Macro

Πάνος Λάμπρου: Τι να αποτιμήσουμε και τι να αλλάξουμε μπροστά στη δεύτερη κάλπη

Ένας από τους δημόσιους στόχους του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να αλλάξει χρώμα όλη η χώρα. Και δυστυχώς η χώρα βάφτηκε βαθύ μπλε με εξαίρεση την Ροδόπη. Βασικά «κάστρα» κατέρρευσαν. Η Δυτική Αθήνα, η Β Πειραιά, η Νέα Ιωνία, το Κερατσίνι, το Πέραμα πέρασαν απέναντι. Οδυνηρή ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που αγγίζει στο σύνολό της την αριστερά. Απέναντί της έχει πλέον μια δεξιά, που αν βάλεις δίπλα της και τα ακροδεξιά μορφώματα αγγίζει το 50%.
 
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η ΝΔ είχε καλύτερο επικοινωνιακό επιτελείο, πιο εύστοχη καμπάνια ή ότι έκρυψε τις πραγματικές της προθέσεις και γι’ αυτό κέρδισε. Ισχυρίζομαι ότι η Νέα Δημοκρατία δεν είχε κρυφή ατζέντα, όπως πολλοί λένε. Φανερή ήταν και είναι. Η δεξιά, απολύτως συνειδητά, μπήκε στον ιδεολογικό καυγά με πρόθεση να συντρίψει την αριστερά στο γήπεδό της. Να αποδομήσει τις απελευθερωτικές και ουμανιστικές ιδέες, να καλλιεργήσει το φόβο, να ενισχύσει το δικό της αυταρχικό και νεοφιλελεύθερο αφήγημα. Και το κατάφερε. Ο καυγάς τής βγήκε σε καλό και σήμερα τείνει να σταθεροποιήσει την ιδεολογική της ηγεμονία.
 
Γιατί δεν ήταν μόνο η αποθέωση του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου, δεν ήταν μόνο οι κοριοί και το «σπίτι του μεγάλου αδελφού», δεν ήταν μόνο οι ΜΕΘ, οι λογαριασμοί της ΔΕΗ και η ακρίβεια. Στο οπλοστάσιό της δεν είχε μόνο την οικονομική πολιτική, την οποία χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει ανασφάλεια στην εκδοχή μιας δικής της ήττας. Ψηλά στην ατζέντα της ήταν ο βάναυσος – ρατσιστικός φράχτης στον Έβρο, οι ξενοφοβικές πρακτικές, το άσυλο και η πανεπιστημιακή αστυνομία, η σύγκρουση με τον κόσμο του πολιτισμού. Δεν φοβήθηκε την αντιπαλότητα και την ιδεολογική αντιπαράθεση. Αντίθετα την προκάλεσε, την καλλιέργησε και τη δούλεψε με εκνευριστική συνέπεια σε όλη τη διάρκεια της τετραετίας.
 
 
Η δική μας όχθη
 
Αν αυτά, περίπου, συνέβησαν στην όχθη του πολιτικού αντιπάλου, το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι τι έκανε η δική μας όχθη. Αν μπήκε στον ιδεολογικό καυγά με επάρκεια, αν ξεδίπλωσε το δικό της αξιακό οπλοστάσιο, αν παρουσίασε πειστικά την εναλλακτική της πρόταση, αν συγκίνησε, αν μίλησε στη ψυχή των νέων ανθρώπων, αν κατέγραψε το δικό της όραμα, αν βρέθηκε δίπλα στον κόσμο της εργασίας και τα πληβειακά κοινωνικά στρώματα, αν υπερασπίστηκε έμπρακτα τους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται στην γκρίζα ζώνη του κοινωνικού αποκλεισμού. Αν μίλησε δηλαδή τη μητρική της γλώσσα, τη γλώσσα της αριστεράς.
 
Φοβάμαι πως η αριστερά και όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπήκε σε αυτό το γήπεδο να παίξει. Απέφυγε τον ιδεολογικό καυγά. Αγωνίστηκε με τους όρους που είχε θέσει ο αντίπαλος. Και αυτό ήταν λάθος.
 
 
Αναστοχασμός και αντεπίθεση
 
Θα υπάρξει ασφαλώς πολιτικός χρόνος για μια εσωτερική, αλλά και δημόσια συζήτηση. Ο αναστοχασμός είναι απαραίτητος, όπως και η αυτοκριτική. Ο πραγματικός χρόνος όμως είναι φανερά περιορισμένος, οι μέρες μέχρι τη δεύτερη κάλπη ελάχιστες. Έχουμε την υποχρέωση μπροστά στις ιστορικές αυτές στιγμές να σηκωθούμε και να δώσουμε τη μάχη μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο καθένας και η καθεμιά από τη θέση στην οποία βρίσκεται. Με συλλογικότητα, συντροφική αλληλεγγύη, ενότητα, με τις αναγκαίες και δραστικές αλλαγές, με τη ματιά και το νου μας στον κόσμο της εργασίας, τη νεολαία, τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα… Μακριά από λαϊκίστικες και παλαιού τύπου αντιπαραθέσεις, που στην ουσία το μόνο που κάνουν είναι να τροφοδοτούν με επιχειρήματα τον αντίπαλο. Ο κόσμος έχει αλλάξει. Νέα ζητήματα και νέες διαχωριστικές γραμμές, δίπλα στις παλιές ασφαλώς, εμφανίζονται. Όποιοι και όποιες πιστεύουν ότι η πολιτική και κομματική αντιπαράθεση μπορεί να διεξαχθεί με τους όρους της δεκαετίας του ’80 κάνουν λάθος. Οι γυναικοκτονίες και η έμφυλη βία, το μπούλινγκ στα σχολεία και τις γειτονιές, η αναπηροφοβία και τα συνεχή εμπόδια στην καθημερινότητα των αναπήρων, τα ζητήματα που αφορούν την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, τα θέματα που σχετίζονται με το περιβάλλον ή τον πολιτισμό, οι αναζητήσεις της νέας γενιάς, το θέμα της στέγης, που γίνεται όλο και πιο δραματικό, όλο και πιο επιτακτικό ως αίτημα, η εικόνα του 90χρονου ανάπηρου, που με την αστυνομική βία τον πέταξαν από το πλειστηριασμένο σπίτι του, η ανυπαρξία του κοινωνικού κράτους, η διαχωριστική γραμμή ξενοφοβία – αλληλεγγύη, ο διάχυτος και επικίνδυνος ρατσισμός, η εθνικιστική ρητορική, η σχέση εκκλησίας – κράτους διαμορφώνουν ένα τοπίο και ένα πλαίσιο πάνω στο οποίο η ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να πατήσει και να παρουσιάσει το δικό της όραμα, τη δική της εναλλακτική πρόταση ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης.
 
Υπό αυτή την έννοια, οι ματιές στο «κέντρο» και σε ένα θολό προοδευτικό πρόταγμα δεν διαμορφώνουν στίγμα, δεν φτιάχνουν ταυτότητα, δεν συνεγείρουν, δεν συγκινούν. Σε αυτή την περίοδο χρειάζεται η ματιά μας να είναι στην κοινωνία, κυρίως σε εκείνο το μέρος της, που αναζητά την ελπίδα και απαντήσεις από την αριστερά. Δεν είμαστε με όλους, η κοινωνία δεν είναι ενιαία. Υπάρχουν ακόμα τάξεις, φτωχοί, ανήμποροι, κοινωνικά αποκλεισμένοι, εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα, αντιστάσεις, άνθρωποι, οι οποίοι πολιτισμικά και αξιακά υπερασπίζονται τη δημοκρατία, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Διαφορετικά ρυάκια, που η αριστερά χρειάζεται να συμβάλει ώστε να συναντηθούν και να αποτελέσουν ένα ποτάμι ανατροπής.
 
Αντίπαλός μας είναι η δεξιά και η ακροδεξιά, δηλαδή οι ιδέες και οι προτάσεις τους. Αυτές οι ιδέες, που φτωχοποιούν την κοινωνία, που διαμορφώνουν ένα ασφυκτικά ανελεύθερο τοπίο. Να δώσουμε τη μάχη με σύνεση, αποφασιστικότητα, με υπερηφάνεια για την ιστορία μας, με γνώση των λαθών μας, με σεμνότητα, αλλά και με αυτοπεποίθηση. Έχουμε πέσει, αλλά χρειάζεται να σηκωθούμε. Πληγωθήκαμε, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι/ες να προχωρήσουμε. Τίποτα ακόμα δεν τελείωσε. Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί, με εμπόδια ασφαλώς, αλλά η αριστερά είναι για τις ανηφόρες.
 
 
Ο κόσμος κάτι μας είπε
 
Ο κόσμος κάτι μας είπε. Ας το πούμε διαφορετικά: μας έστειλε γράμμα ή πολλά γράμματα. Χρειάζεται να τα διαβάσουμε, να ακούσουμε, να μάθουμε, χωρίς έπαρση και βεβαιότητες. Ο κόσμος, που μας ενδιαφέρει, κάτι μας είπε. Μας είχε στείλει μήνυμα και το 2019. Το ερώτημα είναι με ποιον τρόπο το αξιοποιήσαμε, πως το διαβάσαμε και αν το διαβάσαμε σωστά. Σήμερα δεν έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε λάθος. Γι’ αυτό και χρειάζεται συλλογικότητα και συζήτηση, διάλογος μέσα στη δράση. Και δεν πρέπει να το φοβηθούμε. Ο διάλογος είναι ανεκτίμητος. Προσφέρει σκέψεις και προτάσεις. Ο συλλογικός νους είναι η προωθητική μας δύναμη. Η συζήτηση που κακώς δεν έγινε στην Κεντρική Επιτροπή την περασμένη Πέμπτη, χρειάζεται να επανέλθει. Όχι μόνο και όχι κυρίως για τυπικούς λόγους, αλλά για λόγους ουσίας. Όχι για να κάνουμε μια σε βάθος και συνολική αποτίμηση, δεν είναι αυτό το ζητούμενο σήμερα, αλλά για να σκεφτούμε συλλογικά πώς θα νικήσουμε μέσα σε αυτό το πολύ δύσκολο περιβάλλον.
 
Στις 25 Ιουνίου θα κριθούν πολλά. Θα κριθεί αν η Νέα Δημοκρατία θα είναι ο απόλυτος κυρίαρχος ή αν θα καταφέρουμε να ανατρέψουμε τους σχεδιασμούς της. Θα κριθεί, επίσης, αν τα επόμενα χρόνια θα έχουμε μια αριστερά ισχυρή, μια αριστερά, που θα είναι σε θέση να καθορίζει τις εξελίξεις και να είναι πρωταγωνιστική δύναμη.

Πάνος Λάμπρου