Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου
Η πολιτική αντιπαράθεση αυτή την εβδομάδα κινήθηκε στο κατά πόσο η ύφεση ήρθε στην Ελλάδα πριν την πανδημία ή κατά τη διάρκεια αυτής. Είναι θέμα εκτίμησης; Τα στοιχεία δεν δίνουν πλήρη εικόνα;
Σαφώς και υπάρχει η αψευδής μαρτυρία των μεγεθών. Έχουμε τη μεγαλύτερη ύφεση στις 27 ευρωπαϊκές χώρες, το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Η ύφεση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται όλο το πρώτο τρίμηνο του 2020, όταν μονάχα το τελευταίο 15νθήμερο αυτού επηρεάστηκε από τον κορονοϊό. Μιλάμε, λοιπόν, για μια υφεσιακή πορεία που θα επιταχυνθεί από την υγειονομική κρίση, αλλά που είχε ξεκινήσει από πριν και αφού ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας η Νέα Δημοκρατία. Είναι κατανοητό, ωστόσο, γιατί η εύθραυστη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της χώρας άλλαξε πορεία με τη ΝΔ. Πρώτον, το θετικό γεγονός της αύξησης του κατώτατου μισθού ήταν το 2018 και το 2019 δεν υπήρξε ένα αντίστοιχο γεγονός να συντηρήσει αυτή την πορεία. Δεύτερον, οι συλλογικές συμβάσεις, που οδήγησαν σε διάφορους κλάδους στην αύξηση των αποδοχών, ακρωτηριάστηκαν επί ΝΔ. Τρίτον, κόπηκαν και περιορίστηκαν τα επιδόματα. Τέταρτον, καταργήθηκε η 13η σύνταξη. Όλα αυτά, συν η ματαίωση των όποιων προσδοκιών υπήρχαν για μια επενδυτική έκρηξη οδήγησαν στο να υπάρχει αυτή η υφεσιακή πορεία. Βέβαια, η κυβέρνηση προσπαθεί να κρυφτεί –μάταια- πίσω από την υγειονομική κρίση. Όμως, όπως διαπιστώνουμε στις περιοδείες των τελευταίων ημερών ο κόσμος έχει επίγνωση της κατάστασης.
Νέες ανάγκες επιβάλλουν να είμαστε πιο τολμηροί
Η κυβέρνηση μέσα στην πανδημία δεν έχασε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τη στρατηγική της. Από τη μια ορισμένα από τα μέτρα που επέλεξε να πάρει για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης έδειξαν το «κοινωνικό» της πρόσωπο και εννοώ τη μη προστασία των θέσεων εργασίας, τη μη εξειδίκευση μέτρων για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες π.χ. ψυχικά ασθενείς, Ρομά, κρατούμενοι κ.λπ., και από την άλλη, έσπευσε να περάσει κρίσιμα και αναχρονιστικά νομοσχέδια όπως αυτό του περιβάλλοντος ή της παιδείας.
Προφανώς το γενικευμένο λοκντάουν ήταν κάτι σχετικά εύκολο, με την έννοια ότι δεν απαιτούσε κάποια προετοιμασία. Θα έπρεπε όμως να συνοδεύεται από μια στοχευμένη πολιτική και άλλου είδους προϋποθέσεις για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, για εργαζόμενους σε σούπερ μάρκετ, σε ταχυμεταφορές και στην υγεία. Αυτό προϋπέθετε ότι θα είχε φτιαχτεί ένας μηχανισμός εποπτείας και μαζικών τεστ. Η κυβέρνηση ούτε και το κράτος ήταν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειμα. Το θέμα είναι, με διαπιστωμένη αυτή την κατάσταση, κατά πόσο έχει καλυφθεί το έλλειμα, ώστε σε ένα δεύτερο κύμα να μπορούν να οργανωθούν στοχευμένες κινήσεις. Για την ώρα, τίποτα δεν μας πείθει ότι υπάρχει επαρκής προετοιμασία για κάτι τέτοιο. Το αντίθετο, θα έλεγα. Η θωράκιση του ΕΣΥ μέσα από προσλήψεις μόνιμου προσωπικού παραπέμφθηκε στις καλένδες, ενώ η αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας έμεινε στις διακηρύξεις, αφού μόλις ήρθησαν τα μέτρα ακούμε πάλι για συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για το ΕΣΥ. Διαπιστώνει κανείς ότι έχουμε μια αμετανόητα ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη, που κυριαρχεί σε αυτή την κυβέρνηση.
Σε αντίθεση, θα λέγαμε, και με την κατεύθυνση της Ε.Ε., που κάνει λόγο για στήριξη των δημοσίων αγαθών και ιδιαίτερα του δικαιώματος στην υγεία, ανοίγοντας δε πακέτο στήριξης για τη θωράκιση των συστημάτων υγείας. Η κυβέρνηση, από την άλλη, έχοντας την ψευδαίσθηση πως η υγειονομική κρίση πέρασε κλείνει κλινικές και νοσοκομεία. Ποια η θέση του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την πολιτική;
Να προσθέσω δε ότι μας εξέπληξε θετικά η απόφαση αυτές οι δαπάνες να μην προσμετρώνται στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Από εκεί και πέρα, έγινε πια φανερό πως δεν μπορούμε να αρκεστούμε σε μέτρα που απλώς θα στηρίξουν την υφιστάμενη κατάσταση. Για παράδειγμα, όπως είναι γνωστό στην υγεία υπάρχουν 30.000 κενά. Δεν φτάνει, λοιπόν, ο προγραμματισμός που είχαμε κάνει ως κυβέρνηση για προσλήψεις 9.500 υγειονομικού προσωπικού την επόμενη τετραετία. Πρέπει να διεκδικήσουμε 30.000 προσλήψεις, ώστε να γίνει η υγεία ένα εργαλείο ανάπτυξης. Όλα αυτά τα νέα στοιχεία πρέπει να ενταχθούν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που διαμορφώνεται αυτές τις μέρες και θα παρουσιαστεί τον Σεπτέμβρη, ώστε να αντικατοπτρίζει τη νέα φάση που διανύουμε, αλλά και για να ξεπεράσουμε τα όρια των μέχρι τώρα κυρίαρχων στρατηγικών. Σήμερα, μετά την κρίση του κορονοϊου, έχουν αναδειχθεί άλλου είδους ανάγκες, που επιβάλλουν να είμαστε πολύ πιο τολμηροί και αποφασιστικοί στα προγραμματικά ζητήματα, θέτοντας ζητήματα για την υγεία, μιλώντας για την ανάγκη παρέμβασης στο τραπεζικό σύστημα, και διασφαλίζοντας πως όποιες στρατηγικές επιχειρήσεις στηριχθούν με δημόσιο χρήμα, τότε αυτόματα το δημόσιο θα συμμετέχει στη μετοχική του σύνθεση. Βασικό στοιχείο, όμως, της νέας μας προγραμματικής πρότασης πρέπει να είναι η απάντηση στα ζητήματα της κλιματικής κρίσης, που προϋποθέτει ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο με εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες.
Εμμονή σε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο σχέδιο
Και μία ακόμα μάχη είναι και η προστασία των δημόσιων αγαθών, όπως είναι το νερό, που τώρα ετοιμάζεται η ιδιωτικοποίηση του δικτύου της ΕΥΔΑΠ.
Ενώ βλέπουμε ότι βαδίζουμε ολοταχώς προς ένα ισχυρό υφεσιακό σοκ που θα έχει πολύ μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, την ίδια στιγμή βλέπουμε μια εμμονή σε ένα παρωχημένο, αντικοινωνικό και ακραία νεοφιλελεύθερο σχέδιο, όπως είναι αυτό της ιδιωτικοποίησης των δικτύων ύδρευσης και ενέργειας. Μιλάμε για στρατηγικού χαρακτήρα υποδομές, για επιχειρήσεις οι οποίες είναι κερδοφόρες, υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, και μόνο μια αντίληψη που στοχεύει στο να μεταφέρει πόρους και οικονομική ισχύ στον ιδιωτικό τομέα εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοιου είδους επιλογή. Αυτή η κίνηση αποτελεί μέρος ενός συνολικότερου σχεδίου της κυβέρνησης να αξιοποιήσει την κρίση της πανδημίας ως ευκαιρία αναδιάρθρωσης για την αγορά εργασίας και γενικότερα για την οικονομία, με στόχευση να μείνουν ζωντανοί λίγοι και ισχυροί και ταυτόχρονα στη νέα μετά την ύφεση εποχή να υπάρχει ένα πλήθος ευέλικτης, προσφερόμενης και χαμηλά αμοιβόμενης εργασίας, για να μπορέσουν οι μεγάλες επιχειρήσεις να ενισχύσουν τη θέση τους μέσα στην αγορά.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και το πρόγραμμα «ΣΥΝ-Εργασία»; Έρχεται να κουμπώσει με το πάγωμα της αύξησης του κατώτατου μισθού, με την απαξίωση της επιθεώρησης εργασίας και την μη παρέμβαση στις απολύσεις;
Είναι μια λογική που ξαναγυρνά τη χώρα στο σχέδιο εσωτερικής υποτίμησης που βίωσε έως το 2014, αναπροσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες. Ό,τι δεν μπόρεσαν να κάνουν με το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο και αποκρούσαμε στη δική μας περίοδο διακυβέρνησης, πάνε να το ολοκληρώσουν σήμερα.
Όση ώρα συζητάμε βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας την εκτίμηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μεγάλη κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ τι πρωτοβουλίες θα πάρει ώστε να στηρίξει όσους πληγούν από τη νέα ύφεση. Στην προηγούμενη κρίση ανέπτυξε παντού δομές αλληλεγγύης. Τώρα;
Καταρχάς δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει παρέμβαση στον τομέα της αλληλεγγύης, είχε όμως λιγότερη ένταση και έκταση, ύστερα από τη θεσμοθέτηση του ΚΕΑ και της κάρτας σίτισης, που είχαν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από μια σακούλα όσπρια ή μακαρόνια. Δυστυχώς, έτσι όπως πάνε τα πράγματα φαίνεται ότι θα φτάσουμε πάλι σε αυτή την κατάσταση. Το διάστημα της καραντίνας, σε μεγάλο βαθμό, επανενεργοποιήθηκε ο κόσμος μας και πιστεύω ότι όταν χρειαστεί θα αναπτυχθούν και πάλι δομές αλληλεγγύης. Αυτή, όμως, παρότι πολύ σημαντική κίνηση, είναι αρκετά αμυντική. Πλάι σε αυτές τις δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης, πρέπει να μπορέσουμε να ξαναεμπνεύσουμε κόσμο και να φυτιλιάσουμε κοινωνικούς αγώνες. Δεν είναι εύκολο.
Με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη
Επικρίνεται και από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ότι η εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία απομακρύνεται από το πνεύμα της συμφωνίας των Πρεσπών, με την έννοια ότι πιέζει την κυβέρνηση με τρόπο που δεν την ενθαρρύνει για διάλογο και αναζήτηση συμβιβασμών, οξύνοντας την αντιπαράθεση. Έχει αυτό βάση; Πώς απαντά έμπρακτα με την πολιτική του ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η κυβέρνηση, με τη ρητορική της, απευθύνεται σε ένα εσωτερικό κοινό με μια αμηχανία και απαξία στο να αναλάβει πρωτοβουλίες απέναντι σε μια υπαρκτή, καλά σχεδιασμένη και κλιμακούμενη εκ μέρους της Τουρκίας πολιτική, η οποία ακολουθείται από το 2016 και ύστερα. Ποια θα έπρεπε να είναι η πολιτική, κατά τη γνώμη μας; Όχι προφανώς να απαντήσει στην κλιμάκωση με υπερκλιμάκωση, αλλά να καταστρώσει ένα σχέδιο που να αποσκοπεί στην έναρξη ενός συνολικού διαλόγου, διαμορφώνοντας τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και προϋποθέσεις για τη χώρα μας. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να παρακολουθούμε παθητικά τι κάνει η άλλη πλευρά, αλλά με έναν τρόπο, αξιοποιώντας τα διεθνή ερείσματά μας, να επιβάλλουμε όρους διαλόγου, με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη και με την Τουρκία, στην ευρύτερη περιοχή.
Η συμφωνία Ιταλίας Ελλάδας για την ΑΟΖ είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού και κρίνεται ως θετική εξέλιξη. Σε αυτό το μοντέλο θα πρέπει να κινηθεί η χώρα και με την Αίγυπτο;
Νομίζω σωστά τοποθετηθήκαμε υπέρ της συμφωνίας με την Ιταλία και επίσης σωστά είπαμε ότι αντίστοιχες συμφωνίες πρέπει να υπάρξουν με την Αλβανία και με την Αίγυπτο. Όταν κάνεις μια διμερή συμφωνία, πρέπει και οι δύο χώρες να αισθάνονται ικανοποίηση, προκειμένου αυτή να υλοποιηθεί. Άρα, με βάση το πνεύμα και τη λογική της συμφωνίας των Πρεσπών, πρέπει να μπολιάσουμε συνολικά την εξωτερική μας πολιτική, για να μπορέσουμε στη βάση αυτής της αντίληψης να χτίσουμε αντίστοιχες σχέσεις με όλες τις γειτονικές μας χώρες. Προφανώς υπάρχει από την άλλη πλευρά τουρκική προκλητικότητα, αυτή όμως δεν θα πρέπει να μας οδηγεί σε πρακτικές και αντιλήψεις που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κλιμακώσουν τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, με πιθανά εις βάρος μας αποτελέσματα.
Περί συμμαχιών
Η πολιτική των συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ πώς μπολιάζεται αυτή την περίοδο, ιδιαίτερα όταν γνωρίζουμε πως η απλή αναλογική θα ισχύσει για τουλάχιστον μία φορά.
Είμαστε ένας χώρος που παραδοσιακά μέσα από τη στρατηγική του αναδείκνυε την ανάγκη να διαμορφώνονται κάθε φορά οι προϋποθέσεις μιας προγραμματικής σύγκλησης, με άλλες πολιτικές δυνάμεις, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα πλειοψηφικό μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, ικανών να αλλάξει τους συσχετισμούς μέσα στην κοινωνία. Τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, λόγω της πρόσδεσης της κεντροαριστεράς, του ΠΑΣΟΚ και του ΚΙΝΑΛ, στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού, και στο επίπεδο των προσώπων και στο επίπεδο της πολιτικής. Το θετικό είναι ότι το τελευταίο διάστημα αυτός ο χώρος του ΚΙΝΑΛ αισθάνεται την ανάγκη της οριοθέτησης απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό. Αυτή είναι μια τάση που συναντάμε πανευρωπαϊκά σε ένα μεγάλο κομμάτι της σοσιαλδημοκρατίας. Αποτελεί, λοιπόν, ανάγκη και της σοσιαλδημοκρατίας η αναζήτηση προγραμματικών συγκλήσεων. Αλλά όταν μιλάμε για συμμαχίες, μιλάμε για την ανάγκη σεβασμού της ιδιαιτερότητας και της αυτονομίας του άλλου. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ –Προοδευτική Συμμαχία να γίνει ο αποκλειστικός εκφραστής του χώρου από την Αριστερά μέχρι την Κεντροαριστερά. Αυτές οι αντιλήψεις εκφράζουν ηγεμονισμό και νομίζω ότι τελικά είναι ατελέσφορες. Στα καθ’ημάς, όμως, πέρα από τον χώρο του ΚΙΝΑΛ, υπάρχει και αυτός που αυτοπροσδιορίζεται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Και πρέπει να απευθυνθούμε και σε αυτό το χώρο, ακόμα και στο ΚΚΕ, άσχετα αν πιστεύω ότι είναι απίθανο να δούμε μια επανατοποθέτηση αυτού του χώρου που να επιτρέπει μια στοιχειώδη συνεργασία. Ο χώρος του ΜΕΡΑ25 και ένας διάσπαρτος ανένταχτος και πολλές φορές μη εκπροσωπούμενος κόσμος της αριστεράς πρέπει να είναι ένας χώρος που θα πρέπει να απευθυνόμαστε.
Σε κεντρικό επίπεδο δίνεται η εντύπωση πως η απεύθυνση περιορίζεται στον κεντρώο χώρο. Αυτό δεν υψώνει τείχη αποκλεισμού στα αριστερά;
Νομίζω ότι δεν πρέπει να έχουμε ένα μονόπλευρο προσανατολισμό, προς τον κεντρώο χώρο. Αν θέλουμε δε να προκύψει μια πλειοψηφική δυναμική, που θα εκφραστεί στις επόμενες εκλογές, πρέπει να απευθυνθούμε σε ένα κόσμο αχαρτογράφητο ως προς την πολιτική του έκφραση, καθώς αυτή είναι η μεγάλη δεξαμενή του κόσμου που δεν συμμετέχει στις εκλογικές μάχες. Ξανακερδίζοντας αυτό τον κόσμο εκλογικά, αλλά και πολιτικά μέσα από την καθημερινότητα, θεωρώ ότι θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε τους εις βάρος μας πολιτικούς συσχετισμούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι δεν έχει καταφέρει να κερδίσει και τον κόσμο που δραστηριοποιείται στα τοπικά οικολογικά κινήματα ή που κινητοποιήθηκε με το κίνημα ενάντια στην κλιματική κρίση. Ο κυρίαρχος οικολογικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι προς τη ριζοσπαστική κατεύθυνση που κινείται η πλειονότητα αυτού του κόσμου.
Στα θέματα του περιβάλλοντος, όσο ήμασταν στην κυβέρνηση, κάναμε πολλά βήματα σημειωτόν, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες μάχες που δώσαμε, όπως είναι οι Σκουριές, που άφησε και παρακαταθήκη, ή ζητήματα που προσπαθήσαμε να εξορθολογικοποιήσουμε, όπως το γεγονός ότι ανακόψαμε τη μετατροπή νησιών σε χώρους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και παράλληλα προωθήσαμε –αλλά δυστυχώς δεν καταφέραμε να ολοκληρώσουμε- ένα χωροταξικό για τις ΑΠΕ, για να μπορέσεις να ξέρεις τι μπορείς να κάνεις, που μπορείς να το κάνεις και με ποιους όρους. Δυστυχώς, σε άλλους τομείς, όπως τα ζητήματα των υδρογονανθράκων, συνεχίσαμε τα πράγματα από εκεί που τα παραλάβαμε. Θυμίζω όμως ότι στη βουλή μετά τις εκλογές δεν υπερψηφίσαμε αυτές τις συμβάσεις.
Προσωποπαγές κόμμα ή συλλογικότητα;
Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αναβλήθηκε. Ποιος είναι ο σχεδιασμός;
Όταν το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες. Η επόμενη συζήτηση για το αν μπορεί να γίνει μέσα στο έτος θα γίνει στα τέλη του Αυγούστου.
Υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσει ο προσυνεδριακός διάλογος διαδικτυακά;
Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο και θέτει και ζητήματα για τον ίδιο το χαρακτήρα του διαλόγου το να υιοθετήσουμε λογικές ενός διαδικτυακού συνεδρίου. Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δια ζώσης συμμετοχή, καθώς η πιο σημαντική συνέχεια ενός διαλόγου είναι η σύνθεση, η οποία για να συμβεί θέλει διαδικασίες.
Ο προέδρος του ΣΥΡΙΖΑ σε συνέντευξή του στην Όλγα Τρέμη, στο πλαίσιο οικονομικού φόρουμ, κινήθηκε και σε ζητήματα εσωκομματικής γεωγραφίας, διαμόρφωσης πολιτικών κ.λπ., με τα λόγια του να εγείρουν έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματος.
Προσωπικά, αλλά νομίζω πως και συνολικά ο χώρος μας ποτέ δεν υιοθέτησε τα μοντέλα προσωποπαγών κομμάτων. Ίσα ίσα πάντοτε το ζητούμενο για εμάς ήταν πόσο μπορούμε να κάνουμε πράξη την αντίληψη ενός μαζικού, ανοιχτού, δημοκρατικού κόμματος, το οποίο κατορθώνει να γίνει φυτώριο νέων ιδεών, επεξεργασιών και ταυτόχρονα είναι αγκυρωμένο στους κοινωνικούς και εργατικούς χώρους. Αυτό παραμένει επίκαιρο. Αυτό πρέπει να εξυπηρετήσουμε και να κάνουμε πράξη. Δεν είναι εύκολο. Διότι και σε εμάς κανείς θα δει διάφορες αντιφάσεις και ελλείματα στη λειτουργία μας, τα οποία κατά καιρούς έχουν αναδειχθεί. Νομίζω ότι ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο φιλοδοξεί να είναι η επόμενη κυβέρνηση, ένα κόμμα που άσκησε κυβέρνηση, αν θέλει να αυτοπροστατεύεται και να μην κινδυνεύει να διολισθήσει σε ένα κόμμα όπως ήταν παλιά το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, απαιτείται να έχει ένα ειδικό βάρος. Έτσι θωρακίζονται και έναντι των ισχυρών οικονομικών κέντρων και της διαπλοκής. Όταν οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων δεν πατάνε γερά στα πόδια τους, μέσα από τέτοιου είδους πολιτικά υποκείμενα όπως αυτό που περιέγραψα, τότε πολύ εύκολα καθιστούνται και όμηροι των ισχυρών οικονομικών κέντρων. Αυτό μας δείχνει η πορεία του εγχώριου δικομματισμού από ένα σημείο και έπειτα.
Πηγή: Η Εποχή