Απόσπασμα από το βιβλίο του Στη χώρα των κλουβιών. Ένα οδοιπορικό στις ελληνικές φυλακές που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εύμαρος
Η χώρα διαθέτει… πόλεις και χωριά, τριάντα τέσσερα στο σύνολο. Πόλεις μέσα στις πόλεις, χωριά απομακρυσμένα πάνω σε κορφές βουνών ή σε νησιά. Ο Κορυδαλλός είναι η μεγαλύτερη πόλη, κάτι σαν πρωτεύουσα της παράξενης χώρας. Οι άλλες φυλακές σκορπισμένες στην επικράτεια, στην Κω, την Τρίπολη, την Κρήτη, την Κέρκυρα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Κομοτηνή, τα Γιάννενα, τον Βόλο, τη Χίο. Ανάμεσά τους αγροτικές φυλακές, μια μικρή όαση στη βαρβαρότητα των κλειστών και θεόρατων μπετοναρισμένων κτιρίων.
Ο Κορυδαλλός, άρχισε να χτίζεται το 1961 και οι δημοσιογράφοι της εποχής εκείνης μίλαγαν για κολοσσιαίο έργο, για κτίριο τομή στην ιστορία του σωφρονιστικού συστήματος. Η διαφορά από τα άλλα «καταστήματα» ήταν η ύπαρξη ατομικών κελιών, που θα φιλοξενούσαν 600 κρατούμενους. Η κατασκευή του κόστισε περίπου 29 εκατομμύρια δραχμές και το έργο ολοκληρώθηκε το 1967, την περίοδο δηλαδή της χούντας των συνταγματαρχών. Λίγο πριν την ολοκλήρωση του έργου τα ρεπορτάζ σημείωναν ότι «το κελί δεν θα διαφέρει από ένα δωμάτιο ενός σχετικά καλού ξενοδοχείου». Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα ατομικά κελιά γέμισαν κόσμο. Ο ένας έγιναν δύο, τρεις, τέσσερις, ακόμα περισσότεροι. Προστέθηκαν κρεβάτια, το ένα πάνω στο άλλο. Το δωμάτιο του… σχετικά καλού ξενοδοχείου, μετατράπηκε σε κλουβί, σε αποθήκη αποβλήτων.
Στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα δημιουργήθηκαν το νοσοκομείο και το ψυχιατρείο των κρατουμένων. Η χώρα έχει το ΕΣΥ της, όπως κάθε χώρα που σέβεται τον εαυτό της. Ένα ΕΣΥ που λειτουργεί με τους δικούς του κανόνες στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου κράτους, δεν μοιάζει με τα άλλα. Νοσοκομείο χωρίς γιατρούς, ψυχιατρείο χωρίς ψυχίατρο, κατ’ επίσκεψη και μόνο.
Κάποια χιλιόμετρα μακριά είναι η πόλη των γυναικών. Ελεώνας Θηβών. Η σύγκριση και η διαφορά της με άλλες φυλακές είναι εμφανής από την πρώτη στιγμή. Ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι ο χώρος αυτός προϋπήρχε και δεν κατασκευάστηκε με σκοπό τον εγκλεισμό ανθρώπων. Στο παρελθόν ήταν ιδιοκτησία των μαρτύρων του Ιεχωβά και έτσι η διαμόρφωσή του, η αρχιτεκτονική του, η λογική του, δεν παραπέμπει στα συνήθη. Μεγάλοι χώροι, χώροι που μπορούν να εξυπηρετήσουν και άλλες ανάγκες πέραν του εγκλεισμού, δημιουργούν την αίσθηση ή ψευδαίσθηση μιας πιο ανθρώπινης φυλακής. Και ως ένα βαθμό είναι. Σήμερα, στην πόλη των γυναικών υπάρχει σχολείο, εργαστήρι ζωγραφικής, αίθουσες εκμάθησης κομπιούτερ, ένας καλά σχεδιασμένος χώρος για το ΚΕΘΕΑ, εργαστήρι κατασκευής σεντονιών, αίθουσα εκδηλώσεων. Στις αρχές Οκτωβρίου του 2017 μάλιστα, μετά πολλές δεκαετίες, λειτούργησε μια μικρή μονάδα αγροτικής φυλακής δίπλα στην υπάρχουσα. Τα σπιτάκια-διαμερίσματα διαθέτουν ψυγείο, φούρνο, κλιματιστικό, τηλεόραση, εκπλήσσουν και δείχνουν αν μη τι άλλο ότι γίνεται και αλλιώς.
Η Μαρία, μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, βρέθηκε στη φυλακή για πρώτη φορά. Η πρωτόδικη ποινή της είναι δεκατέσσερα χρόνια και περιμένει με αγωνία το Εφετείο της. Είναι μία από τις μαθήτριες ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ευγενής και καλοσυνάτη, χαμογελά αμήχανα όταν τη ρωτάς για την παρουσία της μπροστά από το κομπιούτερ. «Εδώ είναι ο παράδεισός μου, ξεχνάω πως είμαι φυλακή. Έμαθα να προσθέτω και να αφαιρώ, κάνω πολλαπλασιασμό, γράφω έκθεση στον υπολογιστή».
Η Μαρία ζει τον Γολγοθά της, έτσι το νιώθει, μιλάει για τον εγκλεισμό, την απαξίωση, τη ντροπή, τις μέρες που κυλούν, την αβεβαιότητα. «Εδώ είναι ο παράδεισός μου». Μια τραγική αντίφαση, παράδεισος και κόλαση πιασμένοι χέρι χέρι στον ίδιο χώρο ή περίπου στον ίδιο, μερικά βήματα τον χωρίζουν, μια μεγάλη πόρτα που αλλάζει το σκηνικό, τους ανθρώπους, την αίσθηση, τη μυρωδιά, την ανάσα. Το σχολείο είναι ο παράδεισος, ο δάσκαλος, τα πρώτα γράμματα στην οθόνη του υπολογιστή. Λίγη ώρα μετά η γυναίκα αυτή εμφανίζεται ξανά στον παγωμένο διάδρομο που οδηγεί στον θάλαμο, χώνεται στο κρεβάτι της, σιωπά μέσα στον εκνευριστικό θόρυβο, αλλάζει όψη, το πρόσωπο σκυθρωπιάζει, γερνάει μέσα σε ένα λεπτό. Είναι στη φυλακή, χωμένη σε αυτή την παράξενη χώρα όπου τίποτα δεν είναι ίδιο, όλα μοιάζουν, όλα διαφέρουν.
Στην Ε πτέρυγα είναι οι τσιγγάνες, κυρίως αυτές. Ένα τσούρμο γυναίκες κάθε ηλικίας, νέες, μεγάλες, γραίες. Οι περισσότερες αγράμματες, δεν ξέρουν να διαβάσουν και να γράψουν, αγνοούν τους νόμους, μπερδεύονται, ρωτούν για τις ποινές τους, πότε θα φύγουν. Δεν έχουν επισκεπτήριο. Ποιος να έρθει στη μέση του πουθενά; Άφραγκες, ούτε ένα ευρώ, ένας καφές ρε γαμώτο, ένα τσιγάρο, μια σερβιέτα, πανιά βάζουν για να συγκρατήσουν τη ροή. Μάνα και κόρη χαμογελούν ευχαριστημένες όταν μαθαίνουν ότι δεν θα εκτίσουν το σύνολο της ποινής που άκουσαν στο δικαστήριο. Ρωτούν για τον άντρα, σύζυγο και πατέρα, που και αυτός είναι έγκλειστος, δύο χρόνια έχουν να βρεθούν. Ο μικρός γιος είναι έξω, στην κοινωνία όπως λένε, μόνος στα δεκαέξι του χρόνια. Ποιος ξέρει πού είναι, τι κάνει, πώς ζει.
Μια γυναίκα αποφυλακίζεται, η Αναστασία, εφτά χρόνια και δύο μήνες σε αυτή την… πόλη. Από το πρωί γίνονται ετοιμασίες για τον αποχαιρετισμό. Στους νεροχύτες οι βρύσες είναι ανοιχτές, το νερό τρέχει, κυλάει γοργά. Ιεροτελεστία και έθιμο στον τσιγγάνικο πληθυσμό. Να φύγει η γυναίκα όπως τρέχει το νερό, γοργά και ανάλαφρα. Χθες ήρθε μια καινούρια, η Ασημίνα. Μόλις μπήκε στη πτέρυγα και οι γυναίκες την περικυκλώνουν. Ένας απειλητικός κύκλος, τα χάνει η δόλια. Ερωτήσεις βροχή, αμήχανες απαντήσεις. Σταδιακά και όσο η ώρα περνάει ο κύκλος στενεύει. Οι ερωτήσεις γίνονται πιο αιχμηρές. Μόνη στον κύκλο αναρωτιέται τι θα συμβεί, φοβάται, οι παλάμες της έχουν ιδρώσει. Τελευταία ερώτηση, τελευταία κρίσιμη απάντηση, το πόρισμα επιτέλους βγήκε. Ο κύκλος την αγκαλιάζει, ένα κουβάρι, καλωσόρισμα, η Ασημίνα είναι δικιά τους, μέρος του κόσμου τους, της χώρας των κλουβιών. Αν οι απαντήσεις ήταν διαφορετικές, αν το πόρισμα έλεγε «ρουφιάνα», ο παράξενος αυτός κύκλος θα λειτουργούσε διαφορετικά. Η Ασημίνα θα ήταν ξένο σώμα και δεν θα γίνονταν ποτέ δεκτή στην πτέρυγα. […]
Στα αρνητικά της Θήβας είναι η ύπαρξη θαλάμων. Τα ελάχιστα κελιά είναι συνήθως κλειστά, με αποτέλεσμα η κοινοβιακή ζωή από κάποια στιγμή και μετά να μετατρέπεται σε βασανιστήριο, ιδιαίτερα για αυτές που έχουν μεγάλες ποινές και μένουν χρόνια στον ίδιο χώρο. Οι πτέρυγες είναι χωρισμένες, όχι απόλυτα, με βάση το αδίκημα ή τις κοινές πολιτισμικές ταυτότητες. Υπάρχει η πτέρυγα του οικονομικού, όπως οι ίδιες λένε, που συνήθως είναι οι κατά τεκμήριο πιο μορφωμένες. Είναι η ελίτ της Θήβας, αν και οι καταδικασμένες για ναρκωτικά αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία τους. Υπάρχει η πτέρυγα των υποδίκων γυναικών, οι τσιγγάνες που για πολλοστή φορά είναι οι τελευταίες των τελευταίων. Κάπου εκεί, ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες οι μωρομάνες, τα φυλακισμένα μωρά. Παραδόξως, η πτέρυγα αυτή δεν έχει εσωτερικό προαύλιο. Υπάρχει ο διάδρομος και παρότι είναι ζωγραφισμένος με παιδικά κόμικς, φιλοτεχνημένα εξαιρετικά από πρώην κρατούμενη, δεν είναι σε θέση να ακυρώσει την ασχήμια του εγκλεισμού. Σε μια γωνιά, ένας τόσο δα μικρός παιδότοπος για να μας θυμίζει ότι ναι, υπάρχουν φυλακισμένα μωρά από την κούνια. Ο νόμος που ψήφισε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ δεν απέδωσε. Το 2015 ο νόμος Παρασκευόπουλου, τομή στο σωφρονιστικό σύστημα, προέβλεπε ότι, αν μια γυναίκα είχε καταδικαστεί έως δέκα χρόνια κάθειρξη και είχε παιδί μέχρι οκτώ χρονών, δύναται να εκτίσει την ποινή της κατ’ οίκον. Η λέξη όμως «δύναται» έδωσε το περιθώριο στους δικαστές να απαντήσουν με τον συνήθη τους τρόπο: «δεν δύναται». Έτσι, παρά την πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να δοθεί έστω μια μερική, τσιγκούνικη λύση, ο νόμος έμεινε ανενεργός και τα μωρά βιώνουν τον απάνθρωπο εγκλεισμό, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αναπνεύσουν καθαρό αέρα, να γευτούν τη γενναιοδωρία του ήλιου, του ανέμελου παιχνιδιού. Είναι φυλακισμένα από τη στιγμή που γεννήθηκαν, από την κοιλιά της μάνας, και μαθαίνουν αποκλειστικά τους ήχους της φυλακής, την πόρτα να κλείνει ερμητικά. Πίσω από αυτές τις θλιβερές πόρτες οι ανθρώπινες ιστορίες αποκτούν διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας.
Ο Πάνος Λάμπρος είναι Μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Η Αυγή