Το λέμε συχνά, ίσως όμως να μην το έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει στον βαθμό που θα έπρεπε. Η εποχή απαιτεί αριστερά ως απάντηση στην αυταρχική,νεοφιλελεύθερη, φιλοπόλεμη και αντεργατική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. Οι τελευταίες μάλιστα συγκλονιστικές εξελίξεις με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, με τη ρεμούλα και την ακατάσχετη ρουσφετομανία να αγγίζει ένα μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της –πολύ μεγαλύτερο από όσο μπορούσε κανείς να πιστέψει– αναδεικνύει την ανάγκη μιας δυναμικής αντιπολίτευσης που δεν θα μασά τα λόγια της και θα είναι ικανή με τον λόγο και την πράξη της να αλλάζει συνειδήσεις και συσχετισμούς.
Να δεχτούμε ότι μια τέτοια ισχυρή ριζοσπαστική αντιπολίτευση δεν υπάρχει. Να δεχτούμε, επίσης, ότι η Αριστερά στη χώρα μας, βαθιά ηττημένη, βολοδέρνει σε αμήχανα μονοπάτια, που άλλες φορές την οδηγούν στην αγκαλιά του συστήματος και άλλες σε στάση αναμονής και αμφισημίας. Και ενώ η δεξιά ριζοσπαστικοποιείται και γίνεται όλο και πιο «μαύρη» και ταξικά αδίστακτη, μέρος της Αριστεράς επιμένει μονότονα και κουραστικά να κοιτάει προς ένα θολό, άφωνο και συναινετικό κέντρο και να αποδέχεται πλευρές του σχεδίου του πολιτικού και ιδεολογικού αντιπάλου.
Θα ισχυριστεί κάποιος ότι δεν είναι ο καιρός για “πολιτικές και ιδεολογικές καθαρότητες” και ότι το ζητούμενο είναι να πέσει η δεξιά πάση θυσία. Πράγματι, η δεξιά και οι πολιτικές της πρέπει να ηττηθούν. Το ερώτημα είναι πώς; Θα ισχυριστεί, πιθανά, ότι η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για ριζοσπαστικές τομές, ενώ είναι «πάνδημο το αίτημα, βρείτε τα». Και ενώ οι επισημάνσεις αυτές δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου, η προσέγγιση αυτή υποτιμά σε μεγάλο βαθμό την κίνηση των ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων, όπως τη βλέπουμε στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις ή λίγο καιρό πριν για την υπόθεση των Τεμπών, για παράδειγμα. Ξεχνά επίσης ότι ένα τεράστιο μέρος της κοινωνίας απέχει (όχι πάντα χωρίς άποψη) από τις εκλογικές διαδικασίες, γυρνώντας την πλάτη στο πολιτικό σύστημα, δυστυχώς και στην κατακερματισμένη Αριστερά, που αδυνατεί –όχι τυχαία και όχι χωρίς τη δική της ευθύνη– να εκφράσει τον διάχυτο αλλά υπαρκτό κοινωνικό ριζοσπαστισμό.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ευθύνες. Γιατί ενίοτε ο λόγος της Αριστεράς είναι μπερδεμένος ή ασαφής. Γιατί δεν συγκρούεται σε ιδεολογικό επίπεδο με τις ανατριχιαστικές ιδέες της μαύρης δεξιάς. Γιατί άνθρωποι με βαρύνοντα λόγο, που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς –αν και έχουν απομακρυνθεί πολύ από αυτήν– προτάσσουν ως νέο οραματικό στόχο, τον (έστω δυστυχώς) δημοκρατικό καπιταλισμό. Γιατί η αναγκαία σε κάθε περίπτωση Αριστερά δεν χτίζεται με δοκιμασμένες, εντέλει αποτυχημένες συνταγές. Άλλωστε, σε αυτή την περίοδο κρίσης του καπιταλισμού, έγιναν απόπειρες αντικατάστασης νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία). Ωστόσο, οι “διάδοχοι” κεντροαριστεροί δεν θέλησαν να συγκρουστούν με τα μεγάλα συμφέροντα, αλλά περιορίστηκαν στην απλή διαχείριση του συστήματος και της κρίσης, με αποτέλεσμα να γίνουν και ίδιοι φορείς της κρίσης και τελικά να καταρρεύσουν.
Η Αριστερά δεν μπορεί να μοιάζει με τον αντίπαλο, έστω και ως μια καλύτερη εκδοχή της. Το «μας χωρίζει χάος» δεν είναι μια φράση χωρίς περιεχόμενο. Αυτή η χαοτική διαφορά, άλλωστε, δεν αφορά μόνο τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος. Η κοινωνία δεν χωρίζεται (αποκλειστικά) σε «έντιμους» και «ανέντιμους», σε «τίμιους» και «κλέφτες». Οι διαιρετικές τομές είναι πολλές περισσότερες, που έχουν να κάνουν με το κοινωνικό και ταξικό ζήτημα, με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Μόλις πριν λίγες ημέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε, ως αντικαταστάτη του «παραιτηθέντα» Βορίδη στο υπουργείο μετανάστευσης, έναν ακραίο ακροδεξιό, τον Θ. Πλεύρη, τον άνθρωπο δηλαδή που λίγα χρόνια πριν δημόσια υποστήριζε ότι η ασφάλεια των συνόρων απαιτεί νεκρούς πρόσφυγες. Ποιος, λοιπόν, θα μιλήσει για όλα αυτά; Ποιος θα τολμήσει να μιλήσει για τους θανατηφόρους φράχτες και τις εγκληματικές επαναπροωθήσεις; Ποιες πολιτικές δυνάμεις θα αγνοήσουν το πολιτικό κόστος και θα υποστηρίξουν με σθένος πανανθρώπινες και ουμανιστικές αξίες; Ποιες δυνάμεις θα αντιταχθούν στο ΝΑΤΟ, τις πολεμικές κραυγές, τους εξοπλισμούς του θανάτου και της φτώχειας; Ποιες δυνάμεις αν όχι η ριζοσπαστική Αριστερά, θα μιλήσουν χωρίς φόβο, αλλά με πολύ πάθος για τα εργατικά δικαιώματα και τη φορολόγηση του πλούτου; Για τον χωρισμό κράτους εκκλησίας, για την κρατική τρομοκρατία, τον ποινικό λαϊκισμό και τον θεσμικό ρατσισμό;
Η ΝΔ θα ηττηθεί, αν ηττηθεί η πολιτική της. Αν χάσει την ιδεολογική της κυριαρχία. Αν μεταφέρουμε την αμηχανία και τον φόβο στην άλλη πλευρά. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με όχημα κεντροαριστερά σχήματα, που κυοφορούνται δήθεν ως σανίδα σωτηρίας. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να φτιάξουμε ένα ευρύ, ευρύτατο σπίτι της ριζοσπαστικής και κινηματικής Αριστεράς. Η υπόθεση ανασύνθεσης του χώρου, όσο και αν αυτό φαίνεται δύσκολο, είναι μονόδρομος, αλλά και αναγκαία προϋπόθεση για τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και τις επόμενες μάχες.
Σε αυτή την πορεία ο ρόλος της Νέας Αριστεράς, μπορεί να είναι κομβικός αρκεί να τολμήσει να γίνει και πιο νέα και πιο Αριστερά.