Macro

Πάνος Ντούβος: Ζητήματα μεθόδου και δόμησης στο “Η ιδιοτυπία του Αισθητικού” του Λούκατς

Από τις εκδόσεις Εύμαρος κυκλοφόρησε πρόσφατα η συλλογή δοκιμίων Γκέοργκ Λούκατς. Κριτικά Δοκίμια. Ο τόμος περιέχει κείμενα ερευνητών από την Ελλάδα αφιερωμένα στο έργο του επιφανούς Ούγγρου μαρξιστή.

Σήμερα στην Εποχή δημοσιεύεται ένα απόσπασμα από το κείμενο του Πάνου Ντούβου, με τίτλο «Η συμβολή του Γκέοργκ Λούκατς στη θεωρία της μουσικής μίμησης».

Σκοπός του Η ιδιοτυπία του Αισθητικού είναι, όπως προδίδει ο ίδιος ο τίτλος, ο προσδιορισμός της ειδικής φύσης του Αισθητικού, να δειχτεί δηλαδή το πώς η αισθητική μορφή αντανάκλασης της πραγματικότητας (η τέχνη) διακρίνεται από τις υπόλοιπες μορφές αντανάκλασης (καθημερινή συνείδηση, θρησκεία, επιστήμη), να απαντηθεί το ερώτημα του «ποιες ειδικές μορφές, σχέσεις, αναλογίες κ.λπ. λαμβάνει ο –κοινός για κάθε αντανάκλαση– κόσμος των κατηγοριών στο αισθητικό θέτειν (Setzung)» (Lukacs 1981, 1:17) και έτσι να θεμελιωθεί φιλοσοφικά η «ιδιοτυπία» του Αισθητικού.

Για να κατανοήσουμε τη δόμηση του βιβλίου θα πρέπει να παραπέμψουμε αρχικά στη μέθοδο, την οποία ο Λούκατς εκθέτει συντόμως στον πρόλογο του έργου. Σύμφωνα με την υλιστική γνωσιοθεωρία, η γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι δυνατή μόνο κατά προσέγγιση και ουδέποτε μπορεί να είναι πλήρης. «Η εκτατική και εντατική απειρότητα των αντικειμένων και των σχέσεών τους», καθιστά ατελή «κάθε απόπειρα να συλληφθεί διανοητικά αυτή η απειρότητα». Βασιζόμενος σε αυτό το πρωταρχικό δεδομένο ο Λούκατς χαρακτηρίζει τη μέθοδό του ως «μέθοδο των προσδιορισμών (Bestimmungen)» και την αντιδιαστέλλει προς τη «μέθοδο των ορισμών (Definitionen)». Ενώ ο ορισμός «παγιώνει την ίδια του την τμηματικότητα ως κάτι οριστικό και άρα βιάζει κατ’ ανάγκη τον θεμελιώδη χαρακτήρα των φαινομένων», ο προσδιορισμός «θεωρείται εξαρχής ως κάτι προσωρινό, κάτι που χρειάζεται συμπλήρωση, ως κάτι, που εκ φύσεως πρέπει να προεκτείνεται, να βελτιώνεται, να συγκεκριμενοποιείται». Το ζητούμενο λοιπόν είναι να λάβει χώρα ένας «χαρακτηρισμός του αντικειμένου κατά τρόπο ώστε η γνώση του να είναι έγκυρη, χωρίς ωστόσο να εγείρει την αξίωση, ότι, σε αυτό το στάδιο, είναι πλήρης και οριστική». Και βάσει των παραπάνω προσδιορίζεται η ακόλουθη μέθοδος:

«Το αντικείμενο μπορεί να προσεγγιστεί μόνο σταδιακά, μόνο βαθμηδόν, εφόσον το ίδιο αντικείμενο εξετάζεται σε διαφορετικές συνάφειες, σε διαφορετικές σχέσεις προς διάφορα άλλα αντικείμενα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο αρχικός προσδιορισμός δεν αίρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο –τότε θα ήταν λανθασμένος–, αλλά, αντιθέτως, πλουτίζεται αδιάκοπα, γλιστρά, τρόπον τινά, ολοένα εγγύτερα στην απειρότητα του αντικειμένου, στο οποίο αφορά… θα πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε με ακρίβεια την επανεμφάνιση του ίδιου προσδιορισμού σε διαφορετικούς αστερισμούς και διαστάσεις, από μια απλή επανάληψη» (Lukacs 1981, 1:24).

Ο ίδιος προσδιορισμός λοιπόν θα πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο διαφορετικών συσχετισμών, συγκρίσεων και αντιπαραθέσεων και έτσι να εμπλουτίζεται και να συγκεκριμενοποιείται διαρκώς. Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση φαίνεται με σαφήνεια και στη διάρθρωση του βιβλίου. Οι θεμελιώδεις προσδιορισμοί του Αισθητικού (η ειδική σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, ουσίας-φαινομένου, μορφής-περιεχομένου κοκ) εξετάζονται σε συνεχή σύγκριση και αντιπαράθεση με άλλες μορφές αντανάκλασης (καθημερινότητα, επιστήμη, μαγεία, θρησκεία κ.ά.) και κατ’ αυτόν τον τρόπο εμπλουτίζεται και βαθαίνει η έννοια του Αισθητικού.

Ο γενικότερος προσδιορισμός που αποδίδει ο Λούκατς στο Αισθητικό είναι αυτός της αυτοσυνείδησης της ανθρωπότητας. Η «αυτοσυνείδηση», η γνώση του εαυτού, δεν αναφέρεται εδώ σε κάποιο είδος ενδοσκόπησης του υποκειμένου, αλλά σε μια ιδιάζουσα μορφή αντανάκλασης (απεικόνισης) της πραγματικότητας. Στην αυτοσυνείδηση απεικονίζεται «το συγκεκριμένο περιβάλλον του ανθρώπου, η κοινωνία (ο άνθρωπος στην κοινωνία), ο μεταβολισμός της κοινωνίας με τη φύση». Δεν απεικονίζεται όμως όπως στην επιστήμη, ως προς το καθ’ εαυτό Είναι του, αλλά «όπως βιώνεται από τη σκοπιά του ολόκληρου ανθρώπου. Αυτό σημαίνει, πίσω από κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα κρύβεται το ερώτημα: κατά πόσον είναι ο κόσμος αυτός πραγματικά ένας κόσμος του ανθρώπου, τον οποίο αυτός είναι σε θέση να καταφάσκει ως δικό του, ως σύμφωνο προς την ανθρώπινη φύση του;» (Lukacs 1981, 1:225).

Η τέχνη λοιπόν, ως αυτοσυνείδηση της ανθρωπότητας, συνιστά μεν μια αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας (της κοινωνίας), περιλαμβάνει ωστόσο στην αντανάκλαση και ένα υποκειμενικό στοιχείο, με την έννοια ότι το αισθητικά απεικονιζόμενο αντικείμενο τίθεται πάντα σε σχέση με ένα υποκείμενο, σε σχέση με το αν και κατά πόσον ανταποκρίνεται στις επιθυμίες αυτού του υποκειμένου. Αυτό συνεπάγεται βέβαια, ότι η αισθητική αντανάκλαση συνιστά μια «μεροληπτική» μορφή αντανάκλασης, η οποία περιλαμβάνει εκτός από το απεικονιζόμενο αντικείμενο και μια υποκειμενική τοποθέτηση, μια «θέση» (θετική ή αρνητική) απέναντι σε αυτό το αντικείμενο. Ωστόσο η «μεροληψία» αυτή δεν δηλώνει υποκειμενισμό, δεν υπονοεί μια υποκειμενιστική διαστρέβλωση της αντικειμενικότητας, διότι το υποκείμενο της καλλιτεχνικής διαμόρφωσης δεν είναι ένα οποιοδήποτε υποκείμενο, αλλά ένα υποκείμενο, το οποίο έχει υπερβεί τη «μερικότητά» του (Partikularitat) και έχει καταστεί φορέας της ειδολογικής αυτοσυνείδησης.

Δεν υπάρχει εδώ ο χώρος για μια διεξοδικότερη τεκμηρίωση της θέσης ότι ο μεροληπτικός χαρακτήρας της αισθητικής αντανάκλασης δεν παραμορφώνει υποκειμενιστικά το απεικονιζόμενο αντικείμενο. Μεγαλύτερη σημασία έχει να επισημάνουμε ότι αυτός ο πλέον αφηρημένος προσδιορισμός της αισθητικής αντανάκλασης ως αυτοσυνείδησης, λαμβάνει διαφορετικές εκφάνσεις στις διάφορες τέχνες. Διαφορετικά πραγματώνεται η αισθητική αντανάκλαση (δηλαδή η αντανάκλαση της κοινωνίας από τη σκοπιά του «ολόκληρου ανθρώπου») στη ζωγραφική, η οποία έχει μεν τη δυνατότητα να απεικονίζει αντικείμενα και συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, όχι όμως ως προς τη χρονική τους εκτύλιξη· διαφορετικά στη λογοτεχνία, η οποία χρησιμοποιεί ως μέσο το λόγο· διαφορετικά στο χορό, ο οποίος χρησιμοποιεί κινήσεις και χειρονομίες· διαφορετικά, τέλος, στη μουσική, η οποία χρησιμοποιεί το ομογενές μέσο της «καθαρής ακουστότητας» και η οποία αδυνατεί να αποδώσει με μονοσήμαντο τρόπο δεδομένα του εξωτερικού κόσμου, περιοριζόμενη έτσι στην απεικόνιση του εσωτερικού.

Μολονότι περιστασιακά ο Λούκατς προβαίνει σε κάποιες συγκρίσεις και αντιπαραβολές μεταξύ των διαφόρων τεχνών ως προς τις απεικονιστικές τους δυνατότητες, δεν εξετάζει χωριστά την καθεμιά από αυτές τις τέχνες. Μόνο στο 14ο κεφάλαιο του έργου, το οποίο φέρει τον τίτλο «οριακά ζητήματα της αισθητικής μίμησης», ο συγγραφέας επιχειρεί μια ειδική εξέταση ορισμένων επιμέρους τεχνών (πρωτίστως της μουσικής, της αρχιτεκτονικής και του κινηματογράφου) για το λόγο ότι στις τέχνες αυτές η ισχύς του παραπάνω προσδιορισμού του Αισθητικού (ως μορφής αντανάκλασης της κοινωνίας από τη σκοπιά του «ολόκληρου ανθρώπου») δεν είναι προφανής. Παρακάμπτουμε εδώ για λόγους σαφήνειας τα ειδικά προβλήματα της τέχνης του κινηματογράφου· είναι σαφές ότι ούτε η αρχιτεκτονική ούτε η μουσική έχουν έκδηλα μιμητικό-απεικονιστικό χαρακτήρα, γεγονός που αποτυπώνεται και στο ότι στην πλειοψηφία των φιλοσοφικο-αισθητικών θεωρήσεων οι τέχνες αυτές δεν κατατάσσονται στις μιμητικές τέχνες. Η δυσκολία της ανάδειξης του μιμητικού χαρακτήρα στις τέχνες αυτές είναι τόσο προφανής, ώστε ο Λούκατς θεώρησε αναγκαίο να τις πραγματευτεί ξεχωριστά ως «οριακές» περιπτώσεις της αισθητικής μίμησης. Με τα παραπάνω οδηγούμαστε πλέον στην εξέταση του κεφαλαίου περί μουσικής από το Η ιδιοτυπία του Αισθητικού, η οποία αποτελεί και τον κύριο στόχο του παρόντος εγχειρήματος.

Αναφορές

Engels, Friedrich. 1967. «Engels an Margaret Harkness in London». Στο ΜΕW 37, επιμ: Institut fur Marxismus-Leninismus beim ZK der SED, 42-44. Βερολίνο: Dietz Verlag.

Lukacs, Georg. 1981. Die Eigenart des Asthetischen, τ. 1-2, Βερολίνο/Βαϊμάρη: Aufbau-Verlag.

Lukacs, Georg. 1985. Uber die Besonderheit als Kategorie der Asthetik. Βερολίνο/ Βαϊμάρη: Aufbau-Verlag.

Πάνος Ντούβος είναι διδάκτωρ μουσικολογίας στο ΕΚΠΑ.

Η ΕΠΟΧΗ