Η συζήτηση για τη διαχείριση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και την «Ελλάδα 2.0» έχει έναν μεγάλο απόντα, τον κόσμο της εργασίας. Όχι τυχαία, καθώς είναι ενδεικτικό των ιεραρχήσεων της κυβέρνησης. Μια τέτοια παράλειψη δεν συνεπάγεται, όμως, την απουσία σχεδίου για την εργασία. Το σχέδιο Πισσαρίδη αποτυπώνει με αρκετή ειλικρίνεια τις προθέσεις της.
Το βασικά σημεία του σχεδίου Πισσαρίδη συνοψίζονται ως εξής: η παραγωγικότητα της οικονομίας διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα λόγω της έλλειψης δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, οι εργασιακές σχέσεις πρέπει να γίνουν περισσότερο ευέλικτες «για να αυξηθεί η απασχόληση» -κάνοντας τις υπερωρίες φθηνότερες και τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας περισσότερο ελαστική- και ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται από εμπειρογνώμονες, αποκλείοντας κοινωνικές ή πολιτικές δεξιότητες.
Ο τρόπος που μεταχειρίζεται τα ίδια τα δεδομένα που παραθέτει, αρκεί για ένα ξεκάθαρα ιδεολογικά φορτισμένο κείμενο. Αναφερόμενο, για παράδειγμα, στην έλλειψη δεξιοτήτων, δεν λέει τίποτα για το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης -κυρίως πτυχιούχων νέων- των τελευταίων ετών και παραθέτει χωρίς καμία ερμηνεία το γεγονός πως «το 28% των απασχολούμενων στην Ελλάδα έχουν υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων από αυτό που απαιτείται για την άσκηση της εργασίας τους». Η εκλεκτική αυτή προσέγγιση αποκρύπτει το πραγματικό πρόβλημα, την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα και προβάλει σαν λύση την αξιοποίηση σημαντικού μέρους των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της επαγγελματικής κατάρτισης.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο στο κείμενο της έκθεσης. Η νομοθετική παρέμβαση που ετοιμάζεται στα εργασιακά υλοποίει ακριβώς τις υποδείξεις της, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις υπερωρίες. Οι αλλαγές που φέρνει ανατρέπουν τα πάντα σε σχέση με τα ωράρια των εργαζόμενων, νομιμοποιώντας δεκάωρη εργασία χωρίς καμία επιπλέον αμοιβή, μέσα από την απευθείας «διαπραγμάτευση» εργοδότη – εργαζόμενου. Σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες παρεμβάσεις στο συνδικαλιστικό νόμο, την κυριακάτικη εργασία και την αύξηση του ετήσιου ορίου υπερωριών οι εργαζόμενοι έρχονται αντιμέτωποι με σημαντική απώλεια εισοδήματος, εξαντλητικά ωράρια και αφήνονται μόνοι και απροστάτευτοι απέναντι στο απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.
Η περαιτέρω ελαστικοποίηση των όρων εργασίας προτείνεται σαν αναπτυξιακό μέτρο σε μια χώρα που, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων, κατατάσσεται στην τελευταία θέση της ΕΕ στην αξιοπρεπή εργασία, λαμβάνοντας υπόψη δείκτες όπως την ποιότητα της απασχόλησης και την επισφάλεια και το χρόνο εργασίας, που είναι ήδη ακραία απορρυθμισμένος. Δείγμα ακραίας ιδεολογικής και ταξικής μεροληψίας.
Αυτό που μεθοδικά οικοδομείται τα τελευταία χρόνια, είναι ένα νέο μοντέλο εργασιακό σχέσεων. Στην καρδιά του βρίσκεται η άρνηση των διακριτών θέσεων εργαζόμενου και εργοδότη. Το μοντέλο αυτό δεν αναγνωρίζει καμία σύγκρουση συμφερόντων, γιατί έχει πολύ απλά επιλέξει πλευρά. Ο εργαζόμενος σε αυτό είναι ένα ακόμα υποκείμενο που δοκιμάζει με ατομικούς όρους την τύχη στην αγορά, γίνεται επιχειρηματίας του εαυτού του. Η περίφημη έκφραση «μόνο αν θέλει ο εργαζόμενος», που ακούστηκε και θα ακουστεί αναρίθμητες φορές στο δημόσιο διάλογο, δεν δηλώνει άγνοια της πραγματικότητας, αλλά κυνισμό.
Δυστυχώς δεν μιλάμε απλά για θεωρία. Το διαρκές ξήλωμα του παραδοσιακού εργατικού δικαίου, που αναγνώριζε την ασυμμετρία ισχύος ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο, επομένως την ανάγκη προστασίας του τελευταίου, είναι η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν εκατομμύρια εργαζόμενοι.
Σε αυτή τη συγκύρια η προσπάθεια να μιλήσουμε πέρα από αυτό το μοντέλο, συναντά δύο βασικά εμπόδια, πάνω στα οποία πρέπει να προβληματιστούμε.
Το πρώτο είναι ότι η έκταση και το βάθος των ανατροπών στα εργασιακά καθιστούν αδύνατη την επιστροφή στο παρελθόν. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, να ακυρωθούν οι θεσμικές παρεμβάσεις της Νέας Δημοκρατίας στο ζήτημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, για να έχουμε ξανά ένα ικανοποιητικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού κάτω από συλλογικές συμβάσεις. Χρειάζεται μια άλλη λογική που να ξεκινά από τον ορισμό του στόχου -την εξασφάλιση αξιοπρεπών συλλογικών όρων δουλειάς- και να προσεγγίζει τις προϋποθέσεις και τα μέσα για να τον πετύχει στο σημερινό τοπίο.
Το δεύτερο είναι η διαμόρφωση για πάνω από μια δεκαετία μιας νέα γενιάς εργαζόμενων, με μοναδικό βίωμα ένα τοπίο εργασιακής επισφάλειας με ελάχιστα δικαιώματα. Η «φυσικοποίηση» της σημερινής κατάστασης στην αγορά εργασίας σαν κάτι που συμβαίνει, βρίσκεται εκτός πολιτικής σφαίρας και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, και αυτό είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός κίνδυνος. Για την αντιμετώπιση του δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, η συνέπεια και η δημιουργία υποδειγμάτων αλλαγής και νίκης είναι κρίσιμες όσο και δύσκολες παράμετροι. Καθοριστική, όμως, για τη συνολική έκβαση μιας τέτοιας αντιπαράθεσης θα είναι η ικανότητα να μιλήσουμε για το ρόλο του κόσμου της εργασίας στην κοινωνία και την οικονομία.
Πάνος Κορφιάτης
Πηγή: Η Εποχή