Όταν μετά το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019 τέθηκε το ζήτημα του απολογισμού της προηγούμενης περιόδου ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το τόλμησε σε βάθος. Προσωπική μου γνώμη ήταν πως μια τέτοια διαδικασία ήταν αναπόσπαστη από μια πορεία επανάκτησης της τραυματισμένης αξιοπιστίας του χώρου μας. Η επίκληση του κινδύνου μιας εσωστρεφούς συζήτησης εμπόδισε μια συζήτηση που θα οδηγούσε σε ασφαλή συλλογικά συμπεράσματα για την πορεία μας μέχρι τότε και μας αποστέρησε από τη διαμόρφωση ενός σταθερού εδάφους για την επανεκκίνηση του κόμματός μας.
Αντίθετα, επιλέχτηκε η στρατηγική της διεύρυνσης με ασαφή και πολλαπλώς ερμηνευόμενα χαρακτηριστικά. Μόνο που η διεύρυνση του χώρου ήταν μια διαδικασία που είχε λάβει πραγματικά χαρακτηριστικά από το 2012 και μέχρι τότε είχε συντελεστεί στο έδαφος της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς. Το ζητούμενο, κατά τη γνώμη μου, σε εκείνη την φάση ήταν να προσλάβει βαθύτερα πολιτικά χαρακτηριστικά, ισχυροποιώντας τους δεσμούς του ΣΥΡΙΖΑ με τους ψηφοφόρους που τον ακολουθούσαν ήδη από το 2012. Να οδηγήσει σε μια νέα οργανωτική ανασυγκρότηση και μαζικοποίησή του. Να ενδυναμώσει την παρουσία του στους μαζικούς και κοινωνικούς χώρους. Τέλος, να αποτελέσει ένα διαφορετικό μοντέλο πολιτικής δράσης και λειτουργίας αναζητώντας στην πράξη τη σύγχρονη έννοια του κόμματος των μελών και των συλλογικών δομών.
Εκ του αποτελέσματος, μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι η κατάσταση των οργανώσεων του κόμματος και ο βαθμός συμμετοχής των μελών του στη λειτουργία του δεν αναβαθμίστηκαν, παρά την αριθμητική του μεγέθυνση. Αντίθετα, η διεύρυνση μέσα από τις ασάφειές της ερμηνεύτηκε από κάποιους ως μια πορεία ιδεολογικής μετατόπισης και προσχώρησης σε άλλα ιδεολογικά ρεύματα. Παρ’ όλο που ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στο τελευταίο συνέδριό του, τον Μάιο του 2022, επαναβεβαίωσε ομόφωνα τον χαρακτήρα του ως ένα κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς, που απευθύνεται σε ένα ευρύτερο φάσμα προοδευτικών δυνάμεων.
Οι γενικές αναφορές περί ενιαίας κεντροαριστερής παράταξης δημιούργησαν συγχύσεις, που βρήκαν την αντανάκλασή τους στο πρόγραμμα και την ταυτότητα του κόμματός μας και «έσπρωξαν» τελικά ψηφοφόρους σε άλλους χώρους. Κατά τη γνώμη μου άλλη είναι η έννοια της παράταξης και άλλη αυτή του κόμματος.
Εκείνο, όμως, που ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. δεν κατόρθωσε να υπηρετήσει με συνέπεια, είναι η πολιτική των συμμαχιών. Επέλεξε τις γενικόλογες αναφορές περί ενιαίας παράταξης, υποτιμώντας την ανάγκη για μια συστηματική προσπάθεια δημιουργίας όρων, προϋποθέσεων και προγραμματικών συγκλίσεων, οι οποίες θα οδηγούσαν στην διαμόρφωση ενός μπλοκ δυνάμεων που θα διεκδικούσε την κυβέρνηση. Άφησε αναξιοποίητη τη μεγάλη ευκαιρία της απλής αναλογικής εκπέμποντας αντιφατικά μηνύματα, παρά το γεγονός πως η απλή αναλογική, που την είχε ψηφίσει από το 2016, ήταν ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος διαμόρφωσης μιας διαφορετικής κυβερνητικής πρότασης. Οι αντιφατικές δηλώσεις των τελευταίων μηνών αποσυμπίεσαν πολιτικά τις άλλες δυνάμεις της αριστερής και προοδευτικής αντιπολίτευσης από τις δικές τους ευθύνες, που προέκυπταν από την άρνησή τους να συμβάλουν στη διαμόρφωση μια εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης.
Αλήθεια ποσό διαφορετικά χειρίσθηκε το θέμα των συνεργασιών ο Σάντσεθ και η Ισπανική Αριστερά; Το πως διαστρεβλώθηκε, λοιπόν, η επιλογή της διεύρυνσης και πώς οικοδομούνται στέρεες πολιτικές συμμαχιών με προοπτική, είναι κάποια από τα κομβικής σημασίας ζητήματα που στην παρούσα δύσκολη φάση που περνάει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. θα πρέπει να συζητηθούν ενωτικά, συλλογικά, συνθετικά.
Πάνος Σκουρλέτης
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ