Η απάντηση είναι… Αριστερά
Ο κόσμος αλλάζει δραματικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο covid – 19 διαμορφώνει νέες κοινωνικές σχέσεις και αναδεικνύει όχι μόνο τις διακρίσεις και τα ταξικά χαρακτηριστικά των επιπτώσεων, άλλα και την καταστροφική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και την άγρια φύση. Οι ανισότητες διευρύνονται. Οι φτωχοί πληθαίνουν και είναι τα πρώτα θύματα μιας ανάλγητης πολιτικής, που αδιαφορεί τόσο για την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων, όσο και για το δικαίωμα στην εργασία και την επιβίωση. Η πανδημία, για τις δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, αποτελεί μια ακόμα ευκαιρία να εδραιώσουν τη θέση τους.
Ο κόσμος αλλάζει, η δημοκρατία, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες αμφισβητούνται και διώκονται. Ο φόβος οδηγεί τους ανθρώπους σε διαρκή άμυνα και ενίοτε σε συντηρητικές, ακόμα και σε ακροδεξιές επιλογές.
Ο κόσμος αλλάζει, η εργασία αλλάζει. Γίνεται περισσότερο επισφαλής και αβέβαιη, ιδιαίτερα των νέων όπου η εργασιακή περιπλάνηση και η ανεργία είναι ο ορίζοντας του βίου τους. Ο κόσμος της εργασίας σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ νεανικός, πολυεθνικός και εν πολλοίς θηλυκός.
Ο κόσμος αλλάζει, αλλά πολλά παραμένουν ίδια. Οι αγορές έχουν ανοιχτά σύνορα, την ίδια στιγμή που αυτά παραμένουν περίκλειστα για τους πρόσφυγες πολέμου, για τους αόρατους, για τους χωρίς χαρτιά. Ο αυταρχισμός, η αστυνομοκρατία, οι οικονομικές, περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες, το κρίσιμο μέτωπο της υγείας, η φτώχεια, η καλπάζουσα ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο εργασιακός μεσαίωνας, που σχεδιάζεται και εφαρμόζεται σε μια σειρά χώρες -ασφαλώς και στη δική μας-, βρίσκονται μπροστά μας, ως πραγματικότητα, ως πρόκληση, ως αντίπαλο πολιτικό σχέδιο.
ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΠΙΝΕΛΙΕΣ ΤΗΣ ΝΔ
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, προσθέτει συνεχώς μαύρες πινελιές στο βαθύ μπλε της δικής της πολιτικής παράδοσης. Έτσι, αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο και με όλες τις αποχρώσεις και διαφορές, μέρος αυτής της νέας μαύρης διεθνούς, που αναπτύσσεται σε όλο τον πλανήτη: από τις ΗΠΑ έως την Βραζιλία, την Ουγγαρία και τις χώρες του Βίζεγκραντ. Η νεοφιλελεύθερη εμμονή και η ταξική της μεροληψία υπέρ των πλουσίων, όχι τυχαία και όχι πρόσκαιρα, συναντά τον κοινωνικό συντηρητισμό, το μίσος στη νεανική αμφισβήτηση, τον αυταρχισμό και την ανελευθερία. Ασφαλώς δεν πρόκειται για στιγμιαίο λάθος ή παρένθεση, αλλά μια σταθερή, στρατηγικού τύπου, επιλογή.
Η κατάλυση του πανεπιστημιακού ασύλου και η ίδρυση οπλισμένης πανεπιστημιακής αστυνομίας, όσα ζήσαμε την ημέρα του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη, αλλά και κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων μνήμης για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Η χουντικής έμπνευσης απαγόρευση των… συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων, ο απύθμενος αυταρχισμός, η ανευθυνότητα της μαζικής παρουσίας και χωρίς υγειονομικά μέτρα των δυνάμεων καταστολής, η αστυνομική βία με αύρες, χημικά και ξύλο, οι προσαγωγές και οι συλλήψεις, περιγράφουν μια κυβέρνηση, που ο αυταρχισμός συγκροτεί πλέον τον πυρήνα της πολιτικής της. Η στάση των δυνάμεων της αριστεράς, σε όλες τις εκφάνσεις της, κινήθηκε στον αντίποδα: υπεύθυνη στάση μπροστά στην πραγματικότητα της πανδημίας, ενωτική και αγωνιστική διάθεση, σπάσιμο της αδιανόητης απαγόρευσης με τις εκατοντάδες εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα, τηρώντας όλα τα μέτρα προστασίας.
ΝΔ: Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Κάθε μέρα που περνάει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δείχνει το πρόσωπό της εξελίσσοντας επιθετικά το μεροληπτικό της πρόγραμμα, υπέρ των συμφερόντων και των ισχυρών. Προηγούνται τα συμφέροντα των τραπεζών και όχι η ανάγκη των ανθρώπων για ασφαλή κατοικία. Τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων μπαίνουν πάνω από την εργασία, το μισθό, τα κοινωνικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η υγεία επαφίεται στην ατομική ευθύνη και ο κορονοϊός μετατρέπεται σε μια ακόμα ευκαιρία για τη νεοφιλελεύθερη εμμονή της κυβέρνησης, την ίδια ώρα που καταγράφεται η ιστορική αναγκαιότητα για τη θωράκιση και ενίσχυση της δημόσιας υγείας για όλους και όλες. Η ανάγκη επίταξης ιδιωτικών κλινικών πήρε τη μορφή πανάκριβης συναλλαγής, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά, ότι η κυβέρνηση αυτή βάζει πάνω από την υγεία και τη ζωή τα συμφέροντα και τα κέρδη των λίγων. Εφαρμόζει το σχέδιό της, μεροληπτικό και ανάλγητο, αδιαφορώντας στην ουσία για την τύχη των πολλών, κυρίως όμως για την τύχη των πιο ευάλωτων, των αόρατων, των ανάπηρων, των φτωχών, όσων δεν διαθέτουν στέγη, όσων ζουν σε προνοιακά ιδρύματα, όσων ζουν σε κλειστές δομές ή στο δρόμο, όσων το νερό είναι είδος πολυτελείας… Μπορεί ο κορονοϊός από μόνος του να μην έχει ιδεολογία ή πολιτική σκέψη, να μην παράγει ο ίδιος τις νέες ανισότητες, αλλά ο χειρισμός του από την κυβέρνηση και ιδεολογικός είναι και βαθιά πολιτικός. Όταν αυτή την περίοδο κόβεται το ρεύμα ή το νερό σε φτωχά νοικοκυριά, όταν απειλούνται με εξώσεις από τα σπίτια τους, όταν η πρόσβαση σε δομές υγείας δεν είναι ίδια για όλους, όταν το εμβόλιο διατίθεται με το σταγονόμετρο και προηγούνται κυβερνητικά στελέχη, όταν η πείνα χτυπάει την πόρτα ανθρώπων ακόμα και… υπεράνω υποψίας, όταν το «μένω σπίτι» είναι μαύρο χιούμορ για χιλιάδες άστεγους, όταν στις φυλακές και τα ιδρύματα οι συναθροίσεις είναι υποχρεωτικές και το νερό, σε ορισμένες περιπτώσεις, είδος πολυτελείας, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι ο κορονοϊός είναι ισότιμη απειλή για όλους: και για τους πλούσιους και για τους φτωχούς και για τους ισχυρούς και για τους ανίσχυρους. Για μας η υπεράσπιση της υγείας και της ζωής είναι πρώτη προτεραιότητα και στεκόμαστε απέναντι στην πανδημία με ευθύνη. Εντούτοις, υπεύθυνη στάση δεν σημαίνει σιωπή. Η μάσκα δεν είναι φίμωτρο. Πίσω από την αναγκαία μάσκα υπάρχει φωνή. Και η φωνή, όπως και η αγωνία των ανθρώπων, χρειάζεται να ακουστεί δυνατά.
Οι εργαζόμενοι μετατρέπονται σε αναλώσιμη λεία, οι μικρομεσαίοι, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι άνθρωποι του πολιτισμού, συνθλίβονται, τα λουκέτα στα μαγαζιά πληθαίνουν και η νεολαία αντιμετωπίζεται σαν εξορισμού εχθρός, σαν απειλή στη λογική του νόμου και της τάξης. Η νεολαία φταίει για όλα, από την πανδημία έως τη διατάραξη της… κοινωνικής ειρήνης, είναι το νέο μότο της δεξιάς, που επιτίθεται στους νέους ανθρώπους σε κάθε ευκαιρία. Η ξενοφοβική πολιτική, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες και ο κρατικός ρατσισμός, είναι ακόμα μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυνάμεις της δεξιάς και σε αυτές της αριστεράς.
Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συναινετικών αναζητήσεων, οποιασδήποτε μορφής, με μια πολιτική, που εξαθλιώνει, περιθωριοποιεί, εμπορεύεται την ελπίδα και καταστρέφει τις ζωές των ανθρώπων. Είμαστε δύο διαφορετικοί και ανταγωνιστικοί κόσμοι. Δύο κόσμοι που συγκρούονται.
Η ΕΛΠΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Την ίδια ώρα, όμως, που το μαύρο μέτωπο επιτίθεται σε όλα τα πεδία με σφοδρότητα, άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη βγαίνουν στο προσκήνιο ανοίγοντας παράθυρο ελπίδας. Από τους αγωνιζόμενους Παλαιστίνιους, τον κουρδικό και τουρκικό λαό έως τους Ζαπατίστας. Η εκλογική ήττα του Τραμπ στις ΗΠΑ, ασφαλώς έχει σχέση, ανάμεσα σε άλλα, με το μαζικό κίνημα, το οποίο υπήρξε με αφορμή τη δολοφονία του Τζόρτζ Φλόιντ. Ένα κίνημα, που ταρακούνησε συνειδήσεις και από μια πρώτη αντίδραση οργής, από ένα πρώτο αντιρατσιστικό ξέσπασμα, απέκτησε έντονα ταξικά χαρακτηριστικά και μετατράπηκε σε σύγκρουση για τις ακραίες ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σήμερα φαντάζει και είναι πολιτική πρόταση, οξυγόνο για τις ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα, αντίπαλο δέος στον ακροδεξιό «τραμπισμό», όπως τον ζήσαμε ιδιαίτερα με την κατάληψη του Καπιτωλίου.
Τα κινήματα για το περιβάλλον, το κίνημα των γυναικών –και όχι μόνο- για τις αμβλώσεις στην Πολωνία και την Αργεντινή, το εκλογικό αποτέλεσμα στην Βολιβία, αλλά και το εκλογικό αποτέλεσμα για το Σύνταγμα στη Χιλή, οι νικηφόρες κινητοποιήσεις στην Γαλλία, έως το δικό μας αντιφασιστικό και αντιναζιστικό ξέσπασμα με αφορμή τη δίκη της νεοναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής, αλλά και το κοινό κείμενο που υπέγραψαν τα τρία κοινοβουλευτικά κόμματα της αριστεράς, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ 25, αλλά και οργανώσεις της αριστεράς εκτός κοινοβουλίου και άνθρωποι απ’ όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής του τόπου ενάντια στην απαγόρευση των «συναθροίσεων», τείνουν, μέσα από την ποικιλομορφία ή τις αντιφάσεις τους, να συγκροτήσουν την άλλη πλευρά της όχθης, το αντίπαλο δέος σε μια «ριζοσπαστικοποιημένη» ακραία δεξιά, που κρατά τα ηνία στον κόσμο.
Ασφαλώς δεν ισχυριζόμαστε ότι οι συσχετισμοί άλλαξαν ή αλλάζουν με γοργό ρυθμό. Η νεοφιλελεύθερη αυταρχική δεξιά, στην Ευρώπη και τον κόσμο, παραμένει ιδεολογικά και πολιτικά κυρίαρχη και θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια, μικρές ή μεγαλύτερες νίκες, προγραμματικό σχέδιο, πρόταση και όραμα, έτσι ώστε να ξαναγεννηθεί η ελπίδα στον κόσμο. Ένα σχέδιο, το οποίο θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις συγκλονιστικές, πολλές φορές δραματικές αλλαγές, που έχουν συντελεστεί σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Νέα ερωτήματα προκύπτουν από την κλιματική κρίση και οι μεγάλες επιχειρήσεις της ενέργειας στο έδαφος των γεωπολιτικών ανταγωνισμών «στοιχηματίζουν την απεριόριστη καταστροφή», ανταγωνίζονται για κέρδη και ισχύ. Δεν τους αφορούν τα ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ενεργειακή ασφάλεια και τον ενεργειακό αποκλεισμό, τις κοινωνικές προϋποθέσεις της μετάβασης, τον επείγοντα χαρακτήρα αντιμετώπισης μιας κρίσης που απειλεί όλο τον πλανήτη.
Ένας νέος ψηφιακός καπιταλισμός ξημερώνει. Νέοι κρατικοί ανταγωνισμοί αναδύονται με έπαθλο τη ψηφιακή υπεροχή, ενώ ο πόλεμος διεξάγεται μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων της τεχνολογίας με υποβολείς τις κυβερνήσεις. Νέες ανισότητες επιβάλλονται με εργαλεία τη ψηφιοποίηση της οικονομίας και τις πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου.
Οι κοινωνίες απειλούνται από ένα καθεστώς διαρκούς επιτήρησης, από έναν αόρατο μεγάλο αδελφό. Το μέλλον μάς επιφυλάσσει ένα νέο εικονικό κόσμο με ατροφικές κοινωνικές σχέσεις, έναν…. θαυμαστό, καινούργιο κόσμο.
Υπό αυτή την έννοια δεν μπορούν να αναζητηθούν πειστικές απαντήσεις σε στενό εθνικό επίπεδο, ούτε ασφαλώς η «συνταγή» κρύβεται σε κεντροαριστερές, σε παλαιού τύπου, σκουριασμένες, αδιέξοδες εκδοχές. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, στις νέες συνθήκες ένα ανταγωνιστικό, ένα νικηφόρο πολιτικό σχέδιο.
Απάντηση στη ριζοσπαστική δεξιά δεν μπορεί παρά να είναι μια αριστερή ριζοσπαστική, προοδευτική και οικολογική απάντηση. Μια ολιστική απάντηση, μια καθολική αντιπαράθεση με το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, που τροφοδοτεί την ανεργία και τον εργασιακό μεσαίωνα, την αποδυνάμωση του κράτους δικαίου, τις ποικίλες ανισότητες, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την καταστροφή του περιβάλλοντος, το θρησκευτικό φανατισμό, την αστυνομοκρατία. Απάντηση στη νεοφιλελεύθερη αυταρχική δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, δεν μπορεί παρά να είναι μια αριστερή, ριζοσπαστική, προγραμματική, κινηματική αντιπολίτευση, δηλαδή μια δομική αντιπολίτευση.
ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ, ΜΕΡΟΛΗΠΤΙΚΟ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΜΩΝ
Στη μάχη αυτή, σε αυτή την καθολική αντιπαράθεση, χρειαζόμαστε αναμφίβολα ένα μεγάλο, μαζικό, λαϊκό, εργατικό, νεανικό, αντιρατσιστικό, φεμινιστικό κόμμα, με βαθιές ρίζες στην κοινωνία, με παρεμβάσεις, με συμμετοχή στα συνδικάτα, την αυτοδιοίκηση, τους κοινωνικούς φορείς και τα κινήματα. Ένα κόμμα ικανό να υπερβαίνει το προπαγανδιστικό και επικοινωνιακό πογκρόμ της κυβέρνησης και να βρίσκεται δίπλα στα κοινωνικά στρώματα που μας ενδιαφέρουν. Ένα κόμμα που δεν θα είναι με… όλους, αλλά με αυτούς και αυτές που πλήττονται, με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τη νεολαία, τους αδύναμους, τους αόρατους, εντέλει με τους πολλούς. Ένα κόμμα που τοποθετείται με σαφήνεια στην όχθη της ειρήνης, μακριά και σε σύγκρουση με εθνικιστικές αντιλήψεις και λογικές κανονιοφόρων, με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Από αυτή τη σταθερή φιλειρηνική σκοπιά, ήταν σοβαρό λάθος το «υπέρ» στην αγορά των RAFALE, που αποτελεί μια τεράστια δημοσιονομική δαπάνη σε καιρό κρίσης, αλλά και σε λάθος κατεύθυνση κινείται.
Ένα κόμμα, που υπερασπίζεται χωρίς αστερίσκους τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, βαθιά φεμινιστικό και αντιρατσιστικό, που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων, των ανάπηρων, των ρομά, της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, των ανθρώπων που είναι έγκλειστοι σε φυλακές. Ένα κόμμα που θέτει ανοιχτά το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας και συγκρούεται με σκοταδιστικές πρακτικές, όπως αυτές που είδαμε να «φωτίζουν» προκλητικά τον τοίχο της Βουλής. Ένα κόμμα, που το όραμα και ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία θα είναι διαρκής δρόμος και δεν θα υποτάσσεται ή δεν θα χάνεται στα πλοκάμια της πολιτικής τακτικής, της διαχείρισης, του λαϊκισμού και της συγκυρίας. Ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, ικανό να συνεργάζεται και να συμμαχεί ισότιμα με ευρύτερες αριστερές, οικολογικές, προοδευτικές, ριζοσπαστικές και κινηματικές δυνάμεις του τόπου στη βάση πρωτοβουλιών και ενός τεκμηριωμένου, τολμηρού, ριζοσπαστικού προγράμματος.
ΕΝΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ, ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΕΣ ΤΟΥ, ΚΟΜΜΑ
Ένα μεγάλο κόμμα, ένα μαζικό και λαϊκό κόμμα της αριστεράς, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ένα δημοκρατικό, ως προς τις λειτουργίες του, κόμμα. Με συλλογικές λειτουργίες, με τήρηση του συνεδριακά ψηφισμένου καταστατικού, με απόλυτο σεβασμό στο ρόλο του μέλους και των εκλεγμένων οργάνων του, χωρίς παραγοντισμούς, άτυπα και αόρατα όργανα, με διάλογο πάνω στα προγραμματικά, ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα. Ένα κόμμα που θα συζητά δρώντας, ζωντανό, τολμηρό, ανοιχτό σε ρεύματα σκέψης, απόψεις και προβληματισμούς, που τα μέλη του, παλαιά και νέα, χωρίς κανένα τεχνητό διαχωρισμό, θα έχουν την υποχρέωση και φυσικά τη δυνατότητα να κουβεντιάζουν ελεύθερα και να αποφασίζουν. Εντέλει ένα κόμμα, που το συλλογικό «εμείς», θα κυριαρχεί του «εγώ». Η κατάθεση κειμένων προβληματισμού, οι συμβολές σε έναν αναγκαίο διάλογο, μόνο θετικά αποτυπώματα μπορούν να αφήσουν. Η δαιμονοποίηση της διαφορετικής άποψης ή ο αφορισμός της κίνησης των ιδεών, προκαλεί ζημιά, καθώς αφαιρεί το οξυγόνο από τη συλλογική μας προσπάθεια.
ΤΡΕΙΣ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ
Σε αυτές τις νέες συνθήκες, πρωτόγνωρες για όλους και όλες μας, χρειάζεται να αποφύγουμε τρεις μεγάλους κινδύνους. Ο πρώτος είναι η πολιτική αντιπαράθεση με τη Νέα Δημοκρατία να περιοριστεί σε επίπεδο κορυφής με τον κόσμο θεατή. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να περιμένουμε την πτώση της Νέας Δημοκρατίας σαν ώριμο φρούτο και ο τρίτος να μετατραπούν τα μέλη του κόμματος σε εκλέκτορες, σε μέλη ή και οργανώσεις μιας χρήσης, που θα καλούνται να επικυρώνουν ειλημμένες αποφάσεις διαδικτυακά. Μια τέτοια εξέλιξη θα μίκραινε, επί της ουσίας, το κόμμα, θα το μετέτρεπε σε κόμμα «ειδικών» ή σε «κόμμα στούντιο» και θα περιόριζε τη δυναμική μας, αλλά και την αναγκαία διεύρυνση στο στενό όριο του παλαιού κομματικού συστήματος. Τη στιγμή, μάλιστα, που νέες κοινωνικές δυνάμεις εμφανίζονται στο προσκήνιο, με τη νεολαία, τον κόσμο του πολιτισμού και της εργασίας να πρωτοστατούν σε κινητοποιήσεις, όπως είδαμε με το αντιφασιστικό κίνημα, τις κινητοποιήσεις της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας με αφορμή τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, τη Rosa Nera στα Χανιά, τον ξεσηκωμό του κόσμου του πολιτισμού, τις καταλήψεις στα σχολεία, τη μαζική «ανυπακοή» των εκπαιδευτικών στα σχέδια της υπουργού Παιδείας κλπ.. Η προτεραιότητα του κοινωνικού ζητήματος, η εκπόνηση ενός ριζοσπαστικού και προοδευτικού πολιτικού προγράμματος, που πρέπει να γίνει υπόθεση όλων των μελών και των φίλων του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, η ανάπτυξη των δομών αλληλεγγύης, που στη νέα φάση θα παίξουν πρωτεύοντα ρόλο, η συμμετοχή μας στα κινήματα, φαντάζει σήμερα ως αυτονόητη κίνηση, ως μονόδρομος, ως μέρος ενός συνολικού και ανταγωνιστικού πολιτικού σχεδίου.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα, που θα αναστοχάζεται, που θα έχει κριτικό, ενίοτε και αυτοκριτικό λόγο. Γιατί η αριστερά, ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ που είχε την εμπειρία της διακυβέρνησης μέσα σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, με το μπιστόλι στον κρόταφο και με συνεχείς εκβιασμούς, γνωρίζει πλέον ότι για να κυβερνήσεις από την σκοπιά της αριστεράς, δεν μπορεί παρά να είσαι αλλιώς. Και ο στόχος της «δεύτερης φοράς», χρειάζεται να συνδυαστεί με τη συζήτηση για το πρόγραμμα στις νέες συνθήκες, αλλά και για τον απολογισμό που κατατέθηκε από την Κεντρική Επιτροπή. Ένα γενναίος και δημόσιος απολογισμός με την επίγνωση ότι το «αλλιώς» χρειάζεται να συνοδεύει την επιμέρους, αλλά και τη συνολική του εικόνα. Να συνοδεύει τόσο το περιεχόμενο της πολιτικής του, όσο και το ύφος, που πρέπει να μείνει μακριά από τον επικίνδυνα άγονο και επί της ουσίας συντηρητικό λαϊκισμό. Το μνημόνιο (παρά την όποια εφαρμογή του παράλληλου προγράμματος και την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, που και κοινωνικά αναγκαία ήταν και ασφαλώς σπουδαία), τραυμάτισε την αξιοπιστία μας, δημιούργησε εύλογα ερωτηματικά, τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Ο αναστοχασμός της κρίσιμης αυτής περιόδου, η αναγκαία αυτοκριτική και οι τομές που πρέπει να κάνουμε στην πολιτική μας στις νέες συνθήκες, πρέπει να είναι βασικά στοιχεία του εσωκομματικού, αλλά και του δημόσιου διαλόγου μπροστά στο 3ο συνέδριο του κόμματός μας.
ΕΠΙΜΟΝΗ ΣΤΙΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Οι αντίπαλοί μας επιχειρούν να μας βάλουν στο κάδρο του συστήματος. Δεν είναι λίγοι αυτοί, που με επιμονή, με στοχοπροσήλωση, παίζουν ανάμεσα σε δύο ταμπλό. Το πρώτο να μας εμφανίσουν ως μέρος του παλαιού πολιτικού συστήματος, ως μία από τα ίδια. Και όσο αυτό δεν το καταφέρνουν στοχοποιούν τον αναγκαίο διάλογο, πρόσωπα και ιδέες, επιχειρώντας να κατασκευάσουν εσωτερικό εχθρό. Μιλούν για το «τρισκατάρατο» 3%, που θέλει δήθεν ένα μικρό και καθαρό ΣΥΡΙΖΑ. Και κάνουν πως ξεχνούν το δρόμο, τον τρόπο, τους ανθρώπους, που μέσα από τους αγώνες, τα κινήματα, τις προγραμματικές προτάσεις, τις τομές, κατάφεραν να κάνουν την ριζοσπαστική αριστερά ελκυστική και να την αναδείξουν πρωταγωνίστρια δύναμη στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Τους τρομάζει η επιμονή μας στις αξίες και τις ιδέες της αριστεράς και μας καλούνε να αποδεχτούμε ότι οι απαντήσεις είναι εντός του συστήματος, μέσα στον καπιταλισμό. Αλλά όσο ο καπιταλισμός και η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του παράγει ανισότητες και αδικίες, όσο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στη χώρα μας βιώνουν τη φτώχεια, τις διακρίσεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό, τόσο η διαχωριστική γραμμή αριστεράς – δεξιάς θα αναδεικνύεται ως κυρίαρχη. Τόσο θα προκύπτει η ανάγκη μιας ουσιαστικής αριστερής στροφής. Τόσο το σύνθημα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα θα αποκτά επείγουσα σημασία.
ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα με ταυτότητα και φυσιογνωμία και όχι ένα πλαδαρό και ιδεολογικά άνευρο πολυσυλλεκτικό πολιτικό μόρφωμα, μια χαλαρή «παράταξη». Οι ακραίες αντιθέσεις και οι νέες διαιρετικές γραμμές που διαμορφώνονται, τα νέα επίδικα και οι νέες προκλήσεις σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, οι τεράστιοι κίνδυνοι από την επιθετικότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, δεν οδηγούν σε κεντρώες διαχειριστικές απαντήσεις ή σε «λίγο απ΄ όλα», γιατί οι απαντήσεις αυτές όχι μόνο δεν συγκινούν, αλλά αποτελούν τροχοπέδη, μειώνουν τη δυναμική, αφαιρούν και δεν προσθέτουν. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα κόμμα που θα μεγαλώνει και θα διευρύνει συνεχώς τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του στο έδαφος των κοινωνικών αναγκών, στο έδαφος της αλληλεγγύης, στο έδαφος της αριστεράς, της ριζοσπαστικής οικολογίας και των κοινωνικών κινημάτων. Η προσέγγιση, άλλωστε, ότι οι «μεταγραφές» προσώπων από το παλιό πολιτικό σύστημα, από μόνες τους, θα δημιουργήσουν τους όρους για την πολιτική μετατόπιση ευρύτερων δυνάμεων προς τα αριστερά αποδεικνύεται λαθεμένη. Μεγάλο κόμμα είναι αυτό, που ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες, που διευρύνει την επικοινωνία του με τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται και αδικούνται, με τις κοινωνικές δυνάμεις, που αμφισβητούν –έστω και πρωτόλεια- την ανελευθερία της αυταρχικής δεξιάς, με όσες και όσους κρατούν αποστάσεις ή στέκονται αμήχανα μπροστά στην πολιτική, επιλέγοντας, όχι ουδέτερα και όχι τυχαία, το λευκό ή την αποχή. Μεγάλο κόμμα είναι αυτό, που εργάζεται συστηματικά για τη συγκρότηση ενός μετώπου πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Μεγάλο κόμμα είναι αυτό που οι προτάσεις του ανοίγουν ρωγμές και ταυτόχρονα διαπαιδαγωγεί την κοινωνία στην ριζοσπαστικότητα. Μεγάλο κόμμα από την σκοπιά του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι αυτό, που ανοίγει απελευθερωτικούς δρόμους, που συγκρούεται σε προγραμματικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο με την ανελευθερία, τις σκοταδιστικές αντιλήψεις, τις διακρίσεις και τον αυταρχισμό. Τελικά με τον ίδιο τον καπιταλισμό.
Πάνος Λάμπρου, Μίλτος Οικονόμου