Συνεντεύξεις

Παναγιώτης Κουστένης: «Δεν αμφισβητείται μεν η κυριαρχία, φάνηκε όμως ότι δεν είναι ηγεμονία»

Συζητάμε με τον διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης Παναγιώτη Κουστένη ο οποίος μελετά το χώρο της Εκλογικής Κοινωνιολογίας και της Συγκριτικής Πολιτικής για το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών, επιχειρώντας μια συγκριτική ανάλυση της πρώτης με τη δεύτερη κάλπη. Ο ίδιος εντοπίζει ότι το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου ήταν πρωτίστως μια αντικυβερνητική στάση, να μπει ένας φραγμός στην ηγεμονία.

Ολοκληρώθηκαν με το δεύτερο γύρο οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Ανατρέπουν τα συμπεράσματα του πρώτου γύρου; Ποιες οι βασικές παρατηρήσεις;

Αρχικά ας θυμηθούμε πολύ σύντομα ότι τα βασικά συμπεράσματα του α’ γύρου ήταν η επιβεβαίωση της πολιτικής και κυρίως της εκλογικής κυριαρχίας της ΝΔ, κυρίως με βάση τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών, αλλά βέβαια σε ένα καθεστώς ευρείας αποχής, η οποία –ειδικά στον πρώτο γύρο– φαίνεται ότι προερχόταν κυρίως από το χώρο της αντιπολίτευσης, και ειδικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που είχε παρατηρηθεί και στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου. Στο β’ γύρο εκτιμώ ότι η προέλευση της αποχής σε ένα σημαντικό βαθμό αντιστράφηκε, καθώς φάνηκε να πλήττει περισσότερο το χώρο της ΝΔ, λόγω επανάπαυσης μετά τα θετικά αποτελέσματα της πρώτης Κυριακής ή ενδεχομένως μιας χαλάρωσης του κομματικού μηχανισμού, ειδικά στις περιφέρειες που είχαν κλείσει από τον α’ γύρο, η οποία έπαιξε και επιπλέον ρόλο στην ανατροπή των αποτελεσμάτων σε κεντρικούς δήμους, με αποκορύφωμα τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Παρόλα αυτά, δεν νομίζω ότι αυτά τα αποτελέσματα αλλοιώνουν πλήρως και τα αρχικά πολιτικά συμπεράσματα περί κυριαρχίας της ΝΔ, υποδεικνύουν όμως τα όριά της και κυρίως την τεχνική -σε πρώτη φάση- δυνατότητα συγκρότησης ενός αντίρροπου μετώπου.

Η αποχή εκτιμάς ότι είναι περισσότερο αποτέλεσμα κόπωσης ή οι ψηφοφόροι χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα;

Η αποχή πάντα εμπεριέχει μηνύματα έκφρασης μειωμένης εμπιστοσύνης και απαξίωσης απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Εν προκειμένω, όπως είπαμε, στους δύο γύρους, η αποχή είχε συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση, διαφορετική όμως κάθε φορά. Ο αντιπολιτεύομενος ψηφοφόρος που απέχει, προφανώς στρέφεται και εναντίον της εξουσίας, αλλά φαίνεται ότι έχει χάσει την εμπιστοσύνη και προς το κόμμα του, ειδικά όταν εκτιμά ότι οι υποψηφιότητές του είναι εκλογικά αναποτελεσματικές, όπως αρχικά διαφαίνονταν στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, απέναντι στα κυβερνητικά φαβορί.

Το ότι στο δεύτερο γύρο, η ΝΔ έχασε σημαντικές αναμετρήσεις αποτελεί ρήγμα στην κυριαρχία της;

Δεν θα το έλεγα ρήγμα, αλλά ρωγμή. Υπέδειξε, λέγαμε προηγουμένως, τα όριά της. Με άλλα λόγια, δεν αμφισβητείται μεν η κυριαρχία, φάνηκε όμως ότι δεν είναι ηγεμονία. Εκλογικά αυτό αποτυπώθηκε εναργώς στον β’ γύρο, όταν το όριο εκλογής, από 43% την πρώτη Κυριακή με το νέο εκλογικό σύστημα, ανήλθε στο 50%. Το οποίο η ΝΔ με την έντονη κομματικοποίηση και ελλείψει συνεργασιών αδυνατούσε να το φτάσει σε αρκετές περιπτώσεις. Άλλωστε η στρατηγική κομματικοποίησης των εκλογών ήταν περισσότερο μια στρατηγική α’ γύρου και σε αυτόν πράγματι απέδωσε. Στον β’ γύρο όμως φαίνεται ότι είχε φτάσει στα όριά της και εκδηλώθηκε ειδικά στις περιφερειακές εκλογές με απώλειες προς την αποχή, είτε λόγω της κόπωσης είτε της επανάπαυσης των ψηφοφόρων της. Αντιστρόφως η αντιπολίτευση τη δεύτερη Κυριακή πέτυχε σε αρκετές περιπτώσεις τη συνένωση των δυνάμεών της. Το ενδιαφέρον δηλαδή είναι ότι αυτό στο οποίο απέτυχε η στρατηγική της απλής αναλογικής στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου, επετεύχθη τώρα με το πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων στις αυτοδιοικητικές. Από τη φύση του το εν λόγω εκλογικό σύστημα εξωθεί σε αναδιατάξεις ενώπιον του διλλήματος που μοιραία τίθεται στον β’ γύρο, πολλές φορές με τους ψηφοφόρους να υπερβαίνουν ακόμα και τις επίσημες διαχωριστικές γραμμές των κομμάτων τους, όπως έγινε εν προκειμένω σε αρκετές περιπτώσεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία) με εκλογείς του ΚΚΕ.

Από τη στάση στο δεύτερο γύρο, οι ψηφοφόροι συνέταξαν ένα αντικυβερνητικό μήνυμα; Η ΝΔ προσπάθησε να δώσει έναν χαρακτήρα εθνικών εκλογών, προκειμένου να καταφέρει να ελέγχει όλα τα επίπεδα διοίκησης.

Οι δημοτικές εκλογές στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, όπως και ο β’ γύρος στην περιφέρεια Θεσσαλίας αυτό έδειξαν. Αλλά το ίδιο περίπου και στις περιφέρειες που εξελέγησαν οι «αντάρτες». Οι αντίπαλοι των επίσημων κυβερνητικών υποψηφίων συγκέντρωσαν την προτίμηση του μεγαλύτερου μέρους όλων των ψηφοφόρων της αντιπολίτευσης. Αυτό σαφώς υποδεικνύει τη συγκρότηση αντικυβερνητικού μετώπου, αμφισβητεί όμως σε έναν βαθμό κατά πόσο υπερισχύουν τα κοινωνικά ή τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, στη βάση μιας καθαρά αντιδεξιάς ή «προοδευτικής» ψήφου. Ήταν πρωτίστως μια αντικυβερνητική στάση, να μπει φραγμός στην ηγεμονία. Σε άλλες περιπτώσεις άλλωστε, στις δημοτικές εκλογές, υποψήφιοι της ΝΔ δεν συμμετείχαν στον β’ γύρο. Εκεί παρατηρήθηκαν άλλου είδους μέτωπα. Παράδειγμα και στους τρεις δήμους που κέρδισε το ΚΚΕ στην Αττική (Καισαριανή, Πετρούπολη, Χαϊδάρι), είχε απέναντί του υποψήφιους από το χώρο του ΠΑΣΟΚ.

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές, παρότι δεν είναι αυτός ο χαρακτήρας τους, απέκτησαν ένα έντονο πολιτικό πρόσημο, ήδη από το στόχο 13+3 που έθεσε η ΝΔ. Υπό αυτό το πρίσμα, ο κόσμος ψήφισε και ιδεολογικά, με το βλέμμα στον άξονα Αριστερά-Δεξιά;

Τα τελευταία χρόνια, η ψήφος στις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι σαφώς λιγότερο κομματική τουλάχιστον από ότι ήταν στο παρελθόν. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι έχει χαθεί το κομματικό ή το ιδεολογικό κριτήριο στην ψήφο. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις περιφερειακές εκλογές εξακολουθεί να είναι αρκετά ισχυρό και σύμφωνα με τα στοιχεία φαίνεται να παραμένει κυρίαρχο. Αυτό το στοιχείο διατηρήθηκε, ίσως και ενισχύθηκε σε αυτές τις εκλογές. Από μια αναλυτική μελέτη των στοιχείων, εκτιμώ ότι οι ψηφοφόροι της ΝΔ κατά 80% ψήφισαν τον επίσημο κομματικό υποψήφιο, ενώ ανάλογη ταύτιση παρατηρείται στο χώρο του ΠΑΣΟΚ και ίσως ακόμα εντονότερη στο ΚΚΕ, για το οποίο άλλωστε η κομματική ψήφος είναι απολύτως συνδεδεμένη και μεταξύ δημοτικών και περιφερειακών εκλογών μέσω των συνδυασμών της Λαϊκής Συσπείρωσης. Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είχε χαμηλότερη συσπείρωση στις κομματικές του υποψηφιότητες, κάτι το οποίο όμως συμβαίνει ούτως ή άλλως παραδοσιακά και με σημαντικές κατά τόπους ή κατά περίπτωση διακυμάνσεις. Στις συγκεκριμένες εκλογές απλώς φάνηκε ακόμα πιο έντονα, η συσπείρωσή του δηλαδή ήταν μετά βίας στο 50%, πιθανότατα λόγω μεγάλων απωλειών προς την αποχή. Όμως η γενικότερη αυτή ιδεολογική στοίχιση πάνω στον παραδοσιακό άξονα Αριστερά-Δεξιά φαίνεται ότι αφορούσε και τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης που δεν κατέβασαν υποψηφίους στις συγκεκριμένες εκλογές. Για παράδειγμα, μπορώ να εκτιμήσω ότι οι ψηφοφόροι της Ελληνικής Λύσης και της Νίκης, κατά ένα βασικό ποσοστό, ψήφισαν είτε τον επίσημο υποψήφιο της ΝΔ είτε (κατά τόπους ενδεχομένως και περισσότερο) τον «αντάρτη» του κυβερνώντος κόμματος.

Παραδοσιακά η Αριστερά πήγαινε καλύτερα στις αυτοδιοικητικές εκλογές από ότι στις εθνικές. Γι’ αυτό και μπορούσε κατά καιρούς να πάρει δήμους και να ασκήσει διοίκηση σε περιοχές που δεν κατέγραφε υψηλά ποσοστά. Έχω την εντύπωση ότι αυτό αντιστράφηκε. Έχασε την ικανότητά της η Αριστερά να συσπειρώνει ευρύτερα ρεύματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές;

Αυτό πράγματι αποτελούσε κάποτε μια παράδοση που πλέον έχει αποδυναμωθεί, αλλά δεν ξεκίνησε σε αυτές τις εκλογές. Ενδεχομένως απλώς εντάθηκε λόγω αλλαγής των συσχετισμών. Παλιότερα, ειδικά τη δεκαετία του 1980, η Αριστερά στόχευε στη συγκρότηση ευρύτερων μετώπων στην τοπική αυτοδιοίκηση, διεκδικώντας πολύ συχνά τον αυτοδιοικητικό έλεγχο της τοπικής εξουσίας. Το βασικό κόμμα όμως που ήταν φορέας αυτής της τακτικής ήταν το ΚΚΕ, το οποίο από το 2010 ειδικά και μετά άλλαξε τη στρατηγική του και έθεσε ως πρώτιστο στόχο την αυτούσια καταγραφή της κομματικής δύναμης. Έτσι οι κατά τόπους νίκες του είναι περιορισμένες, αν και κάποιες από αυτές ιδιαίτερα εμβληματικές, όπως η περίπτωση Πελετίδη στην Πάτρα. Από την άλλη πλευρά, ειδικά για το ΚΚΕ η τακτική αυτή αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος πολλές φορές ιδιαίτερα επιτυχημένη. Στην τελευταία αναμέτρηση έφτασε την επιρροή του στο 10% και εκλογικά μπορεί να θεωρείτε ο πιο βέβαιος κερδισμένος της αναμέτρησης.

Το έλλειμμα των σχημάτων που υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν προγραμματικό; Δεν έβαλε στην προεκλογική ατζέντα ζητήματα που αφορούν την κάθε περιοχή όπου κατέβαινε το αυτοδιοικητικό σχήμα ή ζητήματα που αφορούν την ύλη της σύγχρονης Αριστεράς;

Δεν θεωρώ ότι το κύριο πρόβλημα των υποψηφιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προγραμματικό. Παραμένει καταρχήν η αδυναμία γείωσής του στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και με την κοινωνική βάση των λαϊκών στρωμάτων γενικότερα. Είχαμε πει και στην συζήτηση που κάναμε μετά τις βουλευτικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί σε μεγάλο βαθμό πλέον να εξυπηρετήσει τη σχέση του με τα λαϊκά στρώματα, λόγω μη απολογισμού του «μνημονιακου» κυβερνητικού του παρελθόντος. Αντ’ αυτού συχνά καταφεύγει σε παλιότερες πολιτικές της μεταϋλιστικής ατζέντας όπως των δικαιωμάτων ή της οικολογίας, αλλά με τρόπο συχνά πρόχειρο ή αόριστο. Και σε μια περίοδο όπου πλέον τα ζητήματα αυτής της ατζέντας δεν είναι κατ’ ανάγκη προνομιακό πεδίο της Αριστεράς, γιατί και μια νεοφιλελεύθερη πολιτική μπορεί πια να συνθέτει τέτοιου είδους ζητήματα.

Οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ καταδεικνύουν μια βαθιά κρίση στην επιρροή του;

Τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών, παραδοσιακά για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ποτέ ευνοϊκά, ούτε όταν ήταν σε τροχιά ανόδου στην εξουσία, λόγω της διαρκούς αδυναμίας που επισημάναμε στο να μεταφέρει την εθνική εκλογική δυναμική του στις τοπικές κοινωνίες. Παρόλα αυτά, στις συγκεκριμένες εκλογές, λόγω και των εσωκομματικών περιπετειών, αλλά και στον απόηχο του τραύματος από τη συντριπτική ήττα στις βουλευτικές εκλογές κάτι τέτοιο ήταν ακόμα πιο δύσκολο να συμβεί. Απλά για την ώρα, ο ενθουσιασμός που δημιουργήθηκε σε ένα μέρος της εκλογικής βάσης του μετά την εκλογή νέας ηγεσίας, δεν φαίνεται να έχει ανάλογο αντίκρισμα στην ευρύτερη κοινωνία, όπως έχουν δείξει και κάποιες πρώτες δημοσκοπήσεις. Αν αυτό το φαινόμενο παγιωθεί, φέρνει έντονα στο προσκήνιο την εικόνα ενός κόμματος με εντελώς διαφορετικά κριτήρια από εκείνα της υπόλοιπης κοινωνίας και μιας εκλογικής βάσης όλο και πιο ξένης ή ξεκομμένης προς το υπόλοιπο εκλογικό σώμα. Και αυτό ερμηνεύει γιατί δεν μπορεί να προβλέψει τους εκλογικούς σεισμούς, όπως συνέβη και στις πρόσφατες βουλευτικές, αλλά και στις εσωκομματικές εκλογές.

Το ΠΑΣΟΚ σε αυτές τις εκλογές, από τη στιγμή που στο δεύτερο γύρο κέρδισε σημαντικές αναμετρήσεις, κατάφερε να πλησιάσει το στόχο της δεύτερης πολιτικής δύναμης ή έχασε την ευκαιρία;

Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, παρότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές συνιστούν για αυτό προνομιακό πεδίο. Συγκεντρωτικά, τα ποσοστά του στον α’ γύρο των περιφερειακών εκλογών ήταν περίπου μία μονάδα κάτω από τις αντίστοιχες εκλογές του 2019 και ελαφρώς χαμηλότερα από τις πρόσφατες βουλευτικές. Για μια ακόμα φορά, δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αξιοποιήσει επαρκώς τη μεγάλη υποχώρηση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως κέρδισε αναμφίβολά τις εντυπώσεις από τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, ειδικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Και παρά το γεγονός ότι δεν είναι ακόμα η δεύτερη πολιτική δύναμη, έχει αναδειχθεί σε πιο κατάλληλο κόμμα για αυτόν τον ρόλο, ειδικά όταν σε τέτοιες προσπάθειες ηγούνται πρόσωπα με ευρύτερο κοινωνικό ή πολιτικό προφίλ, όπως του Χ. Δούκα ή του Δ. Κουρέτα. Τα πλειοψηφικά αντικυβερνητικά μέτωπα που συγκροτήθηκαν στον β’ γύρο των εκλογών, είναι αμφίβολο αν θα είχαν την ίδια επιτυχία εφόσον αυτών ηγούνταν κομματικοί υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ. Το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχει πια τη δυναμική ενός ενιαίου μετώπου, παρόλα αυτά νομίζω ότι μπορεί ακόμα να ενεργοποιείται όταν μπαίνει το ερώτημα του ηγετικού ρόλου στον αντικυβερνητικό χώρο, ειδικά σε ένα πλαίσιο ευθέος ανταγωνισμού με το ΠΑΣΟΚ.

Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός

Η ΕΠΟΧΗ