράτους και, κυρίως, ο ευτελισμός του κράτους δικαίου με τις υποκλοπές και τις παρακολουθήσεις ενέτειναν τη δυσπιστία των αστικών στρωμάτων σε έναν πρωθυπουργό που μόνο φιλελεύθερος δεν αποδείχτηκε. Όλα αυτά μεταφράζονται σε δυσπιστία στις δημοσκοπήσεις και σε μία στάση αναμονής, συνήθως με τη μορφή του «αναποφάσιστου». Εξού θαρρώ πώς η προεκλογική τακτική της ΝΔ θα εστιάσει στο να μην διαβούν αυτοί τον ρουβίκωνα μέσω της λογικής του όλοι είναι ίδιοι ή οι αντίπαλοι είναι χειρότεροι.
Θα τα καταφέρει ο Μητσοτάκης ο νεότερος; Δύσκολα με όσα έκανε μέχρι τώρα και όσα βλέπουν κάθε μέρα το φως. Ωστόσο, όλα είναι σε μία κλωστή. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που για λόγους συνήθειας ή παράδοσης, επικαλούμενοι ακόμη και την πανδημία, θέλουν να δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία στο κυβερνών κόμμα. Αυτό περισσότερο βουβά, γιατί το κυβερνητικό έργο είναι δύσκολα υπερασπίσιμο. Για το λόγο αυτό τα πάντα είναι ανοιχτά. Από την κατάρρευση μέχρι ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Αυτό προφανώς εξαρτάται και από τους ανταγωνιστές και τη δυνατότητά τους να δείξουν ότι αν αυτή η κυβέρνηση έκανε όσα έκανε στην πρώτη της τετραετία, να φανταστούμε τι μας περιμένει στη δεύτερη. Κα βέβαια να προβάλλουν μια θετική εικόνα για την κοινωνία.
Ο Παντελής Κυπριανός είναι πανεπιστημιακός.