H συμφωνία μεταξύ του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το προσχέδιο της οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη. Η πρωτοβουλία αυτή έρχεται μετά από μια περίοδο δύο δεκαετιών που η Ευρώπη γνώρισε πολιτικές απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, οι οποίες άλλαξαν το μοντέλο εργασιακών σχέσεων, εισάγοντας νέες και ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Η εφαρμογή τους έφερε γενίκευση της επισφάλειας, σημαντική αύξηση των ανισοτήτων και της φτώχειας (το ποσοστό των εργαζόμενων-φτωχών στην ΕΕ αυξήθηκε από 8.3% το 2008 στο 9.4% το 2018) και από πολύ σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές δευτερογενείς επιπτώσεις.
Ακολουθεί την προσπάθεια ευρωπαϊκών χώρων, ιδίως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, να προωθήσουν πολιτικές που ενισχύουν τους μισθούς και τα εργασιακά δικαιώματα. Με βασική πτυχή την αντικατάσταση του κατώτατου μισθού από τον βιώσιμο μισθό («living wage»), τονίζοντας έτσι την μετάβαση από ένα επίπεδο απολαβών στα όρια της φτώχειας σε ένα που να επιτρέπει την αξιοπρεπή διαβίωση.
Γιατί τώρα;
Η ερμηνεία του γιατί μια τέτοια πρωτοβουλία έρχεται τώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι διττή. Από την μια, τα ζητήματα που έχουν συσσωρευτεί για τον κόσμο της εργασίας και το κοινωνικό κόστος που επιφέρουν δεν μπορεί πλέον να αγνοηθούν, από την άλλη οι αντιλήψεις που από διαφορετικές αφετηρίες επανεκτιμούν την σημασία της εργασίας διευρύνουν την επιρροή τους.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ανάδυση νέων ευέλικτων μορφών απασχόλησης είχαν καθοριστική επίδραση στην διαμόρφωση των μισθών. Αν και μείωσαν τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζόμενων συνολικά, είχαν εντονότερες επιπτώσεις στους πιο ευάλωτους. Είναι κοινή παρατήρηση ότι σε όλη την Ευρώπη οι νέοι, οι γυναίκες, οι εργαζόμενοι με ευέλικτες εργασιακές σχέσεις κτλ αμείβονται πολύ συχνότερα με τις κατώτατες αποδοχές ή κοντά σε αυτές .
Για αυτό τον λόγο, η αύξηση του κατώτατου μισθού συνοδεύεται από την μείωση των ανισοτήτων γενικά αλλά και σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Eurofound που αξιολογεί τις επιπτώσεις της μεγάλης αύξησης του κατώτατου μισθού στην Ισπανία κατά 22% το 2019 συνοδεύτηκε από μια μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων κατά 5%, χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά η απασχόληση. Οι βασικές κατηγορίες εργαζόμενων που είδαν το εισόδημα τους να αυξάνει περισσότερο είναι οι περισσότεροι νέοι, οι γυναίκες, οι λιγότερο ειδικευμένοι και οι μερικώς απασχολούμενοι. Καταδεικνύεται έτσι ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος μείωσης των ανισοτήτων είναι μέσα από την πρωτογενή παρέμβαση στην αγορά εργασίας.
Στόχοι
Η υπό κατάρτιση οδηγία συνδυάζει δύο βασικούς στόχους για κάθε χώρα: την υιοθέτηση επαρκή κατώτατου μισθού και την κάλυψη μέσα από συλλογικές συμβάσεις τουλάχιστον του 80% του εργατικού δυναμικού. Ο συνδυασμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία. Συμπεριλαμβάνει την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και δρα συμπληρωματικά δημιουργώντας της προϋποθέσεις για να αυξάνεται συνολικά το επίπεδο των μισθών.
Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό. Για σχεδόν 9 στους 10 εργαζόμενους το μόνο θεσμικό όριο για τις αποδοχές τους είναι ο κατώτατος μισθός, το 1/3 των εργαζόμενων αμείβεται στα κατώτατα όρια ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι 4%. Βλέπουμε λοιπόν πως η απουσία ισχυρού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων (στην Ελλάδα λίγο πάνω από το 10% καλύπτονται από γενικώς υποχρεωτικές συλλογικές συμβάσεις) συμπιέζει δυσανάλογα τους μισθούς γύρω από το επίπεδο του κατωτάτου και επιπλέον περιορίζει την θετική δυναμική που έχει η αύξησή του για όσους μισθωτούς δεν αμείβονται με αυτόν.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σημαντικό ρόλο στην έμφαση του ρόλου της συλλογικής διαπραγμάτευσης έπαιξε η στάση των σκανδιναβικών χωρών, στις οποίες οι μισθοί καθορίζονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις με υψηλότατα ποσοστά κάλυψης και για τις οποίες η έννοια του κατώτατου μισθού καθορισμένου από την κυβέρνηση συνιστά βήμα προς τα πίσω. Κάτι τέτοιο αντικατοπτρίζει την πρόκληση να αντιμετωπιστούν ενιαία διαφορετικές πραγματικότητες αλλά και την δυνατότητα να επιλυθούν προωθητικά.
Πολιτική και συμβολική σημασία
Το κρίσιμο ερώτημα ασφαλώς είναι το πώς η υιοθέτηση της οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς θα αλλάξει την ζωή των εργαζόμενων, μεταφραζόμενο σε πολιτικές σε εθνικό επίπεδο. Με τα σημερινά δεδομένα η κίνηση αυτή έχει μεγάλη πολιτική και συμβολική σημασία, καθοριστικό όμως ρόλο στην εφαρμογή του θα έχουν οι εθνικές κυβερνήσεις.
Τα κριτήρια για την επάρκεια του ύψους του μισθού είναι αρκετά γενικά περιλαμβάνοντας της αγοραστική δύναμη, το επίπεδο και την κατανομή των μισθών, την παραγωγικότητα της εργασίας και συγκεκριμενοποιούνται στο επίπεδο κάθε κράτους μέλους, μέσα από την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας. Ως μη δεσμευτικές τιμές αναφοράς για το ύψος του κατώτατου ορίζονται το 60% του διαμέσου ή το 50% του μέσου μισθού. Επομένως, το με ποιο τρόπο θα σταθμιστούν, θα συνδυαστούν και θα εφαρμοστούν αυτά τα κριτήρια θα καθοριστεί τελικά σε εθνικό επίπεδο, παρέχοντας έτσι σημαντικά περιθώρια ευελιξίας στην ενσωμάτωση της οδηγίας.
Στην πράξη, η οδηγία αυτή θα λειτουργήσει πολύ περισσότερο ενισχύοντας τη δυνατότητα κυβερνήσεων πρόθυμων να πάρουν μέτρα πολιτικής υπέρ των εργαζόμενων να το κάνουν παρά υποχρεώνοντας τους απρόθυμους.
Τα ελληνικά δεδομένα
Για την Ελλάδα, την μόνη χώρα της ΕΕ που το ύψος του κατώτατου μισθού σήμερα είναι ακόμα χαμηλότερο από το 2009, η οδηγία αυτή δείχνει το πόσο επείγουσα είναι η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζόμενων. Πόσο που το χαμένο έδαφος στα εισοδήματα των εργαζόμενων συνδυάζεται με συνθήκες υψηλού πληθωρισμού, με αποτέλεσμα η αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2022 να υπολείπεται ήδη της μείωση της αγοραστικής δύναμης.
Επιπλέον, σε τρία ακόμα σημεία της οδηγίας η χώρα μας υποχώρησε σημαντικά τα τελευταία τρία χρόνια.
Πρώτον, στην ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αφού από τις πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης ήταν να κάνει πιο δύσκολη την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, καταργώντας το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ και θεσπίζοντας μια σειρά από εξαιρέσεις στην ισχύ και την επέκτασή τους.
Δεύτερον, στη εφαρμογή ρήτρας σεβασμού των συλλογικών συμβάσεων και του κατώτατου μισθού στους αναδόχους δημοσιών συμβάσεων. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε θεσμοθετήσει την υποχρέωση αποκλεισμού εργοδοτών που παραβαίνουν συστηματικά την εργατική νομοθεσία από τις δημόσιες συμβάσεις, με την σημερινή κυβέρνηση να την καταργεί χωρίς καν να επιχειρηματολογήσει δημόσια για το γιατί.
Τρίτον, στην επιβολή της νομοθεσίας για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις, όπου με την απαξίωση του ΣΕΠΕ και την μείωση των κυρώσεων το επίπεδο προστασίας των εργαζόμενων έχει πάει πολλά βήματα πίσω.
Έχοντας συνηθίσει η ευρωπαϊκή παρέμβαση να συνοδεύεται από την τελείως αντίθετη λογική, η οδηγία αυτή συνιστά μια μεγάλη ευκαιρία να αναδεχθεί πως οι πολιτικές που έχει ανάγκη ο κόσμος της εργασίας κερδίζουν έδαφος πανευρωπαϊκά. Ανοίγει έτσι την δυνατότητα για ακόμα πιο προωθημένες παρεμβάσεις υπέρ των εργαζόμενων. Και δυστυχώς αποτελεί ένα ακόμα δείγμα του πως η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιμένει σε νεοφιλελεύθερες συνταγές, ακόμα και όταν οι αυθεντικοί εμπνευστές τους αρχίζουν να τις εγκαταλείπουν.
Ο Πάνος Κορφιάτης είναι πρώην γενικός γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.