Macro

Παναγιώτα Οθωναίου: Ρήγματα στον oρίζοντα: Οι επαπειλούμενες γεωπολιτικές ισορροπίες του νέου εμπορικού πολέμου

Καθώς η σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, εντείνεται χωρίς να διαφαίνεται ένα πλάνο εξόδου ή αντιμετώπισης, η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε αβεβαιότητα, φόβο και δυσκολία για οποιαδήποτε στρατηγική κίνηση.
 
Η αφετηρία του εμπορικού πολέμου τοποθετείται στην εποχή της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος φάνηκε να ακολουθεί μια τακτική βασισμένη στην απειλή και την πρόκληση. Η πρόσφατη αύξηση των τελωνειακών δασμών προς την Κίνα στο 145% συνδέεται με μια στρατηγική κλιμάκωσης, με στόχο να εκβιαστεί μια διαπραγμάτευση. Παρόλο που η Κίνα σήμερα δεν κινείται στους παλιούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, δεν είναι βέβαιο ότι θα ενδώσει στην πίεση των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα, η κυβερνητική ρητορική που κυριαρχεί στο εσωτερικό της χώρας ενισχύει τη διάθεση αντίστασης. Η πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, δήλωσε ότι τα μέτρα αυτά είναι εξαιρετικά επιβλαβή, όχι μόνο για την αμερικανική οικονομία αλλά και για το παγκόσμιο οικονομικό status quo. Παράλληλα, η Κίνα απαντά κλιμακώνοντας τη ρητορική της και δηλώνει ότι δεν θα αναγνωρίζει πλέον καμία νέα επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ.
 
Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι δύο οικονομίες είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλοεξαρτώμενες – κάτι που καθιστά τον εμπορικό πόλεμο ιδιαίτερα επικίνδυνο. Οι ΗΠΑ ωφελήθηκαν από τα φθηνά κινεζικά προϊόντα, ενώ η Κίνα αναπτύχθηκε ραγδαία χάρη στις εμπορικές σχέσεις της με τη Δύση. Βέβαια, οι επιπτώσεις για τις ΗΠΑ υπήρξαν και αρνητικές: η εισροή φθηνών κινεζικών προϊόντων επέφερε σοβαρές ζημιές σε σημαντικούς κλάδους, όπως η χαλυβουργία και η επιπλοποιία. Επιπλέον, η παραδοσιακή στρατηγική του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου, ότι ο εκσυγχρονισμός της κινεζικής οικονομίας θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε πολιτικό φιλελευθερισμό, διαψεύστηκε. Έτσι, σήμερα, οι πιο σκληροπυρηνικοί κύκλοι στην Ουάσιγκτον υποστηρίζουν πως η ίδια η Αμερική, μέσα από την εξάρτησή της από φθηνά κινεζικά προϊόντα, ουσιαστικά κατασκεύασε έναν αντίπαλο-υπερδύναμη.
 
Στο παρελθόν, η στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ των δύο οικονομιών θεωρούνταν εγγύηση αποτροπής στρατιωτικής σύγκρουσης. Ωστόσο, πλέον ο διάλογος έχει στραφεί προς τον λεγόμενο «αποσυνδετισμό» (decoupling), δηλαδή τη σταδιακή αποσύνδεση των οικονομιών ΗΠΑ και Κίνας – κάτι που καθιστά ακόμα πιο ρεαλιστικό τον κίνδυνο γεωπολιτικής σύγκρουσης.
 
Αν αυτή η εμπορική ρήξη υλοποιηθεί πλήρως, οι συνέπειες θα είναι επώδυνες. Πιο συγκεκριμένα, οι τιμές βασικών καταναλωτικών προϊόντων στις ΗΠΑ ενδέχεται να αυξηθούν δραματικά, αυξάνοντας τον πληθωρισμό και πλήττοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών μπορεί να υποχωρήσει, προκαλώντας ύφεση.
 
Στην Κίνα, η εμπορική κρίση θα μπορούσε να χτυπήσει ιδιαίτερα σκληρά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Η αύξηση της ανεργίας είναι μια εξέλιξη που ανησυχεί έντονα το Πεκίνο, καθώς ενδέχεται να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή.
 
Στη βάση αυτή, μία πιθανή στρατηγική είναι η δημιουργία ενός κοινού μετώπου με τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ – μια συμμαχία που θα ασκούσε πίεση στην Κίνα ώστε να συμμορφωθεί με πάγια αιτήματα, όπως η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και η πρόσβαση στις αγορές. Λόγου χάρη, ο επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, Κέβιν Χάσετ, είχε αποκαλύψει ότι εξετάζεται η σύναψη συμφωνιών με συμμάχους, ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στο Πεκίνο. Οι ΗΠΑ, τόνισε, έχουν ιστορικά ενισχύσει τη δύναμή τους μέσω των συμμαχιών τους – ένα πλεονέκτημα που η Κίνα δεν διαθέτει.
 
Όμως, η ίδια η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να υπονομεύει αυτή την προοπτική. Μέσα στην εβδομάδα, ο Πρόεδρος δεν δίστασε να επιτεθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χαρακτηρίζοντάς την ως «μηχανισμό ζημιάς κατά των ΗΠΑ στο εμπόριο». Παράλληλα, η αντιευρωπαϊκή ρητορική κορυφώνεται σε όλο το φάσμα της κυβέρνησης, με τον αντιπρόεδρο, Τζέι Ντι Βανς, να εκφράζει δημόσια την αποστροφή του προς την Ευρώπη.
 
Παράλληλα, και στη Βόρεια Αμερική οι σχέσεις με τον Καναδά και το Μεξικό έχουν επιδεινωθεί. Ο Τραμπ έχει απειλήσει να προσαρτήσει τμήματα του Καναδά και έχει επιβάλει σκληρούς δασμούς στο Μεξικό.
 
Πλέον, σύμφωνα με τον πρώην επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων επί Ομπάμα, Τζέισον Φέρμαν, «οι ΗΠΑ είναι σήμερα ένας εξαιρετικά αναξιόπιστος εταίρος». Και η ερώτηση παραμένει: πώς –και αν– μπορεί να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των παλιών συμμάχων και πώς θα δράσει η ΕΕ βάσει των νέων πολιτικών εξελίξεων.