Τα επιχειρήματα της κυβερνησιμότητας και της σταθερότητας φαντάζουν όλο και λιγότερο πειστικά για την κυβέρνηση, τονίζει μεταξύ άλλων ο Π. Κουστένης, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο οποίος διευκρινίζει ότι είναι σαφές ότι καμία πολιτική δύναμη δεν ευθύνεται περισσότερο για την κρίση εμπιστοσύνης από την ίδια την κυβέρνηση. Από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει το θετικό μομέντουμ, ενώ για τις αντισυστημικές δυνάμεις ανοίγει μια “ευκαιρία” να αποκτήσουν έναν πιο κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα.
Την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου, την επέτειο δύο χρόνων από τα Τέμπη, αναμένεται να γίνουν ξανά μαζικές συγκεντρώσεις. Θα είναι η δεύτερη πολύ μεγάλη κινητοποίηση. Γιατί τώρα; Τι ήταν αυτό που ξεχείλισε το ποτήρι;
Οι μαζικές συγκεντρώσεις του προηγούμενου μήνα αποτέλεσαν την απτή αποτύπωση της πλειοψηφικής δυσαρέσκειας σε κοινωνικό επίπεδο, όπου ναι μεν η αφορμή ήταν η τραγωδία των Τεμπών, ωστόσο η διαμαρτυρία που εκδηλώθηκε έχει σίγουρα και ένα γενικότερο περιεχόμενο. Τα Τέμπη δηλαδή αποτέλεσαν τη βασική θρυαλλίδα πυροδότησης αυτής της διαμαρτυρίας, στο περιεχόμενό της όμως έχουν λειτουργήσει επισωρευτικά κάποια γενικότερα κοινωνικά προβλήματα, όπως οι δυσκολίες στην καθημερινή διαβίωση, αλλά και ένα γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας που αφορά όχι μόνο την ποιότητα της ζωής, αλλά και την ίδια την ύπαρξή της, όταν τίποτα σχεδόν δεν φαίνεται να λειτουργεί σωστά στη χώρα. Μία μεγάλη μάζα πολιτών νιώθει διαρκώς απαξιωμένη και παρατημένη στη μοίρα της από την κεντρική εξουσία, η οποία ταυτόχρονα αποφεύγει αλλά δεν έχει και την υποχρέωση να λογοδοτήσει, καθώς ελέγχει απόλυτα όχι μόνο τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά και τους ίδιους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Η κυριαρχία της κυβέρνησης πιστεύεις ότι αμφισβητείται από το πλήθος που συγκεντρώνεται ή τώρα αποκαλύπτεται η σταδιακή φθορά της;
Παρότι, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί αναμφισβήτητα την πολιτική και δημοσκοπική πρωτοκαθεδρία, η δυναμική της έχει υποστεί σημαντική φθορά και η εικόνα της κυριαρχίας της πράγματι τίθεται σε αρκετές περιπτώσεις εν αμφιβόλω. Ειδικά από τη στιγμή που η αποδοχή της κυβερνητικής πολιτικής περιορίζεται συνεχώς αριθμητικά, ενώ αντίθετα οι αρνητικές γνώμες στην κοινωνία έχουν καταστεί σταθερά πλειοψηφικές όταν αθροίζονται, σε όλο και πιο συντριπτικά ποσοστά. Ένα πρώτο τέτοιο σύμπτωμα διαπιστώθηκε ήδη από τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, όπου σε αρκετές κρίσιμες περιπτώσεις οι κυβερνητικοί υποψήφιοι ηττήθηκαν. Πόσο μάλλον όταν από εκείνο το σημείο, η κυβερνητική φθορά είναι ραγδαία και συνεχής όσον αφορά την καθαυτό επιρροή του ίδιου του κυβερνώντος κόμματος, γεγονός που αποτυπώθηκε στις ευρωεκλογές και φάνηκε να συνεχίζεται μετά τους καλοκαιρινούς μήνες, φτάνοντας ενδεχομένως στα χαμηλότερα δυνατά δημοσκοπικά της επίπεδα πριν το τέλος της περασμένης χρονιάς. Φυσικά, το κυβερνητικό επιτελείο θα είχε κάθε λόγο να προσδοκά μια μελλοντική δημοσκοπική ανάκαμψη, δεδομένου ότι οι χαμηλές αυτή τη στιγμή επιδόσεις τοποθετούνται χρονικά στο μέσο σχεδόν του τετραετούς εκλογικού κύκλου, ενώ η απουσία ενός δυνητικά ισχυρού αντίπαλου δέους που θα μπορούσε να εκφράσει πολιτικά και δημοσκοπικά (ή μετέπειτα εκλογικά) ενιαία την αντικυβερνητική δυσαρέσκεια παραμένει το βασικότερο πλεονέκτημα της κυβέρνησης, αυτή τη στιγμή ίσως το μοναδικό. Υπό άλλες συνθήκες, η καταγραφή της πρόθεσης ψήφου για ένα κυβερνών κόμμα σε επίπεδα λίγο πάνω από το 20% θα σηματοδοτούσε την απαρχή της εξόδου από την εξουσία. Πρόκειται δηλαδή για ένα τοπίο ασπόνδυλου τριπολισμού, που θυμίζει το ανάλογο μοντέλο στη Γαλλία του Μακρόν, αλλά στη σημερινή φθαρμένη πια εκδοχή του, με τη ΝΔ να έχει καταλάβει το κέντρο ή την κεντροδεξιά περιοχή του ιδεολογικού άξονα αλλά στα δεξιά και τα αριστερά της να υπάρχουν δύο αθροιστικά ισχυροί αλλά απολύτως κατακερματισμένοι χώροι με τις επιμέρους δυνάμεις του καθενός να αδυνατούν να συνδεθούν μεταξύ τους.
Αυτή η υπό διαμόρφωση αντικυβερνητική διαμαρτυρία συνδέεται πιστεύεις και με την αλλαγή πλεύσης της ΝΔ, ιδεολογικά και πολιτικά;
Η κυβερνητική πολιτική και την προηγούμενη τετραετία συγκέντρωνε αρκετά ερωτηματικά ως προς την αποτελεσματικότητά της, ωστόσο υπήρχαν επιμέρους ζητήματα στα οποία η προτίμηση της πλειοψηφίας των πολιτών υπέρ του κυβερνώντος κόμματος ήταν σχεδόν αδιαφιλονίκητη. Καθοριστικός σε αυτό ήταν ο παράγοντας της πανδημίας, ο οποίος όχι μόνο αποτέλεσε άλλοθι για πολλές άλλες αστοχίες, αλλά σε συνδυασμό με τις παλινωδίες της αντιπολίτευσης που προκάλεσε ο χειρισμός του, πρόσφερε παράλληλα τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ασκήσει κάποιες πιο φιλολαϊκές πολιτικές (π.χ. επιδοματικές), οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να περιορίσουν σημαντικά τα παραδοσιακά αντιδεξιά αντανακλαστικά ενός μέρους της κοινωνίας. Το καλοκαίρι του 2019 ακριβώς αυτό το λεγόμενο «αντιδεξιό σύνδρομο» ενόψει της ανόδου της ΝΔ στην εξουσία ήταν που συγκράτησε τον ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερο κόμμα σε υψηλά ποσοστά (παρά την προηγούμενη συρρίκνωση της δύναμής του στις ευρωεκλογές). Αντιθέτως, στις εκλογές του 2023, ο φόβος παραμονής της ΝΔ στην κυβέρνηση είχε σε μεγάλο βαθμό παραμεριστεί και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τελική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ ως αντίπαλου πόλου, γεγονός που (υποβοηθούμενο και από την εσφαλμένη στρατηγική της απλής αναλογικής) οδήγησε στον γενικότερο κατακερματισμό του χώρου της αντιπολίτευσης και την ανάδειξη της ΝΔ ως «ηγεμονικού» κόμματος.
Στη δεύτερη τετραετία, ωστόσο, η κυβερνητική πολιτική έχει στραφεί σε αρκετά σημεία σε πιο νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις, σε συνδυασμό και με τη συνεχή αμφισβήτηση της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας (σε κρίσιμους τομείς όπως η ακρίβεια, η παιδεία, η υγεία). Έτσι, η επιλογή μη τυπικών δεξιόστροφων πολιτικών περιορίστηκε σε κάποια επιμέρους αξιακά ή δικαιωματικά ζητήματα (με πιο εμβληματική τη ρύθμιση για τον γάμο των ομοφύλων). Ακριβώς αυτή η συνθήκη είναι που ωθεί κυρίως σε μια ιδεολογική αναπροσαρμογή την κυβέρνηση, με κινήσεις όπως η επιλογή του Κ. Τασούλα για την προεδρία της Δημοκρατίας, αλλά και η ετεροχρονισμένη καταδίκη της «woke-ατζέντας», η οποία δεν αποσκοπεί μόνο στο εσωτερικό ακροατήριο, αλλά φαίνεται και ως εγχείρημα ευθυγράμμισης με τον απόηχο της εκλογής του Ντ. Τραμπ στις ΗΠΑ και ένα γενικότερα ανερχόμενο ιδεολογικό ρεύμα (bandwagon effect) που φαίνεται να διαμορφώνεται διεθνώς για τις υπερσυντηρητικές δυνάμεις.
Και πού θα την οδηγήσει αυτό, ειδικά σε μια συγκυρία που η ακροδεξιά έχει μια δυναμική ανόδου;
Αυτή η ιδεολογική αναπροσαρμογή, ειδικά όταν εκφράζεται με τόσο απότομο τρόπο και σε πλήρη αντίφαση με άλλες πρόσφατες κυβερνητικές επιλογές, αφενός εκπέμπει ως πρώτο μήνυμα την αμηχανία της κυβέρνησης ειδικά μετά την εκλογή του Ντ. Τραμπ και για αυτόν το λόγο τα εκλογικά της οφέλη είναι αμφίβολα, αφετέρου νομιμοποιεί εν τέλει την εγκατάσταση τέτοιων ακραίων συντηρητικών τοποθετήσεων και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, σταθεροποιώντας ενδεχομένως τη μετατόπιση παραδοσιακών συντηρητικών ψηφοφόρων σε τέτοια νεοσυντηρητικά, «δήθεν» αντισυστημικά κόμματα.
Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια ενίσχυση της αντισυστημικής ψήφου. Τι σημαίνει αυτό;
Ένας βασικός λόγος που η κυβέρνηση στις εκλογές του 2023 δεν φάνηκε να πλήττεται ιδιαίτερα από την τραγωδία των Τεμπών, ήταν ότι το «δυστύχημα» θεωρήθηκε αποτέλεσμα χρόνιων παθογενειών του ελληνικού πολιτικού συστήματος εξουσίας, με τις ευθύνες να επιμερίζονται οριζόντια και σχεδόν ισοδύναμα σε όλους τους κατά καιρούς διαχειριστές της. Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι πρότινος φαινόταν να είναι από τα κόμματα που ευνοούνταν από τη νεανική ψήφο, δεν μπόρεσε να αποτελέσει εκλογικά έκφραση αυτής της διαμαρτυρίας, γεγονός που επισφράγιζε την οριστική απώλεια της άλλοτε δυνατότητάς του να εμφανίζεται ως αντισυστημική δύναμη, την εποχή των πρώτων μνημονίων.
Αλλά και στη σημερινή συνθήκη που οι εξελίξεις ρίχνουν πλέον φως όχι μόνο στην ίδια την τραγωδία των Τεμπών, αλλά και στην μετέπειτα διαχείριση της απόδοσης των ευθυνών, οι οποίες κατεξοχήν βαρύνουν την κυβερνητική πλειοψηφία, η συγκάλυψη ως υπόνοια και η αμφισβήτηση της αμερόληπτης λειτουργίας της δικαιοσύνης θεωρούνται ακόμα εν πολλοίς ένα σύμπτωμα ενός διαχρονικά διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, που έχει συντηρηθεί όχι μόνο από τα κόμματα που έχουν ασκήσει διακυβέρνηση αλλά και από εκείνα που μέχρι τώρα έχουν συνυπάρξει με αυτό, όπως οι δυνάμεις της παραδοσιακής Αριστεράς. Με αυτήν την έννοια, οι δυνάμεις που δείχνουν να προσλαμβάνονται ως οι πλέον αντισυστημικές (και που για την ώρα δείχνουν να ευνοούνται από τις δημοσκοπήσεις) είναι κυρίως εκείνες που όχι μόνο δεν έχουν ασκήσει εξουσία, αλλά και που εμφανίζονται ως οι φαινομενικά πιο καινούργιες στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, ώστε να μην βαρύνονται με την μακρά χρονική συμβίωση με αυτό.
Είμαστε κοντά στο να εμφανιστεί μια νέα τομή, όπως ήταν το μνημόνιο-αντιμνημόνιο;
Η συνθήκη που αυτή τη στιγμή έχει διαμορφωθεί δημοσκοπικά –που σημειώνω ότι τοποθετείται χρονικά στο μέσο της τετραετίας και απέχει θεωρητικά πολύ από περιβάλλον με ορατή μια εκλογική αναμέτρηση, άρα έχει έντονο ενδεχομένως τον χαρακτήρα της συγκυρίας– θυμίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό το εκλογικό σεισμό του 2012, με τον πλήρη σχεδόν κατακερματισμό των εκλογικών δυνάμεων, αλλά με σχεδόν ανεστραμμένο ή πολύ πιο ασαφές το ιδεολογικό πρόσημο, καθώς οι αντισυστημικές θεωρούμενες δυνάμεις από τον χώρο της δεξιάς υπερτερούν σαφώς από τις αντίστοιχες του χώρου της Αριστεράς. Τη στιγμή που ο κατακερματισμός της ψήφου όχι απλώς φαίνεται να ενισχύει τις αντισυστημικές δυνάμεις, αλλά θεωρητικά μπορεί να λειτουργήσει και ως πιθανή «ευκαιρία» για κάποιες από αυτές να αποκτήσουν έναν πολύ πιο κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα.
Έτσι όπως εξελίσσεται η έρευνα στο θέμα των Τεμπών, και με κυρίαρχο πλέον το αίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης συνολικότερα απέναντι στους θεσμούς και στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, αναδύεται μια νέα κεντρική διαχωριστική γραμμή, μεταξύ συστημικών και αντισυστημικών δυνάμεων, που θυμίζει το μνημόνιο-αντιμνημόνιο, αλλά με εντελώς διαφορετικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και βεβαίως όχι με τόσο διχοτομική δυναμική, ούτε με τη δυνατότητα να οδηγήσει σε μια μετωπική σύγκρουση. Παρ’ όλα αυτά, το συγκεκριμένο δίπολο φαίνεται να αγγίζει ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και του δυνητικού εκλογικού σώματος. Σε μια τέτοια συνθήκη γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης το επιχείρημα της ανάγκης της κυβερνησιμότητας και πολύ περισσότερο της σταθερότητας φαντάζει όλο και λιγότερο πειστικό ή δυνητικά πιεστικό. Με τους θεσμούς απαξιωμένους, για ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, η ύπαρξη κυβέρνησης ή όχι, είναι όλο και περισσότερο αδιάφορη για την καθημερινή ζωή τους, η οποία και τώρα αποδεικνύεται από πολλές απόψεις προβληματική. Αυτό το στοιχείο είναι που αναμένεται να αποτελέσει και μακροπρόθεσμα τη βασική ζημιά για τη Νέα Δημοκρατία, καθώς ακριβώς αυτό το ερώτημα της κυβερνησιμότητας είναι που αναμένεται να θέσει ενώπιον του εκλογικού σώματος στην επόμενη (διπλή πιθανότατα) εκλογική αναμέτρηση και που αυτή τη στιγμή αποτελεί αν όχι το μοναδικό, αλλά πάντως το κυριότερο «όπλο» που έχει απομένει στη φαρέτρα της. Θα είναι όμως και το ίδιο ισχυρό μέχρι τότε;
Ωστόσο, τώρα φαίνεται να τελεί υπό σύγχυση η κυβέρνηση, να αλλάζει συνεχώς γραμμή…
Η κυβέρνηση έχει παίξει καταλυτικό ρόλο με την πρόσφατη στάση της στην κρίση αξιοπιστίας όχι μόνο απέναντι στην ίδια αλλά προς το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς γενικότερα. Τον αρχικό πανικό που προέκυψε από τις μαζικές συγκεντρώσεις του Γενάρη και που εκφράστηκε με την πρώτη συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Alpha, διαδέχτηκε η πλήρης μεταστροφή μετά τα βίντεο που ήρθαν στην επιφάνεια και που επιβεβαιώθηκε με τη δεύτερη συνέντευξη στην «Καθημερινή» ενώ τα ερωτήματα για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης παραμένουν ανοιχτά και διάχυτα. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι και η στάση της αντιπολίτευσης σε πολλά στάδια του χρόνου που μεσολάβησε φάνηκε προβληματική, ειδικά στην αδυναμία συντονισμού απέναντι στην πρόταση για Προανακριτική ή την πρόταση μομφής, ενώ οι αντεγκλήσεις όχι μόνο μεταξύ τους αλλά ακόμα και με παράγοντες του Συλλόγου των Γονέων επέτεινε αυτήν την εικόνα και την απόσταση του κομματικού συστήματος από την κατάσταση και το αίσθημα που επικρατεί στην κοινωνία. Παρόλα αυτά, ειδικά στο θέμα των Τεμπών είναι σαφές ότι καμία πολιτική δύναμη δεν ευθύνεται περισσότερο για την κρίση της εμπιστοσύνης από την ίδια την κυβέρνηση. Και η υιοθέτηση της πιο επιθετικής στάσης στη δεύτερη φάση ενέχει σαφώς τον κίνδυνο οι επόμενες συγκεντρώσεις της 28ης Φλεβάρη, να μην έχουν απλώς τον χαρακτήρα μιας κοινωνικής διαμαρτυρίας, αλλά μιας ζωντανής και πολύ περισσότερο μαζικής αντικυβερνητικής σφυγμομέτρησης.
Είχε παρατηρηθεί, και με την αύξηση της αποχής, η κρίση εμπιστοσύνης. Τώρα, στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη δεν αναδεικνύεται κάποιο κόμμα, αλλά αντίθετα εκφράζεται ένας φόβος να μην καπελωθούν οι συγκεντρώσεις. Συνδέονται αυτά τα δύο;
Η αποχή είναι προφανώς άλλη μια έκφανση της κρίσης εμπιστοσύνης. Σε αντίθεση με τις εκλογές του Ιουνίου του 2023 και τις αμέσως επόμενες αυτοδιοικητικές, όπου φάνηκε να προέρχεται κυρίως από τον χώρο της Αριστεράς και ειδικότερα του ΣΥΡΙΖΑ, στις ευρωεκλογές το φαινόμενο εμφανώς γενικεύθηκε. Το ζήτημα των Τεμπών εκφράζει μια κοινωνική διαμαρτυρία, σε ένα βαθμό θα μπορούσε να πει κάποιος και μια κοινωνική αντιπολίτευση, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να αδυνατεί να εκφραστεί πολιτικά από τα υπάρχοντα κόμματα, με σημαντική βεβαίως, αλλά πάντως και πάλι μερική, εξαίρεση τις «αντισυστημικές» δυνάμεις. Το μεγαλύτερο μέρος της διαμαρτυρίας για την ώρα παραμένει πολιτικά ανέκφραστο και σε επίπεδο δημοσκοπήσεων για την ώρα διοχετεύεται κυρίως στη γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων, ενδεχομένως και από την αύξηση όσων δηλώνουν από τώρα ότι στις επόμενες εκλογές θα απέχουν. Ειδικά αυτή η παγίωση της αποχής ωστόσο είναι που μπορεί να λειτουργήσει ως άλλος ένας παράγοντας σανίδας σωτηρίας για τη σημερινή κυβέρνηση. Εν τούτοις, η μονιμοποίηση του χάσματος μεταξύ κοινωνικής και εκλογικής-πολιτικής αντιπολίτευσης παραμένει ένα βασικό στοιχείο σταθεροποίησης της κρίσης εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, με απρόβλεπτες τις συνέπειές της.
Ας δούμε τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ επικεντρώνεται στην αυτοδυναμία. Πείθει;
Προφανώς και όχι. Το ΠΑΣΟΚ είχε φαινομενικά μια ακόμα ευκαιρία μετά την επανεκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία, ταυτόχρονα μάλιστα με τη στιγμή που η εσωκομματική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την περιπέτεια της περιόδου ηγεσίας του Στ. Κασσελάκη έφτανε στην κορύφωσή της. Το θετικό μομέντουμ ωστόσο δείχνει να χάθηκε, με σημείο καμπής τη συνάντηση του Ν. Ανδρουλάκη με τον πρωθυπουργό και τη στάση του στο ζήτημα επιλογής συναινετικής λύσης στο πρόσωπο του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Από εκεί και έπειτα, το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει ακόμα και μια καταγεγραμμένη δημοσκοπική κάμψη, η οποία δεν είναι μεν σε θέση να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς, αλλά αμφισβητεί οριστικά σχεδόν τη δυνατότητά του να παίξει τον ρόλο του ισάξιου αντιδιεκδικητή της εξουσίας απέναντι στη ΝΔ. Άλλωστε η ίδια η πρόσφατη εσωκομματική διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα τη σαφή πλέον διαμόρφωση των -ιδεολογικά αντίρροπων εν πολλοίς- εσωτερικών τάσεων στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, με τον Ν. Ανδρουλάκη να επιχειρεί συνεχώς να ισορροπήσει ανάμεσά τους, γεγονός που σε πρώτη φάση τον επιβεβαίωσε στην ηγεσία, αλλά πλέον του περιορίζει τα περιθώρια ευρύτερων πολιτικών ελιγμών.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επίσης μια πολιτική πρόταση που δια των περιορισμών δεν μπορεί να καταλήγει σε συμμαχίες ή διευρύνσεις. Επομένως, και η δική του πρόταση είναι μετέωρη;
Αυτή τη στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει συνεργασίες και συγκλίσεις προφανώς εξ ανάγκης καθώς είναι εμφανές ότι δύσκολα μπορεί να ανακάμψει, παρά μόνο αντλώντας ενδεχομένως περιθωριακά οφέλη από όμορες πολιτικές δυνάμεις. Στα αρνητικά βαρίδια του παρελθόντος του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς πλέον προσμετράται και η περιπέτεια της ηγεσίας Κασσελάκη, ενώ αμφίβολο και εδώ είναι το ζήτημα της εσωκομματικής ενότητας. Εν τούτοις ανάλογα προβλήματα ενότητας φαίνεται να υπάρχουν και στον χώρο της Νέας Αριστεράς, όπως αποδείχθηκε με την τελική αλλαγή στάση της στο θέμα του προέδρου της Δημοκρατίας.
Επομένως, υπάρχουν περιθώρια -και προσδοκίες- για ένα ενιαίο λαϊκό μέτωπο;
Θεωρώ αυτή την πρόταση ακόμα πιο μαξιμαλιστική. Με δεδομένη την αμφίβολη εσωκομματική ενότητα που περιγράψαμε προηγουμένως για όλους τους πολιτικούς χώρους, το όποιο εγχείρημα σύγκλισης είναι δεδομένο ότι θα αντιμετωπίσει εσωκομματικές αντιδράσεις, ακόμα και σε επίπεδο κομματικής αλλά και εκλογικής βάσης. Ακόμα και για την Νέα Αριστερά που η επίτευξη κάποιας συνεργασίας δείχνει να αποτελεί τον μοναδικό ίσως όρο πολιτικής επιβίωσης. Σε κάθε περίπτωση, η απήχηση μιας ευρύτερης συνεργασίας των προοδευτικών λεγόμενων δυνάμεων δεν φαίνεται να συγκεντρώνει μια τόσο ελπιδοφόρα δυναμική και πάντως είναι σίγουρα πολύ μικρότερη από την προσδοκία για μια κυβερνητική ανατροπή.
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός