Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου
-Το κυρίαρχο θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης είναι το επερχόμενο νομοσχέδιο για τα εργασιακά, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ρίχνει όλες του τις δυνάμεις στην ανατροπή του και την κυβέρνηση να κατηγορεί την αξιωματική αντιπολίτευση ότι η κριτική της είναι «εκτός τόπου και χρόνου» και πως λέει «τερατώδη ψέματα και fake news», τα οποία θα αποκαλυφθούν όταν κατατεθεί το νομοσχέδιο. Τι ισχύει;
Οι αλλαγές που εμπεριέχονται στο νομοσχέδιο του κ. Χατζηδάκη δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Αποτελούν συνέχεια αλλαγών εις βάρος του κόσμου της εργασίας, που είχαν προωθηθεί την περίοδο των μνημονίων, αλλά και πριν από αυτά αποτελούσαν βασικές θέσεις και αιτήματα του ΣΕΒ. Ουσιαστικά, έρχονται να ολοκληρώσουν την απόλυτη ελαστικοποίηση και υποβάθμιση της εργασίας. Κορυφαίο είναι το θέμα της καταστρατήγησης του οκταώρου και των απλήρωτων υπερωριών, με στόχευση μέσω αυτού του μηχανισμού να μειωθεί το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Να σημειώσουμε ότι τα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σπάσαμε ένα ρεκόρ, είχαμε το μεγαλύτερο ποσοστό πληρωμένων υπερωριών από συστάσεως του ελληνικού κράτους και αυτό γιατί το ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας) έπαιζε τον ρόλο του. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν έρθει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη έχουν ήδη φροντίσει να απαξιώσουν το ΣΕΠΕ, ενώ η Ελλάδα είναι μια χώρα με ένα από τα πιο ξεχαρβαλωμένα εργασιακά πλαίσια. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δια του κ. Χατζηδάκη, ο οποίος άλλωστε έχει γίνει πια ειδήμονας στην εισήγηση και διεκπεραίωση σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, εμφανίζει το νομοσχέδιο σαν μια ελεύθερη δυνατότητα και επιλογή του εργαζόμενου να διευθετεί το χρόνο εργασίας του. Δεν πρόκειται περί αυτού.
-Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς σκοπεύει να αναδείξει τις πτυχές του νομοσχεδίου;
Πρώτον, πρέπει να προσεγγίσουμε το θέμα σε όλες του τις διαστάσεις, ότι δηλαδή αποτελεί συνέχεια κάποιων προηγούμενων μέτρων. Δεύτερον, νομίζω ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη μάχη αυτή με έναν αμυντικό μόνο τρόπο. Ναι να υπερασπιστούμε το πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων που ήδη υπάρχει, μόνο που αυτό είναι πάρα πολύ περιορισμένο. Παρά τα πραγματικά, αλλά μικρά βήματα, που έγιναν την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, απέχουμε πολύ από το να αποκατασταθεί ένα θεσμικό πλαίσιο, που θα συνιστά μια πραγματική αναβάθμιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Κατά συνέπεια, πέρα από τη μη κατάργηση του οκταώρου, θα πρέπει να επαναφέρουμε το ζήτημα της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της συλλογικής αυτονομίας. Βεβαίως, με βάση τα προβλήματα που έχουν ανακύψει από την πανδημία, σε συνδυασμό με τη βίαιη εισβολή των νέων τεχνολογιών, έρχονται στην επιφάνεια και ζητήματα οριοθέτησης της τηλεργασίας. Πρέπει, επιπλέον, να θέσουμε μετ επιτάσεως το θέμα της καθιέρωσης του 35ωρου, που ούτως ή άλλως υπάρχει στις προγραμματικές μας θέσεις, αλλά με τις παρούσες συνθήκες, η αναγκαιότητά του μπορεί να γίνει πολύ περισσότερο κατανοητή. Με μια πρόταση θα έλεγα πως πρέπει να αντεπιτεθούμε και να θέσουμε επιτακτικά τη θεσμοθέτηση ενός νέου πλαισίου προστασίας των εργαζομένων και της αξιοπρέπειάς τους.
-Εδώ και ένα χρόνο ένα πολύ μεγάλο μέρος των εργαζομένων βιώνει πρωτόγνωρες συνθήκες εργασίας και επισφάλειας. Πώς θα τους πείσει ο ΣΥΡΙΖΑ να κινητοποιηθούν και να αντιδράσουν; Ορόσημο είναι η μαζικότητα της Εργατικής Πρωτομαγιάς στις 6 Μαΐου, αλλά και η κινητοποίηση των συνδικάτων.
Χρειάζεται μια πολύμορφη και πολυεπίπεδη παρέμβαση, που θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες. Και τις κλασικές μορφές διαμαρτυρίας, με τις συγκεντρώσεις και τις περιοδείες σε χώρους εργασίας, και τις ψηφιακές μορφές διαμαρτυρίας, που άνθισαν τον καιρό της πανδημίας και είδαμε να έχουν ευρύτατη απεύθυνση. Αυτή η αναγκαία προγραμματική, ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση για τα εργασιακά ζητήματα, θα πρέπει να έχει στόχευση και την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος. Με απαξιωμένα συνδικάτα, με συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, όπως αυτή της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, που στην καλύτερη περίπτωση παρακολουθούν -αν δεν σιγοντάρουν- την κυβέρνηση, ο κόσμος αισθάνεται ότι δεν εκπροσωπείται. Στον αντίποδα αυτών των καταστάσεων είναι κάποια πρωτοβάθμια σωματεία, που είναι πράγματι αντιπροσωπευτικά, αλλά χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και όλες οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στον μαζικό συνδικαλιστικό χώρο να πρωτοστατήσουν στην ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.
–Θα απευθυνθεί και στα άλλα κόμματα;
Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να έχει την αντανάκλασή της και στο πολιτικό επίπεδο. Νομίζω ότι μια σαφής απεύθυνση, εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία προς το σύνολο της αριστερής και δημοκρατικής αντιπολίτευσης είναι επιβεβλημένη. Από εκεί και πέρα, ας αναλάβει κανείς την ευθύνη του, με τη στάση του να δείξει ότι υποτιμά ή ότι δεν κατανοεί αυτή την αναγκαιότητα.
-Πώς θα εμπνεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί αυτή τη μάχη να την πάει μέχρι τέλους; Εμφανίζεται ως η μητέρα των μαχών, όπως ήταν την προηγούμενη περίοδο το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», μία μάχη που έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα πώς θα πείσει ότι θα ανατρέψει, σε περίπτωση εκλογής, όσα θα έχουν ψηφιστεί;
Πρέπει, κατ αρχάς, να γίνει σαφές ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να εντάξει αυτές τις αλλαγές σε μια μνημονιακού τύπου τεχνογνωσία. Λέγοντας ότι αυτές οι ρυθμίσεις είναι προαπαιτούμενες για την άντληση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, ουσιαστικά χρησιμοποιεί την ίδια πρακτική που ίσχυε την εποχή των μνημονίων. Αυτό, πέραν όλων των άλλων, είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικό, διότι θέλει να δεσμεύσει τις επόμενες κυβερνήσεις, οι οποίες είναι πιθανό να έχουν εκλεγεί με ένα άλλο πρόγραμμα και να βάλει, εκ προοιμίου, στην άκρη τη βούληση του κόσμου. Από εκεί και πέρα, αυτό που αφορά εμάς, σχετίζεται και με το κατά πόσο όλο το προηγούμενο διάστημα πείσαμε ότι έχουμε βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από την περίοδο της διακυβέρνησης. Διότι σε κάθε τι που λέμε, επαναφέρουν κάτι το οποίο αφορά άλλες καταστάσεις, που αν όμως δεν εξηγηθεί μπορεί να αφήσει λάθος εντυπώσεις. Συνεχώς ακούμε ότι «και τα μνημόνια είχατε πει ότι θα σκίσετε, αλλά τελικά εφαρμόσατε μνημόνιο». Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θα αλλάξει το πλαίσιο, παραπέμπει σε αυτές τις σκέψεις. Για αυτό νομίζω ότι ήταν απόλυτα κατανοητό και ορθό, ο ΣΥΡΙΖΑ από την επόμενη κιόλας των εκλογών να είχε οργανώσει, πέρα από αυτό το βήμα που έκανε της διατύπωσης ενός συλλογικού απολογισμού, συζήτηση γύρω από τη δική του εμπειρία των χρόνων της διακυβέρνησης, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό στον κόσμο κάτω από ποιες συνθήκες κυβέρνησε, κάτω από ποιους καταναγκασμούς, πού μπόρεσε να πετύχει κάποια πράγματα, ποιες ρωγμές εκμεταλλεύτηκε, πού συμβιβάστηκε και πού απέτυχε. Αυτή τη συζήτηση την έχουμε κάνει σε ένα πολύ πρώτο επίπεδο, αλλά δεν έχει γίνει κτήμα του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και του κόσμου που τον παρακολουθεί. Με αυτή την έννοια, για να είμαστε πειστικοί, πρέπει να είμαστε αυτοκριτικοί για το παρελθόν μας και απόλυτα σαφείς και τεκμηριωμένοι στα λεγόμενά μας και στα όσα προτείνουμε. Νομίζω ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη πολιτική «συνταγή» που χρειάζεται. Σε κάθε περίπτωση η δέσμευσή μας για κατάργηση των αντεργατικών ρυθμίσεων πρέπει να είναι ρητή και κατηγορηματική.
-Ενδεχομένως θα πρέπει να καταλήξει και ο ΣΥΡΙΖΑ σε ποιους απευθύνεται. Δίνεται η αίσθηση ότι πηγαίνει από τη μία πλευρά στην άλλη, από τη μία ψηφίζει το Ελληνικό, χάριν των επενδύσεων και, από την άλλη, βγαίνει και στηρίζει τους πληττόμενους από την πανδημία μικρομεσαίους και εργαζόμενους. Δεν μπορεί να πατά σε δύο βάρκες, είναι έτσι;
Νομίζω πως αν είχαμε υιοθετήσει μια στάση σαν και αυτή που σας περιέγραψα σε αδρές γραμμές θα είχαμε συνεννοηθεί καλύτερα και στην περίπτωση του Ελληνικού, υιοθετώντας μια διαφορετική στάση εντός της Βουλής. Πέρα όμως από αυτό, είναι τέτοιες οι συνθήκες που εκ των πραγμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ, και βάσει των προγραμματικών του θέσεων, μπορεί και πρέπει να απευθύνεται στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Αυτή άλλωστε, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, είναι εκτός του πεδίου της πολιτικής της. Είναι πλέον ορατές οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας ευρύτατης πλειοψηφίας ανάμεσα σε μισθωτή εργασία, αυτοαπασχολούμενους, μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα.
-Την εβδομάδα που μας πέρασε, οι νεκροί της πανδημίας ξεπέρασαν τους 10.000. Την ίδια στιγμή, που η κυβέρνηση άρει τα μέτρα και ανοίγει καταστήματα, τουρισμό και σχολεία, θεσμοθετεί ασυλία για τον εαυτό της. Η κυβέρνηση προχωρά χωρίς σχέδιο ή αυτό είναι το σχέδιό της, να αφήσει στη μοίρα του τον κόσμο;
Νομίζω ότι για το κυριότερο που έχει να εγκαλέσει κανείς την κυβέρνηση είναι ότι δεν μπόρεσε να έχει μια συνεκτική πολιτική απέναντι στην πανδημία, τουλάχιστον μετά το πρώτο κύμα. Κάθε φορά παίρνονται αποσπασματικά μέτρα, χωρίς να απαντάνε στις ανάγκες. Το είδαμε στα σχολεία, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στο δημόσιο σύστημα υγείας. Για αυτά είναι ασυγχώρητοι. Αν είχαν γίνει, είναι βέβαιο ότι θα είχαμε μικρότερο αριθμό κρουσμάτων. Δεν το έκανε διότι είναι δέσμια μιας ιδεοληπτικής προσέγγισης, αλλά και διότι ασκεί πολιτική αποθεώνοντας την επικοινωνία και τον τακτικισμό. Θεωρεί ότι έτσι μπορεί να ανταπεξέλθει, αλλά μια τέτοια τακτική έχει κοντά ποδάρια. Για αυτό φτάσαμε να είμαστε σε μια από τις χειρότερες θέσεις ως προς τις απώλειες ανά εκατομμύριο κατοίκους.
-Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ανακοινώνει μέτρα στήριξης της μεσαίας τάξης και πρόγραμμα για τους νέους και τον πολιτισμό. Προετοιμάζεται για εκλογές, σε κάθε περίπτωση;
Νομίζω ότι προχωρά με παράλληλα σενάρια, ένα από αυτά είναι και αυτό των πρόωρων εκλογών. Αλλά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να συντρέχουν και άλλοι λόγοι και προϋποθέσεις για να τις προκηρύξει.
-Ο ΣΥΡΙΖΑ βάζει θέμα εκλογών;
Ο ΣΥΡΙΖΑ σωστά έχει ως θέση αρχής ότι σε συνθήκες κορύφωσης της πανδημίας θα ήταν ανεύθυνο να μιλήσουμε για εκλογές. Διότι εκλογές δεν σημαίνει μόνο η προκήρυξη τους, αλλά και συγκεντρώσεις, παρεμβάσεις, περιοδείες. Δεν μπορούν να γίνουν εκλογές με sms, δεν είναι δημοκρατικό. Ωστόσο, το θέμα της ανατροπής των εφαρμοζόμενων πολιτικών τίθεται ολοένα και πιο έντονα από τα αδιέξοδα που γεννά αυτή η πολιτική. Προφανώς η παράταση αυτής της κατάστασης, δηλαδή η αναποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας και η μεροληπτική υπέρ των λίγων και ισχυρών συμφερόντων αντιμετώπιση της οικονομίας, οξύνουν τέτοιες αντιπαραθέσεις και θέτουν ολοένα και πιο έντονα το θέμα της ήττας αυτής της πολιτικής και κατ’ επέκταση της κυβερνητικής αλλαγής. Με αυτή την έννοια, το θέμα της αλλαγής τίθεται από την ίδια τη ζωή.
Πηγή: Η Εποχή