Καθώς η παγκοσμιοποίηση, η αποσύνθεση των συνδικάτων και η αυτοματοποίηση αναδιαμόρφωσε τον κόσμο της εργασίας, αφήνοντας τις σύγχρονες και μελλοντικές γενιές να τα βγάζουν πέρα με έκτακτες ή αδήλωτες εργασίες, πώς μπορούμε ακόμη να υπερασπιζόμαστε την ιδέα της εργατικής τάξης ως τον κυρίαρχο παράγοντα της ριζοσπαστικής αλλαγής; Υπάρχει ακόμη αυτή η «ιστορική δύναμη», όπως το έθεσε ο Eric Hobsbawm to 1995, ικανή να στηρίξει το σοσιαλιστικό σχέδιο; Με λίγες εξαιρέσεις, οι Μαρξιστές έχουν μπει αργά σε αυτή την υπαρξιακή συζήτηση και συχνά είναι εξοπλισμένοι μόνο με φιλοσοφικά συνθήματα. Αυτή η μελέτη υποστηρίζει πως για να εξετάσουμε το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ανάγκη να θέσουμε το θέσουμε σε συγκριτική προοπτική: δηλαδή να αποκτήσουμε μια σαφή και αναλυτική κατανόηση του πώς κατασκευάστηκε η προλεταριακή αντίληψη την εποχή του κλασσικού σοσιαλισμού.
Ξεκινώντας από σκόρπια στοιχεία που αφέθηκαν από το Μαρξ και τους διαδόχους του, και πρώτα από όλα από τη Ρόζα Λουξεμπουργκ, αυτή η μελέτη αναδεικνύει μια θεωρία για τη συγκρότηση των τάξεων και τη σοσιαλιστική ηγεμονία σε συσχετισμό με την ιστορική και επαναστατική εμπειρία στις πραγματικές ζωές και ιδέες της εργατικής τάξης. Η βασική θέση είναι πως η «δράση» στην τελευταία περίπτωση (ενν. της εργατικής τάξης) εξαρτάται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αλλά ενεργοποιείται από τη σύγκλιση (ή τους «επικαθορισμούς») των πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών αγώνων. Ακόμη και στην κλασσική εποχή του σοσιαλισμού, η δύναμη των εργαζομένων δεν βρισκόταν αποκλειστικά στο σημείο της παραγωγής των μεγάλων εργοστασίων· τα κινήματα πόλης και οι καμπάνιες διεθνούς αλληλεγγύης ήταν επίσης χωνευτήρια διαμόρφωσης ταξικής συνείδησης, ίσως σε πιο άμεση συνάφεια με τον δικό μας γενναίο νέο κόσμο των ανέργων.
Σε μια συνέντευξή του το 1995, λίγο μετά την έκδοση του Η εποχή των άκρων, ο Έρικ Χόμπσμπαουμ ρωτήθηκε σχετικά με τη μελλοντική αξία των σοσιαλιστικών ιδεών. Απάντησε πως εξαρτάται από το αν μια «ιστορική δύναμη» θα ήταν παρούσα έτσι ώστε να υποστηρίξει το σοσιαλιστικό σχέδιο. «Μου φαίνεται ότι η ιστορική δύναμη δε βρέθηκε απαραιτήτως στις ιδέες αλλά σε μια συγκεκριμένη υλική κατάσταση… καθώς το μεγάλο πρόβλημα της Αριστεράς είναι αυτό της δράσης». Με τα ποσοστά του μεταβλητού κεφαλαίου σε πτώση στη σύγχρονη παραγωγή -και συνακόλουθα του κοινωνικού βάρους του βιομηχανικού προλεταριάτου- ανέφερε ότι:
Ενδέχεται να βρεθούμε μπροστά σε μια διαφορετική μορφή κοινωνίας, σαν εκείνη των προκαπιταλιστικών κοινωνιών όπου το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων δε θα είναι μισθωτοί – θα είναι κατι διαφορετικό, είτε όπως αυτό που βλέπουμε σε μεγάλο μέρος του Τρίτου Κόσμου, άνθρωποι που κινούνται στην γκρίζα περιοχή της ανεπίσημης οικονομίας, οι οποίοι δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως μισθωτοί εργάτες ή με όποιον άλλο τρόπο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τώρα, η ερώτηση είναι ξεκάθαρα πώς μπορεί αυτή η ομάδα ανθρώπων να κινητοποιηθεί προκειμένου να συνειδητοποιήσει τους στόχους που είναι αδιαμφισβήτητα ακόμη εκεί και κατά κάποιο τρόπο τώρα είναι ακόμη πιο επιτακτικοί; 1
Η παρακμή της οικονομικής και πολιτικής δύναμης της παραδοσιακής εργατικής τάξης – που τώρα περιλαμβάνει τα BRICS που χτυπήθηκαν από την κρίση, όπως η Βραζιλία και η Βόρειος Αφρική- είναι όντως εποχική. 2 Τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, η διάβρωση της βιομηχανικής εργασίας μέσω της εξισορροπητικής κερδοσκοπίας στους μισθούς, της υπεργολαβίας εργαζομένων, και της αυτοματοποίησης πολλών εργασιών, ανταμώνει με την αυξημένη επισφάλεια στις εργασίες που παράγουν υπηρεσίες, την ψηφιακή βιομηχανοποίηση των εργασιών του «λευκού κολλάρου» και τη στασιμότητα ή την πτώση του ποσοστού των δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνεται σε συνδικάτα. Ο νέος κοινωνικός δαρβινισμός ενώ διογκώνει την απέχθεια της εργατικής τάξης απέναντι στις νέες ελίτ των πτυχίων και τους πλούσιους της τεχνολογίας, ταυτόχρονα έχει στενέψει και δηλητηριάσει τις παραδοσιακές κουλτούρες αλληλεγγύης, οδηγώντας έτσι στην άνοδο κινημάτων ενάντια στους μετανάστες της νέας Δεξιάς. 3 Ακόμη και αν ο τυφώνας του νεοφιλελευθερισμού επρόκειτο να περάσει, – προς το παρόν δεν προοικονομείται κάτι τέτοιο- ο αυτοματισμός όχι μόνο της παραγωγής και της διεκπεραιωτικής διαχείρισης αλλά, τώρα, και της επαγγελματικής αυθεντίας και της επιστημονικής έρευνας απειλεί τα τελευταία καταφύγια της εργασιακής ασφάλειας στις οικονομίες του καπιταλιστικού κέντρου. 4
Βέβαια, ο Χομπσμπάουμ δε συνυπολόγισε την μετατόπιση της παγκόσμιας κατασκευαστικής βιομηχανίας στην Ανατολική Ασία και τη σχεδόν εξωπραγματική ανάπτυξη της εργατικής τάξης των κινεζικών εργοστασίων στη διάρκεια της τελευταίας γενιάς. Η αντικατάσταση όμως της εργατικής δύναμης από συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και μηχανές μέσα στην επόμενη γενιά δε θα είναι εξαίρεση και στην Ανατολική Ασία. Η Foxconn, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής παγκοσμίως, αντικαθιστά αυτό το διάστημα στο μεγάλο της συγκρότημα στο Shenzhen αλλά και αλλού, εργαζόμενους στη συναρμολόγηση με ένα εκατομμύριο ρομπότ (γιατί αυτά δεν αυτοκτονούν παρά τις άθλιες εργασιακές συνθήκες). 5 Εν τω μεταξύ, σε μεγάλο μέρος του Παγκόσμιου Νότου οι διαρθρωτικές τάσεις από το 1980 και έπειτα έχουν ανατρέψει τις παραδοσιακές ιδέες σχετικά με τα «στάδια της οικονομικής ανάπτυξης», μιας και η αστικοποίηση έχει αποσυνδέσει την οικονομική ανάπτυξη από τη συντήρηση της μισθωτής εργασίας. 6 Ακόμη και σε χώρες με υψηλά ποσοστά ανάπτυξης ΑΕΠ, όπως στην Ινδία και τη Νιγηρία, η ανεργία και η φτώχεια έχουν διογκωθεί αντί να μειώνονται, και γι’ αυτό η «άνεργη ανάκαμψη» μαζί με την ανισότητα εισοδημάτων, ήταν τα βασικά δύο θέματα στην ατζέντα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του 2015. 7 Εν τω μεταξύ, οι φτωχοί των αγροτικών περιοχών παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Αφρική, αστικοποιούνται ραγδαία – ή καλύτερα γκετοποιούνται θα ήταν ένας πιο δόκιμος όρος – με πολύ μικρή πιθανότητα αυτοί οι οικονομικοί μετανάστες να μπορέσουν ποτέ να ενσωματωθούν σε σύγχρονες σχέσεις παραγωγής. Οι προορισμοί τους είναι τα ερειπωμένα στρατόπεδα προσφύγων και οι περιφερειακές φτωχογειτονιές στις οποίες βασιλεύει η ανεργία, εκεί όπου τα παιδιά τους θα μπορούν να ονειρεύονται πώς να γίνουν πόρνες ή βομβιστές αυτοκινήτων.
Η ανακεφαλαίωση αυτών των μετασχηματισμών, τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές περιοχές, αφορά τελικά μια κρίση προλεταριοποίησης χωρίς προηγούμενο, – ή αν προτιμάτε συνιστά την «πραγματική συσσωμάτωση» της εργασίας, ενσαρκωμένη από υποκείμενα των οποίων η συνειδητότητα και η ικανότητα να επηρεάζουν τις αλλαγές συνιστούν ακόμη αινίγματα. Οι Nielson & Stabbs, χρησιμοποιώντας την ορολογία του κεφαλαίου 25 του Κεφαλαίου του Μαρξ, υποστηρίζουν ότι «η ανισομερής εκδίπλωση της μακροχρόνιας και αντιθετικής δυναμικής μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στον καπιταλισμό, δημιουργεί ένα σχετικά μαζικό περίσσευμα πληθυσμού, που διαμοιράζεται σε βαθιά άνισες μορφές και μεγέθη ανά τις χώρες του κόσμου. Είναι ήδη μεγαλύτερο (σε πληθυσμό) από τον ενεργό στρατό εργασίας και πρόκειται να μεγαλώσει και άλλο στο άμεσο μέλλον». 8 Είτε είναι εξαρτώμενοι όπως οι ανοργάνωτοι εργάτες, ως μικροεπιχειρηματίες, ως μικροεγκληματίες, είτε απλώς ως μονίμως άνεργοι, η μοίρα αυτής της «περισσευούμενης ανθρωπότητας» έχει γίνει το βασικό πρόβλημα για το Μαρξισμό του 21ου αιώνα. Άραγε, οι παλιές κατηγοριοποιήσεις του κοινού αισθήματος και της κοινής μοίρας, αναρωτιέται ο Olivier Schwarz, είναι ακόμη σε θέση να μας δίνουν μια ιδέα για «τις λαϊκές τάξεις»; 9 Όπως προειδοποίησε ο Χόμπσμπαουμ, ο σοσιαλισμός δε θα έχει μέλλον εάν μεγάλα τμήματα αυτής της «ανεπίσημης» εργατικής τάξης δεν βρουν πηγές συλλογικής δύναμης, μοχλούς πίεσης και πλατφόρμες για συμμετοχή σε μια διεθνή πάλη των τάξεων.
Θα ήταν ωστόσο ένα τεράστιο λάθος να συμπεράνει κανείς, όπως έχουν κάνει οι μεταμαρξιστές, ότι το σημείο έναρξης αυτής της θεωρητικής ανανέωσης θα πρέπει να είναι η κηδεία της «παλαιάς εργατικής τάξης», η οποία, για να το θέσω ωμά, έχει μπει στα μετόπισθεν αλλά δεν έχει αποβληθεί από την Ιστορία. Οι μηχανικοί, οι νοσοκόμοι, οι οδηγοί φορτηγών και οι δάσκαλοι παραμένουν η οργανωμένη κοινωνική βάση που υπερασπίζεται την ιστορική παρακαταθήκη της εργασίας στη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία. Τα συνδικάτα, όσο αποδυναμωμένα και χωρίς πρωτοβουλίες κι αν είναι, συνεχίζουν να αρθρώνουν λόγο για ένα τρόπο ζωής «βασισμένο σε μια συγκροτημένη αίσθηση του σεβασμού και της αξιοπρέπειας για τους άλλους και για μια θέση στον κόσμο». 10 Ωστόσο, οι τάξεις των παραδοσιακών εργατών και των συνδικάτων τους δεν αναπτύσσονται πια και οι μεγάλες εφεδρείες στην παγκόσμια εργατική δύναμη καθίστανται ολοένα και πιο υπαμειβόμενες ή άνεργες. Όπως παραπονέθηκε πρόσφατα και ο Christian Marazzi, δεν είναι πλέον εύκολο να χρησιμοποιήσεις μια κατηγοριοποίηση όπως η «συγκρότηση των τάξεων» προκειμένου «να αναλύσεις μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται ολοένα και περισσότερο από την κατάτμηση των αντικειμένων που την αποτελούν, δηλαδή στον κόσμο της εργασίας και της ανεργίας». 11
Σε ένα υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης, η σημερινή περίοδος παγκοσμιοποίησης ορίζεται από μια τριλογία ιδεότυπων οικονομιών: τις υπερβιομηχανοποιημένες (παράλια Ανατολική Ασία), χρηματοοικονομικές/τριτογενείς (Βόρειος Ατλαντικός), και υπεραστικοποιημένες /εξορυκτικές (Δυτική Αφρική). H «άνεργη ανάπτυξη» αρχίζει να παράγει αποτελέσματα στην πρώτη κατηγορία, χρονίζει στη δεύτερη και είναι το απόλυτο φαινόμενο στην τρίτη. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μια τέταρτη κατηγορία μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση, με βασικό χαρακτηριστικό την εξαγωγή προσφύγων και μεταναστευτικής εργασίας. Σε κάθε περίπτωση δε μπορούμε πλέον να βασιστούμε σε μια μοναδική παραδειγματική κοινωνία ή τάξη για να εντοπίσουμε τους κρίσιμους παράγοντες της ιστορικής εξέλιξης. Αλόγιστες γενικεύσεις, όπως «το πλήθος» ως ιστορικό υποκείμενο, απλά δραματοποιούν τη φτώχεια της εμπειρικής έρευνας. Ο σύγχρονος μαρξισμός πρέπει να είναι σε θέση να «διαβάσει» το μέλλον από τις παράλληλες οπτικές του Σενζεν, του Λος Άτζελες και του Λάγος αν θέλει να λύσει το γρίφο του πώς ετερόδοξες κοινωνικές κατηγορίες ενδέχεται να λειτουργήσουν μαζί προβάλλοντας κοινή αντίσταση στον καπιταλισμό.
Το job description του Προλεταριάτου
Ακόμη και οι πιο πρωτόλειες εργασίες είναι αποθαρρυντικές. Για αρχή, μια νέα θεωρία της επανάστασης, έχει αναφορά στις αρχές της παλιάς μιας και εκκινεί με τον ορισμό της «προλεταριακής βούλησης» στην κλασική σοσιαλιστική σκέψη. Συνοψίζοντας τη γενική ιδέα, η Ellen Wood ορίζει την βούληση ως την «κατοχή της στρατηγικής δύναμης και τη δυνατότητα για συλλογική δράση που εδράζεται στις ειδικές συνθήκες της υλικής ζωής». <όνο που δεν υπάρχει κάποιο κανονιστικό κείμενο που να καταγράφει την ώριμη άποψη του Μάρξ ή (που) να συνδέει την ταξική δυνατότητα με τις κατηγορίες του Κεφαλαίου. 12 Όπως σημειώνει με στενοχώρια και ο Λούκατς:
“Η κεντρική εργασία του Μαρξ διακόπηκε καθώς ο ίδιος ήταν έτοιμος να ασχοληθεί με τον ορισμό της τάξης [κεφ. 52 του Κεφαλαίου]. Αυτή η παράλειψή του επρόκειτο να έχει σοβαρές επιπτώσεις και στη θεωρία και στην πρακτική του προλεταριάτου. Γιατί σε αυτό το σημαντικό σημείο, αυτό που αργότερα επρόκειτο να εξελιχθεί σε κίνημα, πιέστηκε να βασιστεί για τον καθορισμό του στην αντιπαραβολή των εκάστοτε λεχθέντων και συζητήσεων των Μαρξ και Ένγκελς και στην αυτόνομη θεώρηση και εφαρμογή της μεθόδου που εκείνοι υπέδειξαν”. 13
Από τότε που ο Λούκατς προσπάθησε να διορθώσει αυτή την «παράλειψη» στην Ιστορία και Ταξική Συνείδηση (1923), ένας θησαυρός από αδημοσίευτα έργα και προσχέδια του Μαρξ ανακαλύφθηκε, μεταφράστηκε και αναλύθηκε αλλά το πρόγραμμα των μεγάλων θεματικών– τάξη, ιστορική συνέργεια, κράτος, μέθοδοι παραγωγής, κ.ο.κ – προϋποθέτει προσεκτική εκμετάλλευση τριών πολύ διαφορετικών πηγών: καθαρών φιλοσοφικών θέσεων, ως επί το πλείστο πριν το 1850∙ πολιτικό- στρατιωτικά συμπεράσματα που εξήχθησαν από μερικώς εμπειρικές αναλύσεις∙ και σπαράγματα από αναφορές στα Grundrisse και το Κεφάλαιο, που επεκτείνουν και τροποποιούν προγενέστερες ιδέες.
Μολοταύτα, μια τέτοια αναδόμηση διάσπαρτων πηγών, όσο τεκμηριωμένες και αξιόπιστες κι αν είναι, δε θα πρέπει να θεωρούνται ως ο «αληθινός Μαρξ». Είναι απλώς ένας πιθανός Μαρξ. Ο Μαρσέλο Μούστο είναι της άποψης ότι η αποτυχία του Μαρξ να ανανεώσει και να συστηματοποιήσει τις ιδέες του δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα ασθένειας και συνεχούς ανανέωσης του Κεφαλαίου, αλλά αναπόφευκτο δείγμα της «εγγενούς απέχθειάς του» προς τη σχηματοποίηση. «Το ακατάσβεστο πάθος του για γνώση, δεν άλλαξε με την πάροδο του χρόνου και τον οδήγησε ξανά και ξανά σε νέες μελέτες∙ και, τελικά, η επίγνωση της δυσκολίας που απέκτησε στα ύστερα χρόνια, του περιορισμού, δηλαδή, της περιπλοκότητας της ιστορίας εντός ενός θεωρητικού σχήματος. Όλα αυτά κατέστησαν το ατελές των έργων του τον πιο πιστό του σύντροφο». 14
Έχοντας αυτά κατά νου, η παρούσα μελέτη δεν προσποιείται ότι θα γίνει μια εναργής εξάσκηση στην Μαρξολογία· αντ’ αυτού, θα αποπειραθώ μια ευρεία χρήση της θεώρησης του Λούκατς, προκειμένου να καταδείξω μια ιστορική κοινωνιολογία συμβατή με τον ιδεότυπο της επαναστατικής εργατικής τάξης στα χρόνια της πρώτης και της δεύτερης Διεθνούς. Θα αποπειραθώ να συνθέσω αντιθετικές απόψεις σχετικά με τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης των εργοστασίων, όπως πραγματικά εκφράστηκαν από το Μαρξ και τον Ένγκελς, τους διαδόχους τους στη Δεύτερη Διεθνή και τη σχολή του Λούκατς, ή όπως ενδεχομένως θα μπορούσαν να έχουν εκφραστεί υπό το φως της σύγχρονής αντίληψης μας για την εργατική ιστορία κατά το 19ο και τις αρχές του 20ου αι. Το αποτέλεσμα, διανθισμένο με πολλά παραδείγματα, καταδεικνύει σαφώς την παραδοσιακή εργατική τάξη ως το νεκροθάφτη του καπιταλισμού. Φανταστείτε, αν θέλετε, να ερωτάται το προλεταριάτο από το Παγκόσμιο Πνεύμα για μια σύνοψη των προσόντων του για τη δουλειά του Παγκόσμιου Χειραφετητή. 16
Μια τέτοια απαρίθμηση αποδιδόμενων ικανοτήτων, που αρχίζει με τη δυνατότητα των εργατών να συνειδητοποιήσουν τους εαυτούς τους ως τάξη, είναι μια κατασκευή που έχει συγκροτηθεί για συγκριτικούς σκοπούς και δε διεκδικεί κάποιο θεωρητικό συμπέρασμα ή θεωρητική συνοχή. Ωστόσο, υποθέτει μαζί με το Μάρξ, ότι το σύνολο αυτών των ικανοτήτων συνιστά μια πραγματική ικανότητα για χειραφέτηση και επανάσταση. Εδώ υπάρχουν αρκετές αντιρρήσεις. Επικεντρωνόμενοι στους πόρους της αυτοοργάνωσης και της δράσης, καθώς και στα συμφέροντα που τις κινητοποιούν όπως και στα ιστορικά καθήκοντα που τις απαιτούν, θέτω στην άκρη φιλοσοφικές συζητήσεις σχετικά με την κοινωνική οντολογία και συνείδηση, καθώς και τις πρόσφατες αντιστίξεις μεταξύ δομής και δράσης, μεταξύ των θεωρητικών κοινωνιολόγων και των ιστορικών (τις οποίες ο Αλεξ Καλλίνικος ανέλυσε τόσο δυναμικά στο Making History). 17
Το πρώτο ζήτημα με το οποίο καταπιάνομαι είναι το πώς οι τάξεις, μέσω συγκρούσεων που διαμορφώθηκαν στρατηγικά από καθεστώτα συσσώρευσης, δημιουργούν τελικά η μία την άλλη και επηρεάζουν η μία τις σχετικές δυνατότητες και την αυτοσυνείδηση της άλλης. Ένα γνωστό και δημοφιλές παράδειγμα είναι το δέκατο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, όπου ο Μαρξ διηγείται πώς μια νίκη των Άγγλων εργατών με την οποία επέβαλλαν την νομοθέτηση του δεκαώρου ως ημερήσια εργασία, απαντήθηκε από την επένδυση των εργοδοτών σε μια νέα γενιά μηχανημάτων που εντατικοποίησαν την εργασία. (Η σημαντική θεωρητική εργασία Operai e Capitale, [1966] του εργατιστή Mario Tronti, ανέπτυξε από το παράδειγμα που αναφέρθηκε μια ισοπεδωτική θεωρία για την πάλη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ως μια διαλεκτική της «ταξικής σύνθεσης και ανασύνθεσης»). 18
Η δεύτερη διάσταση αφορά την ανισόμερη και στιγματισμένη από την οικονομική κρίση εκδίπλωση της συσσώρευσης κεφαλαίου, με την πάροδο του χρόνου: η μεταβαλλόμενη οικονομική τοπογραφία της ταξικής πάλης. Ο Μαρξ είδε στο σπιράλ του οικονομικού κύκλου το περιοδικό άνοιγμα και κλείσιμο των ευκαιριών για την προέλαση της εργατικής τάξης: για παράδειγμα, η άνθιση την δεκαετία του ‘50 μετρίασε την ταξική σύγκρουση στη Βρετανία, ενώ η οικονομική κρίση του ’70 αναζωπύρωσε την ταξική πάλη σε διεθνή κλίμακα. 19 Το Κεφάλαιο έδωσε στις «αντικειμενικές συνθήκες» ένα νέο και πιο ισχυρό νόημα ως αν να είναι η θεωρία της κρίσης. (Ωστόσο, έως τον Λένιν, οι Μαρξιστές δε θα αποπειραθούν να θεωρητικοποιήσουν τον πόλεμο ως μια συγκρίσιμη ή, πιο εμφατικά, ως αναγκαστική εστία δομικής αλλαγής). 20
Τρίτον, η ιδιότητα, στη δική μου οπτική, αποτελεί μια δυνατότητα που μπορεί να αναπτυχθεί στην κατεύθυνση της συνειδητής και συνεπούς δράσης, όχι μια κληρονομημένη διάθεση που προκύπτει αυτόματα και αναπόδραστα από τις κοινωνικές συνθήκες. Έτσι, στην περίπτωση του προλεταριάτου, η ιδιότητα δεν είναι συνώνυμη του χαρίσματος, όπως είναι η δυνατότητα που έχει να προσλαμβάνει και να απολύει ένας καπιταλιστής λόγω της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Επιπλέον, οι συνθήκες που στηρίζουν την ιδιότητα ενδέχεται να είναι δομικές ή συγκυριακές. Οι δομικές προκύπτουν από τη θέση του προλεταριάτου στη διαδικασία της παραγωγής : ένα παράδειγμα είναι η δυνατότητα μαζικών οργανωμένων απεργιών που σταματούν την παραγωγή σε ολόκληρες πόλεις, βιομηχανίες, ακόμη και χώρες. Οι δεύτερες είναι ιστορικά συγκεκριμένες και τελικά εφήμερες. Έτσι, ως παράδειγμα, μπορεί να αναφερθεί η πεισματική διατήρηση του ανεπίσημου ελέγχου πάνω στη εργασιακή διαδικασία από τους βιομηχανικούς εργάτες και τους εργάτες ναυπηγείων κατά την ύστερη βικτωριανή εποχή. Οι συγκυριακές αυτές συνθήκες μπορεί επίσης να υποδηλώνουν την διατομή μη συγχρονισμένων ιστοριών, όπως είναι π.χ. η επιμονή του πολιτικού ολοκληρωτισμού τη μέση περίοδο της βιομηχανοποίησης, που οδήγησε την Ευρώπη στην σημαντική χρονική σύμπτωση των αγώνων των σουφραζετών και των βιομηχανικών συγκρούσεων –κάτι που ωστόσο δεν έγινε π.χ. στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών και σε άλλες αποικίες λευκών.
Παρά το γεγονός ότι «οι δομές ενισχύουν τους δρώντες διαφορετικά», είναι εύκολο να μπει κανείς σε πειρασμό να εφαρμόσει το δεύτερο νόμο του Νεύτωνα στην ιστορία, μιας και οι δομικές συνθήκες συχνά παράγουν τάσεις και αντίρροπες τάσεις την ίδια στιγμή. «Η μορφή του εργοστασίου», για παράδειγμα, «ενσωματώνει και ως εκ τούτου διδάσκει την καπιταλιστική αντίληψη για τις σχέσεις ιδιοκτησίας». 21 Ωστόσο, όπως καταδεικνύει και ο Μαρξ, (τα εργοστάσια) μπορούν επίσης να διδάξουν τον υποχρεωτικό κοινωνικό και συλλογικό χαρακτήρα της παραγωγής και με αυτό τον τρόπο να υποσκάψουν την καπιταλιστική σύλληψη της προσωπικής ιδιοκτησίας. Αντιστοίχως στο Κεφάλαιο, η αυξανόμενη οργανική σύνθεση της παραγωγής (η ένταση του κεφαλαίου) αντισταθμίζεται ακαθόριστα σε αξία από τη μείωση τιμών των κεφαλαιουχικών αγαθών. Αντιστοίχως, οι πόροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εναλλακτικούς, ακόμη και εντελώς αντίθετους σκοπούς από αυτούς για τους οποίους προορίζονταν. Με αυτήν την έννοια, η δίψα για τεχνική και επιστημονική γνώση αποτελεί μια προϋπόθεση για τον έλεγχο της παραγωγής από τους εργαζόμενους -αλλά ταυτόχρονα υπηρετεί και τις φιλοδοξίες μιας αριστοκρατίας της εργασίας- που ελπίζουν πως μια μέρα θα γίνουν διευθυντές ή ιδιοκτήτες. Αντίστοιχα, η αυτοοργανωμένη προλεταριακή αστική κοινωνία μπορεί να ενδυναμώσει την ταξική ταυτότητα είτε με μια εξαρτημένη, κορπορατιστική έννοια, ως μια υποκουλτούρα σε τροχιά γύρω από τους θεσμούς των αστών, είτε υπό μια ηγεμονική έννοια αναμονής, ως μια ανταγωνιστική αντικουλτούρα.
Τελικά, το «κλασσικό προλεταριάτο» ερμηνεύεται ως οι εργατικές τάξεις της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης από το 1848 έως το 1921. Τα χρονικά σημεία προσδιορισμού του είναι η σοσιαλιστική επανάσταση του Ιουνίου του 1848 στο Παρίσι (το ντεμπούτο) και η επονομαζόμενη Πορεία Δράσης του 1921 στη Σαξονία (το φινάλε). Η πρώτη εγκαινίασε την εποχή της μετααστικής επανάστασης. Η δεύτερη έβαλε τέλος στην ευρωπαϊκή επανάσταση από το 1917 έως το 1921. Με τη γερμανική επανάσταση ηττημένη, ο Μαρξισμός της Κομιντέρν στράφηκε προς ιστορικά υποκείμενα – αντιαποικιακά κινήματα, «παρένθετους» προλετάριους, χωρικούς, άνεργους, Μουσουλμάνους, ακόμη και Αμερικανούς αγρότες – που δεν εντάσσονταν στο θεωρητικό όραμα του Μαρξ και του Ένγκελς. 22
Αλυσίδες και Ανάγκες
1 Το μοντέρνο προλεταριάτο, με τα λόγια της Εισαγωγής του 1843, έχει «ριζοσπαστικές αλυσίδες». Η χειραφέτησή του απαιτεί την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την τελική εξαφάνιση των τάξεων.
Σε αντίθεση με τον εξαφανισμένο τεχνίτη, ο φτωχός χωρικός ή ο σκλάβος και ο βιομηχανικός εργάτης δεν κοιτάνε στο παρελθόν με τη νοσταλγία του Τζέφερσον ή του Προυντόν για την ουτοπική αναβίωση της μικρής παραγωγής, της φυσικής οικονομίας και του εγελειανού ανταγωνισμού. «Το ανθρώπινο ένστικτο για τον έλεγχο του εαυτού και του άμεσου περιβάλλοντός του, που για προηγούμενες τάξεις σήμαινε κατά βάση έναν αγώνα για την τελειοποίηση του ιδιωτικού ελέγχου των μέσων για την προσωπική επιβίωση και τη δημιουργία πλούτου, για το προλεταριάτο μετατράπηκε σε επιθυμία για συλλογικό έλεγχο και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής». 23 Οι προλετάριοι αποδέχθηκαν ότι η σφαγή της μικρής ιδιοκτησίας από το κεφάλαιο είναι αναπόφευκτη και ότι η οικονομική δημοκρατία πρέπει να χτιστεί πάνω στην κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας, παρά στην βιομηχανία ευρείας κλίμακας καθαυτή. Μόνος ανάμεσα σε όλους τους υποτελείς και παραγωγούς υπό εκμετάλλευση, ο προλετάριος δεν μπορεί να ποντάρει στη διατήρηση της ιδιωτικής περιουσίας των μέσων παραγωγής ή στη συνέχιση της οικονομικής ανισότητας.
Ωστόσο, είναι κομβικής σημασίας να διακρίνουμε μεταξύ των αλυσίδων που φορούσε το «φιλοσοφικό προλεταριάτο» του Μαρξ στα γραπτά του 1843-45 και σε αυτές που έσπασαν οι εργάτες στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Οι πρώτοι ορίζονταν από την πλήρη ένδεια, εκμετάλλευση και απομόνωση: «μια τάξη μιας αστικής κοινωνίας η οποία δεν θέλει να είναι τάξη της αστικής κοινωνίας, μια κοινωνική θέση που θέλει τη διάλυση όλων των κοινωνικών θέσεων, μια σφαίρα που έχει παγκόσμιο χαρακτήρα αφού τα βάσανά της είναι παγκόσμια». Η ύπαρξη του, σύμφωνα με το νεαρό Μαρξ, δεν ήταν μόνο μια «άρνηση» της ανθρωπότητας αλλά μια κατάσταση της οποίας η άρνηση απαιτούσε μια «ριζοσπαστική επανάσταση, «την ανατροπή της «έως τότε υφιστάμενης παγκόσμιας τάξης». 25
Στο Κεφάλαιο, από την άλλη πλευρά, η δομική θέση γίνεται πιο σημαντική ως υπαρξιακός όρος στην ερμηνεία της ουσίας του προλεταριάτου. Ο Μαρξ καταθέτει ότι η φτώχεια των προλετάριων, αν και πιο ήπια από ό,τι παλαιότερα στην ύπαιθρο που πέθαιναν από την πείνα, είναι ωστόσο πιο ριζοσπαστική στη φύση της, καθώς τους ξεσηκώνει από το ρόλο τους ως παραγωγούς ενός πλούτου χωρίς προηγούμενο. Στη Βρετανία, η βιομηχανική επανάσταση είχε δημιουργήσει μια κοινωνία «στην οποία η φτώχεια είναι σύμφυτη και με τέτοια συχνή εμφάνιση, όση και ο πλούτος», ενώ στη Γερμανία το προλεταριάτο που εμφανίστηκε ήταν «όχι οι φυσικά φτωχοί, αλλά αυτοί που με τεχνητά μέσα φτωχοποιήθηκαν». 26 Αν η φτώχεια, όπως ισχυρίστηκε ο Andre Gorz, είναι η «φυσική βάση» για την πάλη προς το σοσιαλισμό, είναι αυτή η «αφύσικη φτώχεια», που αυξάνεται σε συνάφεια με τις παραγωγικές δυνάμεις της συλλογικής εργασίας. 27
Ο Μαρξ κάνει επίσης μια σημαντική διάκριση μεταξύ της εργατικής δύναμης των εργοστασίων και αυτή των υπολοίπων εργατών. Οι «επίσημες σχέσεις παραγωγής», (κεφάλαιο και εργατική τάξη) προκύπτουν από την απαλλοτρίωση των μικρών παραγωγών, με το αγροτικό και εμπορικό κεφάλαιο να διαμορφώνει το ευρύ φάσμα μιας εργατικής τάξης χωρίς ιδιοκτησία. Επιπλέον, το «σύστημα της μισθωτής εργασίας» μας θυμίζει ο David Montgomery, «ιστορικά δεν έχει συνεκτιμηθεί στη βιομηχανική κοινωνία». 28 Στη Βρετανία της μέσης Βικτωριανής περιόδου, για παράδειγμα, οι οικιακοί υπηρέτες αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ομάδα εργαζομένων επι πληρωμή και η χειρωνακτική εργασία συνέχιζε να ανθίζει μαζί με τα εργοστασιακά συμπλέγματα. Η Μεγάλη Έκθεση του 1851 δόξασε την εποχή της δύναμης του ατμού αλλά οι τριακόσιες χιλιάδες υαλοπίνακες που κάλυπταν το Crystal Palace ήταν χειροποίητοι. 29
Αντίθετα, οι κοινωνικό – τεχνικές σχέσεις παραγωγής διακρίνουν το εργοστασιακό προλεταριάτο, τον κολλεκτιβοποιημένο πυρήνα της σύγχρονης εργατικής τάξης, σύμφωνα με το Μαρξ. Και αυτό γιατί για να μπορέσει το εργατικό κίνημα να λάβει μια παγκόσμια μορφή, που συμπεριελάμβανε όλες τις μορφές μισθωτής εργασίας, έπρεπε να συγκεντρώσει δύναμη, πρωτίστως και πάνω από όλα, στους προηγμένους βιομηχανικούς τομείς: υφάσματα, σίδηρο και χάλυβα, κάρβουνο, κατασκευή πλοίων, σιδηρόδρομοι, και ούτω καθεξής. Μόνο αυτοί οι προλετάριοι, σύμφωνα με το Μανιφέστο, διέθεταν, «ιστορικό κίνητρο». 31
2 Η βασική θέση για το σχέδιο του προλεταριάτου είναι πως το βασίλειο της ελευθερίας είναι σύμφυτο στην ίδια την προηγμένη βιομηχανική οικονομία. Για να επιτευχθεί ο βασικός στόχος του σοσιαλισμού – η μεταμόρφωση της επιπλέον εργασίας σε ισότιμα διανεμόμενο ελεύθερο χρόνο – οι ριζοσπαστικές αλυσίδες πρέπει να μεταφραστούν σε ριζοσπαστικές ανάγκες.
Οι επαναστάσεις των φτωχών σε καθυστερημένες οικονομικά χώρες μπορεί να στοχεύουν τα άστρα, αλλά μόνο η εργατική τάξη σε προηγμένες χώρες μπορεί πραγματικά να ορίσει το μέλλον. Η εμπλοκή της επιστήμης στην παραγωγή, επιβεβλημένη από τον ανταγωνισμό των καπιταλισμών και τον ακτιβισμό της εργατικής τάξης, μειώνει την αναγκαιότητα (αν όχι την την πραγματικότητα) του μόχθου που αποξενώνει. Ήδη στην Ένδεια της Φιλοσοφίας (1847) ο Μαρξ είχε υποστηρίξει πως «η οργάνωση των επαναστατικών στοιχείων ως μίας τάξης προϋποθέτει την ύπαρξη όλων των παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες θα μπορούσαν να γεννηθούν στον κόρφο της παλαιάς κοινωνίας». 32 Μια δεκαετία αργότερα, στα Grundrisse, είχε προβλέψει ότι «στο βαθμό που μια μεγάλη βιομηχανία αναπτύσσεται, η δημιουργία αληθινού πλούτου εξαρτάται λιγότερο από τις ώρες εργασίας και τον αριθμό των εργατών» και περισσότερο «στη γενική πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας και των εφαρμογών αυτών των δύο στην παραγωγή». Σε αυτό το σημείο «η υπερεργασία της μάζας έχει πάψει να είναι η προϋπόθεση για την ανάπτυξη γενικού πλούτου, όπως και η μη – εργασία των λίγων, για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρωπίνου εγκεφάλου». Κατόπιν, θα είναι υλικά εφικτό και ιστορικά απαραίτητο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να συγκροτήσουν την υπερεργασία τους ως ελεύθερο χρόνο για την «καλλιτεχνική, επιστημονική κ.ο.κ. ανάπτυξη των ατόμων… έτσι η μέτρηση του πλούτου δεν θα μετριέται ως ώρες που εργάστηκε κανείς αλλά ως ελεύθερος χρόνος». 33
Μια τέτοια αλλαγή όμως δε μπορεί ποτέ να προκύψει αν ο στόχος πλαισιώνεται απλώς ως αναδιανεμητική δικαιοσύνη, ισότητα εισοδήματος ή διαμοιρασμός της ευμάρειας. Αποτελούν τις προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό αλλά όχι την ουσία του. Μάλλον ο νέος κόσμος θα όριζε εαυτόν από την ικανοποίηση των «ριζοσπαστικών αναγκών» που δημιουργήθηκαν από τον αγώνα για τον ίδιο το σοσιαλισμό και κάτι τέτοιο είναι ασύμβατο με την αποξένωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. «Συμπεριλαμβάνουν την ανάγκη για κοινότητα, για ανθρώπινες σχέσεις, για την εργασία ως σκοπό (η πρωταρχική ανάγκη της ζωής), για παγκοσμιότητα, για ελεύθερο χρόνο, για ελεύθερη δραστηριότητα και για την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Αυτές είναι οι ποιοτικές ανάγκες – σε αντιδιαστολή με τις ανάγκες για υλικά αγαθά που μειώνονται σχετικά σε μια κοινωνία συνεταιρισμένων παραγωγών (και καθώς η ανάγκη για «κατοχή» εξαφανίζεται)». Δεν είναι η ανάπτυξη της κατανάλωσης ή η καπιταλιστική «αφθονία» που δημιουργεί ριζοσπαστικές ανάγκες για ελεύθερο χρόνο και απελευθερωμένη εργασία, αλλά μάλλον οι αντίστοιχες αξίες και τα όνειρα που ενσωματώνονται στα ριζοσπαστικά μαζικά κινήματα. Για να ριζώσουν μέσα στην καθημερινή ζωή τέτοιες ανάγκες πρέπει να είναι προεικονιστικές, πάνω από όλα σε σοσιαλιστικές συμπεριφορές σχετικά με τη φιλία, τη σεξουαλικότητα, τους ρόλους των φύλων, τη χειραφέτηση της γυναίκας, τον εθνικισμό, το φυλετικό και εθνικό φανατισμό και τη φροντίδα των παιδιών. Η γνωστή απέχθεια του Μαρξ και του Ένγκελς για τα ουτοπικά πλάνα και τις μελλοντολογικές εικασίες καταδείκνυε την επιστημονική τους προσήλωση, η οποία όμως δεν είχε ως σκοπό να περιορίσει την σοσιαλιστική φαντασία αλλά ούτε και να αποθαρρύνει τη διεύρυνση εναλλακτικών θεσμών που ποίκιλαν από εργατικά κολλέγια έως συνεταιρισμούς καταναλωτών, από ορειβατικές ομάδες έως δωρεάν κλινικές ψυχανάλυσης. Θεσμοί μέσα από τους οποίους το εργατικό κίνημα βρήκε απάντηση σε υφιστάμενες ανάγκες αλλά και οραματίστηκε νέες. 36
3 Το προλεταριάτο έχει ως θεμελιώδες συμφέρον την ανάπτυξη των δυνάμεων της παραγωγής στο βαθμό που αυτό θα σημαίνει λιγότερο μόχθο, περισσότερο ελεύθερο χρόνο και εγγυημένη οικονομική ασφάλεια. Όμως ένας ενάρετος κύκλος από – αλλοτρίωσης και ένα αυξανόμενο συγκριτικά επίπεδο ζωής ενέχει ένα υλικό θεμέλιο αφθονίας. Σε μια κατάσταση μεταβατικής σπάνης, η δομική βία θα μπορούσε ακόμη να ενυπάρχει στις οικονομικές σχέσεις. Να γιατί ο Μαρξ ονόμασε το στάδιο μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού «δικτατορία του προλεταριάτου».
Πάνω στις βάσεις της σύγχρονης τεχνολογίας και εντός μιας ένωσης προηγμένων κρατών, μια κυβέρνηση εργατών θα μπορούσε να συντηρήσει την οικονομική ανάπτυξη ενώ ταυτόχρονα θα επέφερε δραματικές βελτιώσεις στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων και πάνω από όλα στη μείωση του ωραρίου εργασίας. Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα συμμετείχαν στη λήψη μικρών αλλά και μεγαλύτερων αποφάσεων αναφορικά με τις επενδύσεις, τους στόχους παραγωγής και την ένταση εργασίας θα υπήρχε θεωρητικά και μεγάλο κίνητρο για συνεχείς τεχνολογικές καινοτομίες, προκειμένου να γίνουν τα μηχανήματα οι σκλάβοι των εργαζόμενων και όχι το αντίστροφο. 37
Σε ποιο σημείο οικονομικής ανάπτυξης θα μπορούσε μια κοινωνία να είναι ώριμη για το σοσιαλισμό; Στα 1870, και παρά την εντυπωσιακή βιομηχανική πρόοδο στη Βόρεια Αμερική, τη Γερμανία και τη Γαλλία, ο Μάρξ έκρινε ότι μόνο η Αγγλία διέθετε «τις υλικές συνθήκες για την καταστροφή της γαιοκτησίας και του καπιταλισμού». 38 Ωστόσο, το ίδιο διάστημα, εξακολούθησε να συλλαμβάνει την επανάσταση ως ένα παγκόσμιο, ή τουλάχιστον πολυεθνικό φαινόμενο. Ο Λένιν, από την άλλη πλευρά, ήταν πολύ πιο εμφατικός για τον υποχρεωτικά «ευρωπαϊκό» χαρακτήρα μιας σοσιαλιστικής νίκης, με μια γερμανική επανάσταση να θεωρεία ως προϋπόθεση. Μόνο μετά το θάνατό του αρχές του 1924, ο οποίος συνέπεσε με το Σχέδιο Dawes που σταθεροποίησε την αστική Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αναγκάστηκαν οι μπολσεβίκοι να αντιμετωπίσουν το μέλλον τους χωρίς να ελπίζουν σε μια επανάσταση στη Δύση η οποία θα λειτουργούσε ως «από μηχανής θεός».
Όπως ο Λένιν και άλλοι, είτε υποστηρικτές, είτε επικριτές είχαν ήδη προβλέψει πως μια εργατική κυβέρνηση σε μια υπανάπτυκτη χώρα με μεγάλο αγροτικό πληθυσμό, με αγροτική παραγωγή χωρίς μηχανήματα και χαμηλής αξίας εξαγωγές θα αντιμετώπιζε τεράστιες δυσκολίες στη δημιουργία εγχώριων βιομηχανικών επενδύσεων, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις υποδομές και πάγιο κεφάλαιο, χωρίς να αναγκάσει την επαρχία να αποδώσει όλο της το πλεόνασμα ως φόρο σε σύγχρονους τομείς. Προτού λοιπόν βρεθεί σε θέση να γίνει ο παγκόσμιος χειραφετητής, η εργατική τάξη, μια μικρή αλλά οργανωμένη μειονότητα σε τέτοιες κοινωνίες, θα έπρεπε να δράσει σε συνέργεια με την αστική τάξη ως συλλογικός κατασχέτης ή εκμεταλλευτής. Αυτό θα έβαζε σε κίνδυνο το ισοδύναμο μιας αγροτικής γενικής απεργίας καθώς οι πλουσιότεροι χωρικοί, οι πιο αποτελεσματικοί παραγωγοί δηλαδή, θα έχαναν κάθε κίνητρο να συντηρήσουν την παραγωγή τους, θα άρχιζαν να συγκεντρώνουν τρόφιμα για πώληση μέσω της μαύρης αγοράς – ακριβώς ότι είχε γίνει κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και πάλι με το τέλος της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ). Το κράτος απαντώντας θα έπρεπε είτε να υποχωρήσει (η «δεξιόστροφη» πολιτική του Bukharin), ή να καταφύγει σε ωμό καταναγκασμό (η πολιτική του Λένιν στα 1918-19 και του Στάλιν από το τέλος του 1920).
«Η πρωτόγονη σοσιαλιστική συγκέντρωση», όπως τη χαρακτήρισε ο Yevgeni Preobrazhensky στα 1925, ήταν μια ανάγκη αλλά και μια τραγωδία για την προλεταριακή διακυβέρνηση σε μια υπανάπτυκτη οικονομία. Οι εναλλακτικές πολιτικές όμως όπως η ΝΕΠ ενείχαν τον κίνδυνο αναβίωσης των καπιταλιστικών σχέσεων διαχείρισης γης και περιουσίας και, όπως υποστήριξαν πολλοί, μια αγροτική μπουρζουαζία που θα μπορούσε ρισκάρει και να κόψει τους «δεσμούς μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου». 39 Ο μόνος τρόπος να κοπεί αυτός ο γόρδιος δεσμός ήταν επενδύσεις από το εξωτερικό και τεχνική βοήθεια από πιο προηγμένες σοσιαλιστικές χώρες, επομένως στην επιστροφή της θεωρίας της επανάστασης ως πλήρους κύκλου, στην προοπτική δηλαδή ενός σοσιαλιστικού ρήγματος στην καρδιά της βιομηχανοποιημένης Ευρώπης, δυτικά του Έλβα.
4 Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, ο οποίος δεν αξιοποιεί ή καταπιέζει τη συνεταιριστική σκέψη στην εργατική διαδικασία, η προλεταριακή ικανότητα για αυτοοργάνωση και δημιουργική συνεργασία θα αποτελούσε μια σημαντική δύναμη παραγωγής σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Το ελευθέρως συνετερίζεσθαι, με παγκόσμια ανατροφοδότηση, θα οδηγούσε στην ανάπτυξη της κοινωνίας.
Στα σκόρπια σχόλιά του για τις υλικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού, ο Μαρξ απέτυχε να κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων per se και τη δημιουργία αντίστοιχων κοινωνικών ικανοτήτων για οικονομική συνεργασία και σχεδιασμό. Η τελευταίο έννοια περιλαμβάνει, από τη μια πλευρά, θεσμούς οικονομικής δημοκρατίας και έλεγχο από την πλευρά των εργατών και από την άλλη τεχνολογίες που επεξεργάζονται οικονομικά δεδομένα σε μαζική κλίμακα σε πραγματικό χρόνο και τα παρουσιάζουν με μορφή που να επιτρέπει μαζική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Έτσι μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η απαιτούμενη πληροφορική για δημοκρατικό σχεδιασμό μόλις πρόσφατα έγινε εφικτή με τη μορφή πληροφοριακών συστημάτων υπολογιστών, ανασχεδιασμών επιχειρηματικών διαδικασιών, διαχειριστικών πινάκων ελέγχου, smartphones, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων, τα συνεργατικά κοινά, την ομότιμη παραγωγή κ.ο.κ. Αντιστοίχως, οι πλατφόρμες παρατήρησης και τα επιστημονικά παραδείγματα για την κατανόηση των γεωπεριβαλλοντικών επιπτώσεων της οικονομίας (ιδιαίτερα αναφορικά με τον άνθρακα και τις τροφικές αλυσίδες) κάνουν το σχεδιασμό εφικτό επίσης μπήκαν πολύ πρόσφατα σε εφαρμογή.
5 Το σύστημα των εργοστασίων οργανώνει την εργατική δύναμη σα μια συγχρονισμένη συλλογικότητα η οποία μέσω του αγώνα και της συνειδητής οργάνωσης μπορεί να γίνει μια κοινότητα αλληλεγγύης. «Ως σχολεία του πολέμου», είπε ο Ένγκελς, «τα συνδικάτα των εργαζόμενων είναι ανυπέρβολητα». 40
Στο έργο του Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη είναι γνωστό ότι ο Μαρξ συνέκρινε την οπισθοδρομική πορεία των Γάλλων χωρικών με «ένα σακί πατάτες». «Ο τρόπος παραγωγής τους» έγραψε, «απομονώνει τον ένα από τον άλλο, αντί να τους συνδέει για σύνθετες αλληλεπιδράσεις». 41 Ως αποτέλεσμα αυτού, προσθέτει ο Χομπσμπάουμ, η αυτοσυνείδηση των αγροτών τείνει να είναι εντελώς τοπική ή να συνίσταται σε μια αφηρημένη αντίθεση προς την πόλη, συχνά με τη γλώσσα κάποιας χιλιαστικής θρησκείας. «Η ενότητα της οργανωμένης δράσης τους είναι είτε η ενορία, είτε το σύμπαν. Δεν υπάρχει κάτι άλλο ενδιάμεσα». 42 Το βιομηχανικό προλεταριάτο (στο οποίο ο Μαρξ συμπεριελάμβανε εργάτες στα εργοστάσια, χτίστες, μεταλλωρύχους, εργάτες στην καπιταλιστική αγροτική παραγωγή και εργάτες στις μεταφορές) από την άλλη πλευρά, υφίσταται μόνο εν τη ενώσει, ως οργανικές συλλογικότητες μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Ο Γάλλος σοσιαλιστής Constantin Pecqueur, στο βιβλίο του το 1839 για τον επαναστατικό χαρακτήρα της εποχής του ατμού, είχε ήδη εκθειάσει το εργοστάσιο για την «προοδευτική κοινωνικοποίηση» της εργατικής δύναμης και για τη δημιουργία μιας «προλεταριακής δημόσιας ζωής». 43
Η αμοιβαιότητα, όπως σημειώθηκε και νωρίτερα, δε κατακτιέται απευθείας και η ταξική συνείδηση, όπως μας θύμισε ο David Montgomery, «είναι πάντα ένα ζητούμενο». Οι εργάτες στους νέους βιομηχανικούς τομείς ή στα εργοστάσια είναι καταρχάς εξατομικευμένοι, μια ανταγωνιστική κατάσταση την οποία οι καπιταλιστές προσπαθούν να επιτείνουν μέσω διακρίσεων, αμοιβών κατ’ αποκοπή και εθνικές διακρίσεις στο εργατικό δυναμικό. 44 Οι πιο βασικές μορφές αλληλεγγύης πρέπει να δημιουργούνται συνειδητά, αρχίζοντας με τις ανεπίσημες ομάδες εργασίας, που ορίζονται από κοινά καθήκοντα ή ικανότητες και που αποτελούν τις «οικογένειες» έξω από το πλάνο που η κοινωνία έχει χτίσει. Η σφυρηλάτηση δεσμών κοινού συμφέροντος μεταξύ εργατικών ομάδων και τμημάτων ήταν μια απαιτητική, υπομονετική εργασία που απαίτησε διαπραγματεύσεις, επιμόρφωση και διάλογο: οι θεσμικοί και ταξικοί ηγέτες που το ανέλαβαν διακινδύνευσαν να μπουν σε μαύρες λίστες, να φυλακιστούν ή να σκοτωθούν. 45 Ωστόσο, τα πρώτα βήματα προς μια συμπεριληπτική οργάνωση είχαν γενικά έναν αμυντικό χαρακτήρα: να διαμαρτυρηθούν, για παράδειγμα, για μια μείωση στους μισθούς, για την εισαγωγή στην παραγωγή κάποιου επικίνδυνου μηχανήματος ή για κάποια άλλη εξόφθαλμη αδικία. Αλλά όπως ο Μαρξ εμφατικά επισημαίνει στην Αθλιότητα της φιλοσοφίας το συνδικάτο, (ή σε κάποιες άλλες περιπτώσεις η παράνομη οργάνωση στην εργασία), έγινε ένας στόχος από μόνος του, που ήταν αδύνατο να περιοριστεί στις αμιγώς εργαλειακές του λειτουργικές, όπως, ας πούμε, μια εκκλησία ή ένα χωριό. «Είναι αλήθεια ότι οι Εγγλέζοι οικονομολόγοι εκπλήσσονται όταν βλέπουν ότι οι εργάτες θυσιάζουν ένα σημαντικό μέρος των εσόδων τους για τη συλλογική τους οργάνωση, ενώ, στα μάτια αυτών των οικονομολόγων, οι οργανώσεις δημιουργούνται αποκλειστικά με σκοπό την αύξηση των ημερομισθίων». 46
6 Ενώ η μαχητικότητα των συνδικάτων ενδέχεται να είχε τη μεγαλύτερή της ανάπτυξη σε μικρά χωριά ή σε κωμοπόλεις με εργοστάσια, ο σοσιαλισμός είναι τελικά παιδί των μεγάλων πόλεων: τα νεκροταφεία του πατερναλισμού και των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Στις πόλεις, μια προλεταριακή δημόσια σφαίρα μπορεί να ακμάσει.
Στο έργο του Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, ο νεαρός Ένγκελς παρουσιάζει ένα προλεταριάτο το οποίου η «δημιουργία» είναι τόσο αποτέλεσμα της αστικοποίησης όσο και της βιομηχανοποίησης.
Αν η συγκέντρωση του πληθυσμού, τονώνει και αναπτύσσει την τάξη που κατέχει ακίνητη περιουσία, ταυτόχρονα αναγκάζει την ανάπτυξη της εργατικής τάξης πιο γρήγορα…οι μεγάλες πόλεις είναι οι γενέτειρες των εργατικών κινημάτων. Σε αυτές, οι εργάτες για πρώτη φορά ξεκίνησαν να σκέπτονται τη δική τους κατάσταση και να αγωνίζονται για να τη βελτιώσουν. Σε αυτές, η αντίθεση μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης εκδηλώθηκε για πρώτη φορά. Χωρίς τις μεγάλες πόλεις και τη δυναμική τους επιρροή πάνω στη γενική διάνοια, η εργατική τάξη θα ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη από όσο είναι τώρα. [Οι πόλεις] έχουν καταστρέψει και τα τελευταία απομεινάρια των πατριαρχικών σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών. 47
Ο Ένγκελς που συχνά παραπονιόταν για την ασφυκτική ευσέβεια της δικής του αστικής καταγωγής, είχε μείνει άναυδος από την τεράστια αδιαφορία των Λονδρέζων εργατών για την οργανωμένη θρησκεία και το πνευματικό δόγμα. «Όλοι οι συγγραφείς της μπουρζουαζίας είναι ομόφωνοι σε αυτό το σημείο, ότι δηλαδή οι εργάτες δε είναι θρησκευόμενοι και δεν εκκλησιάζονται». 48 Εν των μεταξύ, στο Παρίσι όπου η Θεά της Λογικής είχε για σύντομο διάστημα ενθρονιστεί το 1792 στην Παναγία των Παρισίων, ο μαχητικός αντικληρικαλισμός ήταν βαθιά ριζωμένος στα ρεπουμπλικάνικα μικροστικά στρώματα καθώς και στη σοσιαλιστική κάστα των μαστόρων. Όμως το πιο δραματικό και ίσως εκπληκτικό παράδειγμα ήταν το Βερολίνο, το Σικάγο της Ευρώπης, όπου μέχρι το 1912 οι σοσιαλιστές κέρδιζαν 75% των ψήφων και οι φτωχότερες περιοχές θεωρούνταν εντελώς «από-χριστιανοποιημένες». Το Βερολίνο της εργατικής τάξης, σαν την Αφρική, ήταν ένα σύνορο για τους ιεροκήρυκες. 49
Εάν η κοσμικότητα εκπροσώπησε ένα τρόπο «αρνητικής ενσωμάτωσης» στην καπιταλιστική κοινωνία, μια άλλη εκδοχή ήταν η ανάδυση εναλλακτικών θεσμών που ανταγωνίστηκαν τις αξίες της αστικής τάξης κυριολεκτικά σε κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής. Οι ιδέες του σοσιαλισμού και του άναρχοκομμουνισμού ενσωματώθηκαν στις λογοτεχνικές και καλά οργανωμένες λαϊκές αντίκουλτούρες που πρόβαλλαν την αλληλεγγύη του τόπου εργασίας και της γειτονιάς σε όλες τις σφαίρες της αναψυχής, της παιδείας και του πολιτισμού. Μέχρι το 1910 κυριολεκτικά κάθε βιομηχανική πόλη ή κωμόπολη είχε ένα εντυπωσιακό κεντρικό κτίριο για τις συναντήσεις των εργατών, τα γραφεία των συνδικάτων, τα έγγραφα του κόμματος και τα παρόμοια. Το τυπικό maison du people ή casa del pueblo είχε βιβλιοθήκη, θέατρο ή σινεμά, εγκαταστάσεις για αθλητικές δραστηριότητες και κάποιες φορές και ιατρική κλινική. Κάποιοι ήταν οι φαντασιακοί καθεδρικοί για το λαό: το Maison du Peuple στις Βρυξέλλες, η Urania στη Βιέννη, και το Volkshaus στη Λειψία. (Οι κονστρουκτιβιστές στην πρώιμη Σοβιετική Ένωση πήγαν το ζήτημα στο επόμενο επίπεδο και έφτιαξαν κέντρα εργατών – στα οποία εγκατέστησαν αριστουργήματα του μοντερνισμού όπως το Zuev και το Rusakov στη Μόσχα – τα κέντρα της νέας κουλτούρας και των ουτοπικών της ελπίδων).
Το πιο γνωστό παράδειγμα της προλεταριακής αντικουλτούρας ήταν το μεγάλο συγκρότημα ποδηλασίας, πεζοπορίας, τραγουδιού, αθλητισμού, θεάτρου, φυσιολατρίας, αναγνωστών κλπ που χρηματοδοτούνταν από το SPD και τα γερμανικά συνδικάτα. Την περίοδο των αντισοσιαλιστικών νόμων (1878-1890) αυτά τα εργατικά συνδικάτα παρείχαν ένα σημαντικό νόμιμο καταφύγιο για τις συγκεντρώσεις των εργατών και την εκπαίδευση των ακτιβιστών. Στο σημαντικό βιβλίο του του 1985 Η εναλλακτική κουλτούρα ο Venon Lidtke έλεγξε τον ισχυρισμό ορισμένων ιστορικών ότι αυτός ο «προλεταριακός κόσμος για τον εαυτό του», τελικά έγινε πολύ ερμητικός για να λειτουργήσει ως ριζοσπαστική απειλή στο σύστημα του Βιλχεμισμού (1890-1918). «Αυτή η εναλλακτική μπορεί να ονομαστεί ριζοσπαστικός όχι επειδή πρότεινε να ανατρέψει τη Γερμανική Αυτοκρατορία με ένα γενναίο χτύπημα, αλλά επειδή ενσωμάτωνε στις αρχές της μια σύλληψη παραγωγής, κοινωνικές σχέσεις και πολιτικούς θεσμούς που απέρριπταν τις υφιστάμενες δομές, πρακτικές, και αξίες σε σχεδόν κάθε σημείο». Οπωσδήποτε το κράτος είδε στις σοσιαλιστικές πολιτιστικές δραστηριότητες μια υφέρπουσα απειλή, ιδιαίτερα σε σχέση με την εθνικιστική κατήχηση της νεολαίας. Γι αυτό «στην αυγή του πολέμου στις 2 Ιουλίου 1914, ο Kaiser ενέκρινε ένα μέτρο για να ιδρύσει μια υποχρεωτική οργάνωση νεολαίας για όλα τα αγόρια ηλικίας δεκατριών με δεκαεπτά», υπό τις διαταγές συνταξιοδοτημένων αξιωματικών. 50
Η πραγματική αδυναμία της γερμανικής αντικουλτούρας , λέει ο Lidtke, ήταν η έμφαση του SPD σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό της υψηλή κουλτούρα της μπουρζουαζίας αντί να εξερευνήσει την «πιθανότητα οι εργάτες να μπορούσαν να αναπτύξουν μια μοναδική κουλτούρα μέσα από το εργατικό κίνημα, ένα ρεύμα που θα μπορούσε να αντλεί την έμπνευσή του απευθείας από τις ζωές των εργατών των ίδιων». 51 Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για την Καταλωνία, όπου ο αναρχοσυνδικαλισμός ήταν πολιτισμικά φιλελεύθερος και δεν υπήρχε κανένα ίχνος γραφειοκρατικού ή ρεφορμιστικού επιπέδου στο εργατικό κίνημα. Πουθενά στην Ευρώπη δεν υπήρχαν πιο ισχυρά συνδικάτα και γειτονίες τόσο ενωμένες στον αγώνα όσο στη Βαρκελώνη όπου η Confederación Nacional del Trabajo (η οποία το 1918 είχε 250.000 μέλη στην πόλη και στα εργοστάσια) θα οργάνωνε απεργία τη μία μέρα και την επόμενη θα παρείχε «ένοπλες συνόδους για τις ομάδες των εργαζόμενων γυναικών που επέτασσαν τρόφιμα από τα καταστήματα». Η πλειοψηφία του εργοστασιακού προλεταριάτου – την οποία απεχθανόταν η Καταλανική μεσαία τάξη- ήταν μετανάστες από τη Μούρκια και την Ανδαλουσία και με τη βοήθεια των πλούσιων συλλογικών παραδόσεων, έχτισαν τη δική τους αντίεθνικιστική εναλλακτική κοινωνία – η οποία μιλούσε την Εσπεράντο- στις πιο φυματικές, βίαιες φτωχογειτονιές της Ευρώπης.
Υπερπροσδιορισμοί
7 Το κίνημα των εργατών μπορεί και πρέπει να αντιμετωπίσει την εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, να οργανώσει την αντίσταση στα πεδία της οικονομίας, της πολιτικής, του αστικού, της κοινωνικής αναπαραγωγής και στο εταιρικό. Είναι η συγχώνευση ή η σύνθεση αυτών των αγώνων πάρα η απλή τους παράθεση που συγκροτεί το προλεταριάτο με ιστορική υποκειμενικότητα.
Ο Μάρξ και ο Ένγκελς, για παράδειγμα, πίστευαν ξεκάθαρα ότι η μαζική σοσιαλιστική συνείδηση θα ήταν ένα διαλεκτικό κράμα του οικονομικού και του πολιτικού, επικών μαχών για τα δικαιώματα, για τους μισθούς και τις ώρες εργασίας, από πικρές τοπικές μάχες αλλά και μεγαλειώδεις διεθνείς σκοπούς. Έπειτα από τη δημιουργία της Κομμουνιστικής Λίγκας το 1847, επιχειρηματολόγησαν πως οι μισθωτοί εργάτες συγκροτούσαν τη μόνη σοβαρή κοινωνική δύναμη που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει και να υιοθετήσει ένα σταθερά δημοκρατικό πρόγραμμα εκλογών και δικαιωμάτων, δημιουργώντας ένα ηγεμονικό πλέγμα έτσι ώστε να συνδεθεί ένας ευρύς συνασπισμός εργαζομένων, φτωχών αγροτών, εθνικών μειονοτήτων και ριζοσπαστικών στρωμάτων της μεσαίας τάξης. Ενώ στη σκέψη των φιλελεύθερων μκροαστών εύκολα αποκόπτονταν πολιτικά δικαιώματα από οικονομικές διαμαρτυρίες, η ζωή της εργατικής τάξης διέψευδε κάθε κατηγορηματική διάκριση μεταξύ καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Η «ανάπτυξη» της πολιτικής σε οικονομική δημοκρατία και ο αγώνας της οικονομικής ταξικής πάλης στο ζήτημα της κρατικής εξουσίας – η διαδικασία που ο Μαρξ χαρακτήρισε ως «μόνιμη επανάσταση» στα πλαίσια του 1848 και του Χαρτισμού – ήταν το κύριο μοτίβο μιας προ-επαναστατικής κρίσης.
Όμως, επειδή οι οικονομικοί αγώνες και οι πολιτικές μάχες μόνο συγκυριακά συγχρονίζονται – συνήθως κατά τη διάρκεια κρίσεων ή πολέμου – υπήρχε μια ισχυρή τάση διχοτόμησής τους. Οι αντίστροφες αλλά συμμετρικές αυταπάτες του οικονομισμού / συνδικαλισμού (πρόοδος μόνο από την οικονομική οργάνωση) και ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός (μεταρρύθμιση χωρίς ισχύ στο χώρο εργασίας) απαιτούσαν πάντοτε το τακτικό ξεχορτάριασμα του κόκκινου κήπου. Έτσι, για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, το κύριο μάθημα της επανάστασης του 1905 στη Ρωσία ήταν η ανάγκη να κατανοηθούν η οικονομική και η πολιτική ως στιγμές εντός μιας και μόνο επαναστατικής διαδικασία:
«Με μια λέξη: ο οικονομικός αγώνας είναι ο αναμεταδότης από το ένα πολιτικό κέντρο στο άλλο∙ ο πολιτικός αγώνας είναι η περιοδική γονιμοποίηση του εδάφους για τον οικονομικό αγώνα. Αίτιο και αποτέλεσμα εδώ αλλάζουν διαρκώς θέσεις∙ και με αυτόν τον τρόπο ο οικονομικός και ο πολιτικός παράγοντας την περίοδο της μαζικής απεργίας, τώρα ευρέως μετατοπίζονται, διαχωρίζονται πλήρως ή ακόμα αποκλείονται αμοιβαία, όπως ισχυρίζεται το σχολαστικό θεωρητικό σχήμα, απλώς σχηματίζοντας τις δυο αλληλοσυνδεόμενες πλευρές της προλεταριακής ταξικής πάλης στη Ρωσία. Η ενότητά τους είναι ακριβώς η γενική απεργία. Αν η ραφιναρισμένη θεωρία προτείνει να δημιουργήσουμε μια έξυπνη λογική ανατομή της μαζικής απεργίας έτσι ώστε να φτάσουμε στην “καθαρή πολιτική μαζική απεργία”, θα είναι μέσω αυτής, όπως και μέσω κάθε άλλης ανατομής, που δε θα μπορούμε να συλλάβουμε το φαινόμενο στην ζωντανή του ουσία, αλλά θα το σκοτώσουμε εντελώς»53
Στο αξιοσημείωτο βιβλίο του για τη δημιουργία της κορεατικής εργατικής τάξης, της πλέον μαχητικής στην Ασία, ο Hagen Koo υπογραμμίζει το διαρκή διάλογο μεταξύ των αγώνων των εργαζόμενων στις ελαφριές βιομηχανίες και της λαϊκής αντίστασης στο κράτος: ένα σύγχρονο υπόδειγμα του υπερπροσδιορισμού του οικονομικού από το πολιτικό και αντιστρόφως – και, σε κάθε περίπτωση, από την εντόπια κουλτούρα. Χωρίς κληρονομημένη κουλτούρα εργατικής τάξης και αντιμέτωποι με ένα κατασταλτικό και υπέρ των εργοδοτών καθεστώς με μεγάλο αριθμό μελών σωμάτων ασφάλειας, οι Κορεάτες εργάτες, ιδιαίτερα οι νέες γυναίκες σε ελαφριές βιομηχανίες, άντλησαν απροσδόκητη δύναμη από τη συμμαχία τους με το εκπληκτικό κίνημα των minjung (μαζών) που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970:
«Αυτό το ευρύ λαϊκό κίνημα καθοδηγήθηκε από διαφωνούντες διανοούμενους και φοιτητές και στόχευε να οικοδομήσει ευρείες ταξικές συμμαχίες μεταξύ εργατών, χωρικών, φτωχών κατοίκων των πόλεων και προοδευτικών διανοούμενων ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς…Εισήγαγε μια νέα πολιτική γλώσσα και πολιτισμικές δραστηριότητες επανερμηνεύοντας την κορεατική ιστορία και επαναπροσδιορίζοντας την εγχώρια κορεατική κουλτούρα από την οπτική των μαζών…Έτσι, η κουλτούρα και η πολιτική παίζουν κρίσιμο ρόλο στο σχηματισμό της κορεάτικης εργατικής τάξης, όχι στους συνήθεις ρόλους που τους αποδίδονται στη βιβλιογραφία για την ανάπτυξη της Ανατολικής Ασίας – ως παράγοντες εργασιακής ετοιμότητας και ηρεμίας – αλλά ως πηγές εργατικής αντίστασης και ανάπτυξης ταξικής συνείδησης» 54
8 Η χωρική εγγύτητα παραγωγής και αναπαραγωγής στη βιομηχανική πόλη, ο «σατανικός μύλος και η παραγκούπολη», ενδυνάμωσαν την αυτόνομη ταξική συνείδηση. Οι ταξικοί αγώνες στις πόλεις, ιδιαίτερα εκείνοι που αφορούν κρίσιμες καταστάσεις όπως στέγη, τροφή και καύσιμα, τυπικά καθοδηγούνταν από μητέρες της εργατικής τάξης, τις ξεχασμένες ηρωίδες της σοσιαλιστικής ιστορίας.
Η αρχική αμαρτία των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς ήταν η αδιάφορη υποστήριξή τους ή ακόμα και η αντίθεσή τους για το δικαίωμα στην ψήφο και την οικονομική ισότητα στις γυναίκες. Παρόλα αυτά, όπως μας θυμίζει ο David Montgomery, «οι παντρεμένες γυναίκες που φρόντιζαν για τα παιδιά τους σε ζοφερούς καιρούς, σε γειτονιές υπερπλήρεις και αντιμέτωπες με πιστωτές, υπεύθυνους φιλανθρωπιών και την απαίσια εξουσία του κλήρου, τους υπενθυμίζονταν η τάξη τους τόσο συχνά όσο στους άντρες, στις κόρες και στους γιούς τους στα εργοστάσια». 55 Επιπροσθέτως, οι μητέρες ήταν τυπικά οι οργανώτριες απεργιών ενοικίου, διαδηλώσεων ενάντια στις ελλείψεις καυσίμων και εξεγέρσεων πείνας, της πλέον παλαιάς μορφής πληβειακής διαμαρτυρίας. Η Ρωσική Επανάσταση του 1917, πρέπει να θυμηθούμε, εκκίνησε την Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας όταν «χιλιάδες νοικοκυρές και εργαζόμενες εξαγριώθηκαν από τις ατέλειωτες ουρές για ψωμί και ξεχύθηκαν στους δρόμους της Πετρούπολης φωνάζοντας: “Κάτω οι υψηλές τιμές” και “Κάτω η πείνα”56. Ο Geoff Eley, στην κρουστική αναλυτικά ιστορία του σοσιαλισμού που συνέγραψε, δίνει το ίδιο βάρος στην παραγκούπολη όσο και στο εργοστάσιο για τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής συνείδησης. «Δεν ήταν λιγότερο αναζωογονητικοί οι περίπλοκοι τρόποι με του όποιους οι γειτονιές μιλούσαν και αντεπιτίθονταν. Αν ο χώρος δουλειάς ήταν ένα μια γραμμή αντίστασης όπου η συλλογική δράση θα μπορούσε να φαντασιωθεί, η οικογένεια – ή πιο σωστά, η επίδειξη αλληλεγγύης μεταξύ γειτόνων από τις γυναίκες της εργατικής τάξης για την επιβίωση όλων – ήταν η άλλη…Η πρόκληση για την Αριστερά ήταν να οργανωθεί και στα δύο μέτωπα κοινωνικής ένδειας» 57.
Δυνάμεις
9 Διαβάζοντας «φλεγόμενες εξεγέρσεις στα μυαλά των εργατών». 58 Η εν πολλοίς επιτυχημένη μάχη για τον αλφαβητισμό της εργατικής τάξης τον 19ο αιώνα, συνοδευόμενη από μια τεχνολογική επανάσταση στα έντυπα μέσα ενημέρωσης, έφερε τον κόσμο – ως είδηση, λογοτεχνία, επιστήμη ή απλώς ως αίσθηση – στην καθημερινή ρουτίνα του προλεταριάτου. Η ραγδαία ανάπτυξη της εργασίας και του σοσιαλιστικού τύπου στο τελευταίου τέταρτο του αιώνα τροφοδότησε την ολοένα και πιο εξελιγμένη πολιτική συνείδηση στα εργοστάσια, στις παραγκουπόλεις και στα χωριά.
Στους προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς, οι άμεσοι παραγωγοί είχαν ελάχιστη πρόσβαση ή ανάγκη σε επίσημη μόρφωση – που αποτελούσε συνήθως προνόμιο της εκκλησίας ή μιας τάξης γραφειάδων –, αλλά η Γαλλική Επανάσταση δημιούργησε μια ακόρεστη όρεξη για ανάγνωση και μόρφωση. Οι βιομηχανικοί εργάτες έτσι κληρονόμησαν μια πλούσια αυτοδιδακτική παράδοση από τους τεχνίτες – διανοούμενους στο Παρίσι και στη Λυόν που ήταν οι πρωτοπόροι του σοσιαλισμού και από τους Άγγλους ομολόγους τους που υιοθέτησαν την κλασσική πολιτική οικονομία στην ατζέντα του Χαρτισμού. Όπως αναγνώριζε πάντα ο Μαρξ, η ανάπτυξη του ρικαρδιανής «εργασιακής θεωρίας της αξίας» ως μιας ισχυρής κριτικής της εκμετάλλευσης, συνήθως αποδιδόμενη σε αυτόν, είχε στην πραγματικότητα επιτευχθεί από πληβειακούς διανοούμενους όπως ο γεννημένος στην Αμερική τυπογράφος John Bray, ο Σκωτσέζος εργοστασιακός εργάτης John Gray και ο δικασμένος στρατιωτικός ναυτικός και δεινός δημοσιογράφος Thomas Hodgskin. Παρομοίως, διάφοροι από τους πιο σημαντικούς Άγγλους επιστήμονες του 19ου αιωνα ήταν αυτοδίδακτοι πληβείοι, κυρίως ο Michael Faraday (μαθητευόμενος βιβλιοδέτης), ο Alfred Russell Wallace (τοπογράφος) και ο θεωρητικός των παγετώνων James Croll (επιστάτης στο πανεπιστήμιο).
Ακόμα, στα μέσα του 19ου αιώνα, μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν εξίσου ενημερωμένα για τα νέα και τα υπό εξέλιξη γεγονότα, όσο ήταν οι μεσαίες τάξεις. Όντως, οι εφημερίδες, έγραφε ο Μαρξ στα τετράδια 1861-1863, τώρα «αποτελούν μέρος των αναγκαίων μέσων υπόστασης των Άγγλων εργαζόμενων στις πόλεις».59 Στις αρχές της δεκαετίας του 1840 οι Χαρτιστές από μόνοι τους δημοσίευσαν περισσότερες από 100 εργασίες και κριτικές60. Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν δημοσιογράφος, όπως και ο Τρότσκι – η μόνη δουλειά που έκανε ποτέ – και έτσι, την ανάδυση των μαζικών σοσιαλιστικών κομμάτων προς το τέλος του 19ου αιώνα δε θα μπορούσαμε να τη φανταστούμε χωρίς τη δραματική ανάπτυξη του τύπου της εργατικής τάξης και της αντιαφήγησης της σύγχρονης ιστορίας που παρουσίαζε.
Στις Δέκα Ημέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο ο John Reed θαύμασε τον πόλεμο των εκδόσεων μεταξύ τάξεων και παρατάξεων:
«Σε κάθε μεγάλη πόλη, στις περισσότερες μικρές, στο μέτωπο, κάθε πολιτική παράταξη είχε τη δική της εφημερίδα – κάποιες φορές όχι μόνο μια. Εκατοντάδες χιλιάδες φυλλάδια μοιράζονταν από χιλιάδες οργανώσεις και διαχέονταν στο στρατό, στα χωριά, στα εργοστάσια, στους δρόμους. Η δίψα για μόρφωση, που τόσο καιρό εμποδίζονταν, ξέσπασε μέσα στην επανάσταση σε φρενίτιδα της έκφρασης. Από τη σχολή του Smolny μόνο, τους πρώτους έξι μήνες, έβγαιναν κάθε μέρα τόνοι, γεμάτα αυτοκίνητα και τρένα με βιβλιογραφία λιπαίνοντας τη γή. Η Ρωσία απορρόφησε τη αναγνωστική ύλη όπως η έρημος πίνει το νερό, ακόρεστα».61
10 To προλεταριάτο, έλεγε o Βίλχεμ Λιπκνεχτ στους γερμανούς σοσιαλιστές, ήταν ο «φορέας της σύγχρονης κουλτούρας». 62 Συγκεκριμένα το ενδιαφέρον του για την επιστήμη επισκίασε το ρόλο της εργασίας στη μελλοντική κοινοπολιτεία.
Ομοίως, οι βικτωριανοί εργάτες συνέρρεαν σε αναγνωστήρια, ινστιτούτα, φθηνές βιβλιοθήκες, Αθήναια και αίθουσες δημόσιων διαλέξεων. Τα ινστιτούτα των μηχανικών, εμπνευσμένα από τα διάσημα μαθήματα του δρ. George Birkbeck στους τεχνίτες της Γλασκώβης από το 1801 έως το 1804, τάισαν τη λαϊκή πείνα για κατανόηση της επιστήμης των νέων μηχανών. Το πρώτο Ινστιτούτο δημιουργήθηκε στη Γλασκώβη το 1821∙ Όταν ο Μάρξ μετακόμισε στο Σόχο, υπήρχαν πάνω από 700 τέτοια63.
Μέχρι τη δεκαετία του 1850, τα εγγράμματα τμήματα των εργατικών τάξεων συγκροτούσαν τεράστια κοινά για τις αιχμηρές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πολιτισμικού πολέμου που συνόδευσε την έκδοση του Περί Καταγωγής των Ειδών. Οι μηχανικοί του Λονδίνου και οι τεχνίτες που συνέρρεαν στις «Διαλέξεις για τον Εργαζόμενο Άνθρωπο» του Thomas Haxley ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, «τόσο επιμελείς και τόσο έξυπνοί όσο το καλύτερο κοινό στο οποίο έδωσα ποτέ διάλεξη…Είχα επιμελώς αποφύγει να τους υποτιμήσω».64 Ο Καρλ Λιπνεχτ, ο βετεράνος του 1948 και αργότερα ιδρυτής του SPD, με αγάπη θυμόταν ότι είχε παρακολουθήσει έξι από αυτά τα μαθήματα με τον Μαρξ και έπειτα να ξενυχτάει συζητώντας εκτεταμένα για το Δαρβίνο. Όλο η οικογένεια Μαρξ εμπλέκονταν σε αυτές τις μεγάλες συζητήσεις. Η Τζένη Μαρξ καυχιόταν σε έναν Ελβετό φίλο για την μεγάλη δημοτικότητα των “Κυριακάτικες Νύχτες για το Λαό”: «Όσον αφορά τη θρησκεία, ένα μεγάλο κίνημα αναπτύσσεται επί του παρόντος στην πνιγερή παλιά Αγγλία. Οι κορυφαίοι άνδρες στην επιστήμη, ο Huxley (ο μαθητής του Δαρβίνου) με τον Tyndall, τον Sir Charles Lyell, τον Bowring, τον Carpenter, κλπ. παραδίδουν φωτισμένες, πραγματικά ελεύθερες σκέψεις και τολμηρές διαλέξεις για το λαό στην αίθουσα του Αγίου Μαρτίνου και, επιπλέον, τα βράδια της Κυριακής, ακριβώς τη στιγμή που τα αρνιά συνήθως βόσκουν στα βοσκοτόπια του Κυρίου, η αίθουσα γεμίζει και ο ενθουσιασμός του ακροατηρίου είναι τόσο μεγάλος έτσι ώστε το πρώτο βράδυ, όταν πήγα εκεί με τα κορίτσια, 2.000 δεν κατάφεραν να μπουν στην αίθουσα που ήταν ασφυκτικά γεμάτη».65
11 Το οργανωμένο προλεταριάτο κατέχει άνευ προηγουμένου δυνάμεις οικονομικής και κοινωνικο-χωρικής αποδιοργάνωσης. Η γενική απεργία ήταν η «ατομική βόμβα» της βικτωριανής εργατικής τάξης.
Το σύστημα των εργοστασίων και η παγκόσμια αγορά δημιουργούν κρίσιμους γεωστρατηγικούς κόμβους όπως τα σιδηροδρομικά δίκτυα, οι παραγωγικές εφοδιαστικές αλυσίδες, τα ηλεκτρικά δίκτυα, τα κέντρα παραγωγής εργαλείων, τα συγκροτήματα της βιομηχανίας πολέμου και ούτω καθεξής, των οποίων η κατάληψη ή η διακοπή λειτουργίας, ακόμη και από σχετικά μικρές ομάδες εργαζομένων μπορεί να παραλύσει ολόκληρες οικονομίες. Η μαζική απεργία, με πρωτοπόρους τους Άγγλους μεταλλωρύχους και τους υφαντουργούς στο 1842 (The Plug Riots) ήταν σπάνιες στον καιρό του Μαρξ, αλλά έγιναν κοινός τρόπος δράσης προς το τέλος του αιώνα, με την βελγική γενική απεργία του 1893 για το δικαίωμα της ψήφου και την αμερικάνικη απεργία σιδηροδρομικών το 1894 (Pullman Strike), μερικούς μήνες πριν το θάνατο του Έγκελς. Παρόλα αυτά, οι Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι ριζοσπάστες διασπάστηκαν εξαιτίας της κοινωνικής δυναμικής και από τις στρατηγικές επιπτώσεις τέτοιων εξεγέρσεων. Για τον Μπερνστάιν και άλλους «αναθεωρητές» της δεύτερης Διεθνούς η έλευση της γενικής απεργίας επικύρωσε την πίστη σε έναν ειρηνικό δρόμο προς την επανάσταση, με την κινητοποίηση της συνδικαλιστικής δύναμης έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι μια μελλοντική σοσιαλδημοκρατική πλειοψηφία θα μπορούσε να εφαρμόσει μη βίαια την πλατφόρμα της στο Κοινοβούλιο. (Πράγματι, ο ίδιος ο Μαρξ είχε σκεφτεί ακριβώς αυτή τη δυνατότητα στην Αγγλία και ίσως στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Για τους αναρχοσυνδικαλιστές, από την άλλη μεριά, η γενική απεργία υπόσχονταν να εξαπολύσει τον μαχητικό αυθορμητισμό και την κοινωνική φαντασία πολύ πέρα από το την ικανότητα των σοσιαλιστών πολιτικών και των ηγεσιών τον συνδικάτων να την καναλιζάρουν και να την ελέγξουν. Στα άκρα αυτής της σκέψης, ο Georges Sorel θεωρητικοποίησε τη γενική απεργία και ως την αποκαλυπτική πόρτα στο νέο κόσμο και ως τον απαραίτητο «μύθο στον οποίο ο Σοσιαλισμός πλήρως περιέχονταν».66
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, παρόλα αυτά, απέρριψε και τις ρεβιζιονιστικές και τις συνδικαλιστικές ερμηνείες των μεγάλων απεργιακών κυμάτων των αρχών του 20ου αιώνα. Αναλύοντας την πρώτη Ρωσική Επανάσταση όπως και τις τεράστιες σύγχρονες σοσιαλιστικές διαδηλώσεις για το δικαίωμα στην ψήφο στην Κεντρική Ευρώπη, έγραψε ότι η γενική απεργία «δεν ήταν μια απομονωμένη πράξη αλλά μια ολόκληρη περίοδος της ταξικής πάλης», στην οποία «η αδιάκοπη αμοιβαία δράση των πολιτικών και οικονομικών αγώνων» εκδίπλωνε εκρηκτικά απρόβλεπτα σενάρια που με τη σειρά τους δημιουργούσαν εξαιρετική επινοητικότητα στα μέλη. Ήταν μια από τις λίγες πρώτες σοσιαλίστριες που πρόσεξε τη μικροδομή της προλεταριακής ριζοσπαστικότητας (αυτό που ο Τρότσκι αργότερα αποκαλούσε τη «μοριακή δουλειά της επαναστατικής σκέψης» ) και, μακριά από το να θεωρεί τοτέμ το αυθόρμητο, όπως συχνά κατηγορήθηκε, οι κρουστικές παρατηρήσεις της για την προλεταριακή αυτοοργάνωση ήταν μέρος μιας φθίνουσας κριτικής για την αυτοεικόνα του SPD για τους εκλεγμένους ηγέτες του, ως το γενικό προσωπικό ενός πειθήνιου στρατού συνδικαλιστών και σοσιαλιστών ψηφοφόρων. .67 (Ειρωνικό είναι πως είναι ο Λένιν και όχι η Λούξεμπουργκ που υποστήριξε ότι υπό το φως των εξεγέρσεων του 1905, οι εργάτες ήταν «ενστικτωδώς, αυθόρμητα Σοσιαλδημοκράτες»)68
12 Οι εργάτες μπορούν να διοικήσουν τα εργοστάσια. Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεγάλο μέρος από την εφαρμοσμένη επιστήμη της παραγωγής παρέμενε στην ημι-ιδιοκτησία των μεταλλεργατών και άλλων τεχνιτών.
Δεδομένης της εξειδίκευσης που ενσωματώνεται στον εργοστασιακό καταμερισμό εργασίας και την απώλεια περίπλοκων ικανοτήτων που ακολουθεί τον εκμηχανισμό της εργασιακής διαδικασίας, που θα βρουν οι εργάτες την επάρκεια να διοικήσουν την οικονομία σε μια σοσιαλιστική κοινοπολιτεία; Στις Αρχές του Κομμουνισμού ο Έγκελς είναι απότομος. «Η κοινή διοίκηση της παραγωγής δεν μπορεί να επιτευχθεί από τους εργαζόμενους όπως είναι σήμερα, απασχολούμενοι δηλαδή ο καθένας με ένα και μοναδικό μέρος της παραγωγής, δεσμευμένοι σε αυτό, εκμεταλλευόμενοι από αυτό, έχοντας ο καθένας αναπτύξει μόνο μια από τις δυνατότητες του εις βάρος όλων των άλλων και γνωρίζοντας μόνο έναν κλάδο ή μόνο έναν κλάδο ενός κλάδου της όλης παραγωγής». Η λύση του ήταν ένα καθολικό εκπαιδευτικό σύστημα που αναπτύσσει στα άτομα πολλαπλές δεξιότητες. «Η κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας θα δώσει στα μέλη της την ευκαιρία για ολόπλευρη εξάσκηση των ικανοτήτων τους που έχουν αναπτυχθεί ολοκληρωμένα».69
Πώς, όμως έτσι μπορεί να γεφυρωθεί το κενό μεταξύ του απεκδυόμενου ικανοτήτων εργατικού δυναμικού στον καπιταλισμό και της πολυδύναμης σοσιαλιστικής κοινωνίας; Την απάντηση, δεν μας τη δίνει ο Ενγκελς, αλλά η νέα ελίτ κατασκευαστών μηχανών, εφαρμοστών, τορναδόρων, μηχανικών και άλλων εργατών μετάλλων ακριβείας. Η προοδευτική υποταγή της πλειοψηφίας του εργατικού δυναμικού στις μηχανές συνοδεύτηκε από την αυξανόμενη γνώση και διαπραγματευτική δύναμη των εργατών που κατασκευάζουν, εγκαθιστούν και διατηρούν τις μηχανές: ένα φαινόμενο που ο David Montgomery έχει χαρακτηρίσει ως τη «διάνοια του μάνατζερ κάτω από την τραγιάσκα του εργάτη». Παρόλο που οι δεξιότητες τους ήταν νέες, ο έλεγχος της γνώσης της τέχνης τους, εν πολλοίς αποκρύβονταν, αντιγράφονταν από τους τεχνίτες που είχαν αντικαταστήσει, με μακρά μαθητεία, φυλετικές τελετουργίες και αυστηρά διατηρούμενα πρότυπα μιας «εργασίας δίκαιης ημέρας»70
Μέχρι να γίνουν κύριο μέρος της εργοστασιακής ιεραρχίας μηχανικοί που εκπαιδεύτηκαν σε κολλέγια τη δεκαετία του 1910 και του 1920 και να συλλάβει καθώς και να αναλύσει το επιστημονικό μάνατζμεντ ουσιωδώς τη γνώση των τεχνιτών, ο πλήρης καπιταλιστικός έλεγχος της εργασιακής διαδικασίας («πραγματική οικειοποίηση», σύμφωνα με τους όρους του Μαρξ) ήταν αδύνατη.71
Οι μεταλλοτεχνίτες καταλάμβαναν μια κρίσιμη αλλά συχνά διφορούμενη θέση εντός του εργατικού κινήματος ως όλου. Ο Nelson Lichtenstein σημειώνει: «Εξαιτίας της αυτοπεποίθησής τους και του ζωτικού μέρους που καταλαμβάνουν στην παραγωγική τάξη, οι ικανοί τεχνίτες θα μπορούσαν να βρεθούν και στην εμπροσθοφυλακή εκείνων που έθεταν μια ριζοσπαστική πρόκληση στην επικρατούσα βιομηχανική τάξη και, σχεδόν ταυτόχρονα, ανάμεσα σε εκείνους τους εργάτες που ήταν πιο επιχειρηματικοί και συνειδητοί καριερίστες στις απόψεις τους».72 Πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν συχνά απρόθυμοι να λάβουν μέρος στις μάχες των ημιεπιδέξιων, αλλά κατά τη διάρκεια των κατακλυσμιαίων χρόνων από το 1917 έως το 1910 – όταν γυναίκες και νεολαία επιστρατεύτηκαν ως μάζα στα πολεμικά εργοστάσια – οι εργαζόμενοι στο μέταλλο έγιναν ηγέτες στα εργοσταστασιακά συμβουλιακά κινήματα της Βαρκελώνης, του Βερολίνου, της Γλασκώβης, του Σιάτλ, της Βιέννης καθώς και στα πρωτοκομμουνιστικά κόμματα που αναδύθηκαν από τις γενικές απεργίες και τις εξεγέρσεις. Στην Πετρούπολη από το 1917, στο Τορίνο το 1920 και ξανά στη Βαρκελώνη το 1936 και το 1937 οι εργασιακές επιτροπές και οι επαναστάτες αντιπρόσωποι διοίκησαν τα εργοστάσια για δικό τους λογαριασμό, επιβεβαιώνοντας τους χειρότερους εφιάλτες των αφεντικών.73
Μια τάξη για τον εαυτό της
13 Εξαιτίας της θέσης του στην κοινωνική αναπαραγωγή και της καθολικότητας των αντικειμενικών του συμφερόντων, το προλεταριάτο κατέχει μια ανώτερη «επιστημολογική ικανότητα» στο να δει την οικονομία συνολικά και να αποκαλύψει το μυστήριο της φαινομενικής αυτό-κίνησης του κεφαλαίου (δες τις θέσεις του Λούκατς)
Η αστική τάξη και το προλεταριάτο είναι οι μόνες «αγνές τάξεις» στη σύγχρονη κοινωνία, αλλά δεν είναι συμμετρικές στην εσωτερική τους διάρθρωση ή στην ικανότητά τους για συνείδηση. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιριών και των τομέων είναι ο σιδερένιος νόμος του καπιταλισμού, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών μπορεί να βελτιωθεί με την οργάνωση. Ο Μαρξ ήταν ρητός: «Αν όλα τα μέλη της σύγχρονης αστικής τάξης έχουν τα ίδια συμφέροντα στο βαθμό που σχηματίζουν μια τάξη εναντίον μιας άλλης τάξης, έχουν τα αντίθετα, ανταγωνιστικά συμφέροντα στο βαθμό που στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο μεταξύ τους». 74
Το ορθολογικό συμφέρον, έλεγε ο Λούκατς ακολουθώντας τον Μαρξ, σημαίνει ότι οι ατομικοί ιδιοκτήτες κεφαλαίου «δεν μπορούν να δουν, είναι αναγκαστικά αδιάφοροι για όλες τις κοινωνικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους». Το «πέπλο που συγκαλύπτει τη φύση της αστική κοινωνίας» – δηλαδή η άρνηση της δικής της ιστορικότητας- «είναι απαραίτητο για την ίδια την μπουρζουαζία. … Από πολύ πρώιμο στάδιο, η ιδεολογική ιστορία της αστικής τάξης δεν ήταν παρά μια απελπισμένη αντίσταση σε κάθε κατανόηση της πραγματικής φύσης της κοινωνίας που δημιούργησε και, συνεπώς, σε μια πραγματική κατανόηση της ταξικής κατάστασης».75 Από τη στιγμή που το κεφάλαιο αντιμετώπισε ένα ανερχόμενο προλεταριάτο έβγαλε τη δημοκρατική του τήβεννο και, τουλάχιστον στην Ευρώπη, έτρεξε στα όπλα του απολυταρχισμού ή ενστερνίστηκε δικτάτορες όπως ο Ναπολέων ο Τρίτος και αργότερα ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ και ο Φράνκο.
Ο προλετάριος, φτωχός και γυμνός, έχει καλύτερο όραμα. «Καθώς η αστική τάξη έχει το πνευματικό, οργανωτικό και κάθε άλλο πλεονέκτημα, η υπεροχή του προλεταριάτου χρειάζεται να έγκειται αποκλειστικά στην ικανότητά του να βλέπει την κοινωνία από το κέντρο της ως ένα συνεκτικό σύνολο». Σε ένα διάσημο αλλά πολλαπλών ερμηνειών χωρίο στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, εισάγει την ιδέα της «αποδιδόμενης ταξικής συνείδησης» – των αντικειμενικών και ώριμων δυνατοτήτων που πρέπει το προλεταριάτο να αναγνωρίσει έτσι ώστε να ενεργήσει για να επιφέρει την επανάσταση. Ωστόσο, σε περιόδους προ κρίσεων, η εργατική τάξη τείνει να κυριαρχείται από τις «μικροαστικές στάσεις των περισσότερων συνδικαλιστών» και να μπερδεύεται από τον εννοιολογικό και πραγματικό «διαχωρισμό των διαφόρων θεάτρων του πολέμου». (Το «προλεταριάτο βρίσκει την οικονομικά απάνθρωπη συμπεριφορά στην οποία υπόκειται ευκολότερη στην κατανόηση από την πολιτική και την πολιτική ευκολότερη από τον πολιτισμό».)76
Περαιτέρω, το πρωταρχικό εμπόδιο στην ταξική συνείδηση είναι λιγότερο η αστική ιδεολογία (η το βαρύ εγχείρημα του Αλτουσέρ, «ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους»), από «τις πραγματικές -μέρα με την μέρα- εργασίες της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την εσωτερίκευση των εμπορευματικών σχέσεων και την πραγμοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων».77 Μολοταύτα, σε καιρούς κατάθλιψης και στον πόλεμο οι αντιφάσεις καταστρέφουν αυτό το κρυστάλλινο παλάτι των υποστασιοποιημένων οικονομικών και πολιτικών πραγματικοτήτων και η βαθιά έννοια της ιστορικής στιγμής «καθίσταται κατανοητή στην πράξη». Τελικά, «είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε από την ιστορία τη σωστή πορεία δράσης που πρέπει να ακολουθηθεί». Ο αναγνώστης; «Το συμβούλιο των εργαζομένων αντικαθιστά την πολιτική και οικονομική ήττα της πραγμοποίησης». 78
14 Μια επαναστατική συλλογική θέληση αποκρυσταλλώνεται (και «οι σωστές πορείες δράσεις» αποφασίζονται) κυρίως διαμέσου της τραχιάς άμεσης δημοκρατίας σε περιόδους μεγάλης κοινωνικής δραστηριότητας. Η ταξική συνείδηση δεν είναι πρόγραμμα κόμματος αλλά περισσότερο η σύνθεση των εμπειριών της εργατικής τάξης και των μαθημάτων που κατανοήθηκαν στον εκτενή ταξικό πόλεμο.
Αν τα συνδικάτα και τα αριστερά κόμματα απαρτίζονται από τους οιωνεί μόνιμους θεσμούς της δημόσιας σφαίρας της εργατικής τάξης, η ταξική πάλη περιοδικά γεννιέται από ad hoc μορφές όπως οι επιτροπές γενικής απεργίας, τα εργασιακά συμβούλια και τα σοβιέτ που αύξησαν εντυπωσιακά τη λαϊκή συμμετοχή στη συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων έτσι ώστε να περιλαμβάνουν τη μη κομματικοποιημένη εργατική τάξη και τους ανοργάνωτους εργάτες και σε ορισμένες περιπτώσεις τους ανέργους, τους φοιτητές, της μητέρες της εργατικής τάξης και τους στρατιώτες και τους ναύτες. Στη Βρέμμη, τη Γλασκώβη, στην Πετρούπολη ή στο Γουίνιπεγκ (με τη γενική του απεργία το 1919), η «κινηματική δημοκρατία» αναπαρήγαγε πολλά από τα κλασσικά στοιχεία του 1792 και του 1871: μεγάλοι διαγωνισμοί ρητορείας, απείθαρχα ακροατήρια και έντονες φωνές από τα κάτω, εκπρόσωποι που αναφέρουν τα εργοστάσιά τους ή τις γειτονιές τους, συναντήσεις όλη τη νύχτα, μια χιονοθύελλα φυλλαδίων και μανιφέστων, το αδιάκοπο έργο επιτροπών, η οργάνωση πικετοφοριών και εργασιακών φρουρών, οι φήμες και οι μάχες ενάντια στις φήμες και, φυσικά, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων και των παρατάξεων.
Η προβλεπόμενη αντιπολίτευση από συντηρητικά συνδικαλιστικά αφεντικά και μετριοπαθείς σοσιαλιστές σε ριζοσπαστικές τακτικές όπως καταλήψεις εργοστασίων, μαζικές απεργίες και ιδιαίτερα στον εξοπλισμό των εργατών, ραγδαία ανέδειξε νέες ηγεσίες, συχνά από ανώνυμους εκπροσώπους. Ένα υπόδειγμα ήταν το αντιπολεμικό υπόγειο εντός των τεράστιων πολεμικών εργοστασίων. Ο πυρήνας (που σύμφωνα με τον Pierre Broué, «ποτέ δεν ξεπέρασε τα πενήντα μέλη») αποτελούνταν από εξειδικευμένους τορναδόρους, υποστηρικτές της άκρας αριστεράς, έχτισε
Ένα μοναδικό είδος οργάνωσης, ούτε κόμμα ούτε συνδικάτο, αλλά μια μυστική ομάδα και στα συνδικάτα και στο κόμμα (SPD)…Μπορούσαν να θέσουν σε κίνηση, με τη βοήθεια μερικών εκατοντάδων ανδρών που επηρέαζαν άμεσα, δεκάδες και αργότερα εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες επιτρέποντάς τους να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις σχετικά με ενεργές πρωτοβουλίες… Άγνωστοι το 1914, είχαν γίνει αποδεκτοί ηγέτες των εργατών του Βεριλίνου μέχρι το τέλος του και παρά τη σχετική τους νεότητα, στελέχη ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος. 79
Πράγματι ο Broue τους θεωρούσε «τους καλύτερους ανθρώπους στη Σοσιαλδημοκρατία». Παρά το μύθο της ύπαρξης ενός εξαιρετικά συγκεντρωτικού κόμματος που λειτουργεί με τέλεια συνωμοτική πειθαρχία, οι Μπολσεβίκοι, με πλειοψηφική υποστήριξη στα μεγάλα εργοστάσια και στον στόλο της Βαλτικής, ήταν οι πιο συνεπείς υποστηρικτές της άμεσης δημοκρατίας στο μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα του 1917. Για παράδειγμα, όταν οι φιλελεύθεροι και οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές πρότειναν ένα Δημοκρατικό Κρατικό Συνέδριο που να σχεδιάσει έναν νέο κοινοβουλευτικό καθεστώς, ο Λένιν (φρέσκος, έπειτα από το γράψιμο του Κράτος και Επανάσταση) προέτρεψε μια πλήρη κινητοποίηση για την επέκταση της λαϊκής συμμετοχής:
Ας πάμε περισσότερο σε όσους βρίσκονται από τα κάτω, στις μάζες, στους υπαλλήλους των γραφείων, στους εργάτες, στους αγρότες, όχι μόνο στους υποστηρικτές μας, αλλά κυρίως σε όσους ακολουθούν τους Σοσιαλιστές-Επαναστάτες, στα μη κομματικά στοιχεία, σε αυτούς που αγνοούν. Ας τους σηκώσουμε τόσο έτσι ώστε να μπορούν να έχουν ανεξάρτητη κρίση, να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις, να στείλουν τις δικές τους αντιπροσωπείες στη Διάσκεψη, στα Σοβιέτ, στην κυβέρνηση έτσι ώστε το έργο μας να μην είναι επι ματαίω, ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η έκβαση το Συνέδριο.80
Στη διάσημη μελέτη του για την επαναστατική διαδικασία στην Πετρούπολη, ο Alexander Rabinowitch συνέθεσε το στερεότυπο του Μπολσεβίκου. Εξηγώντας την ελκυστικότητα του κόμματος στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης της πόλης, επεσήμανε την «εσωτερικά σχετικά δημοκρατική, ανεκτική και αποκεντρωμένη δομή και τρόπο λειτουργίας του, καθώς και τον ουσιαστικά ανοικτό και μαζικό του χαρακτήρα … μέσα στην οργάνωση των Μπολσεβίκων της Πετρούπολης, σε όλα τα επίπεδα, το 1917 συνεχίστηκε η ελεύθερη και ζωντανή συζήτηση για τα πιο βασικά θεωρητικά και τακτικά ζητήματα ».81 Πράγματι, αυτός ήταν ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο κοιτούσε τον Οκτώβρη ο Preobrazhensky, όταν προσπαθούσε να εξηγήσει το 1920 τη σχέση μεταξύ της πρόσφατής διάβρωσης της κομματικής δημοκρατίας και της «παρακμή του αυθόρμητου» εντός της εργατικής τάξης:
Συγκρίνοντας τη ζωή του κόμματος στα τέλη του 1917 και του 1918 με τη ζωή του κόμματος το 1920, κάποιος προσκρούει από τον τρόπο που έχει φθίνει έξω, ανάμεσα στις μάζες των μελών του κόμματος … Προηγουμένως, τα κομμουνιστικά μέλη θεώρησαν απλώς ότι δεν εφάρμοζαν οι αποφάσεις του κόμματος, αλλά ταυτόχρονα πως αυτές οι αποφάσεις προέρχονταν από αυτούς, ότι οι ίδιοι αποτελούσαν τη συλλογική βούληση του κόμματος. Τώρα εφαρμόζουν συμβιβαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται από επιτροπές οι οποίες συχνά δεν ασχολούνται με την υποβολή αποφάσεων σε γενικές συνελεύσεις.82
15 Η εργασία πρέπει να κυβερνά, επειδή η αστική τάξη είναι τελικά ανίκανη στο να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για πρόοδο. Αν το σοσιαλιστικό σχέδιο ηττηθεί, το αποτέλεσμα θα είναι η οπισθοδρόμηση συνολικά του πολιτισμού
Η εργασία, έλεγε ο Μαρξ, μπορεί να αποσπάσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις από το κεφάλαιο σε περιόδους άνθησης, αλλά κάθε κεφαλαιακό ξέσπασμα αφαιρεί κέρδη(ενν. της εργασίας) και αποκαλύπτει τα αυξανόμενα βασικά επίπεδα ανεργίας και δυστυχίας. Παρόλο που δεν ήταν ακριβής (σσ ο Μαρξ ) σχετικά με τους ακριβείς μηχανισμούς οικονομικής κρίσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι θεωρίες του για την επανάσταση και την αυξανόμενη ταξική συνείδηση προϋπέθεταν αυξανόμενη ένταση, συχνότητα και γεωγραφικό εύρος της βιομηχανικής ύφεσης, ίσως ακόμη και μια “τελική οικονομική κρίση”. Αυτό, βέβαια, ήταν γενικά μια ακριβής πρόβλεψη του επιχειρηματικού κύκλου από το 1870 έως το 1940. Ωστόσο, κανένας μαρξιστής δεν προέβλεψε τη μακρά μεταπολεμική έκρηξη – ή, για αυτό το λόγο, τις ριζικές εξεγέρσεις των φοιτητών και των εργαζομένων το 1968 και το 1969 ενώ κυριαρχούσε εργασιακά η πλήρης απασχόληση στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Ο «πλούσιος εργαζόμενος» έγινε σύντομα μια δημοφιλής ακαδημαϊκή εξήγηση για την αποριζοσπαστικοποίηση των εργατικών κινημάτων σε ορισμένες προηγμένες χώρες. Μόνο που η ιστορία έχει κάνει ένα ολόκληρο κύκλο στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Μια παγκόσμια οικονομία που πλέον δεν μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας σε χρονικούς ρυθμούς ίσους με την αύξηση του πληθυσμού, να εγγυηθεί την επισιτιστική ασφάλεια ή να προσαρμόσει τα φυσικά μας περιβάλλοντα ενάντια σε καταστροφικές κλιματικές αλλαγές, θα μπορούσε ευλόγως να κριθεί ως αποτυχία.
16 Χάρις την παγκόσμια αγορά και τη μαζική μετανάστευση, το βιομηχανικό προλεταριάτο αντικειμενικά συγκροτείται ως παγκόσμια τάξη με κοινά ενδιαφέροντα που τέμνουν εθνικά και εθνοτικά σύνορα. Επιπλέον, οι μεγάλες διεθνείς καμπάνιες αποκρυσταλλώνουν τις αντιλήψεις του για τον παγκόσμιο – ιστορικό προσανατολισμό του.
Καταλήγοντας τον λόγο τους για για το εναρκτήριο δείπνο των Αδελφών Δημοκρατών στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 1845, ο Chartist George Julian Harney δήλωσε: «Απορρίπτουμε τη λέξη« ξένος»- δεν θα υπάρχει στο δημοκρατικό λεξιλόγιο μας!». Ο Ένγκελς που έκανε το ρεπορτάζ της συνάντησης (τη χαρακτήρισε «κομμουνιστικό φεστιβάλ») για την Rheinische Jahrbücher, σημείωσε ότι η παρατήρηση του Harney χαιρετίστηκε με «πολλές ζητωκραυγές» από αντιπροσώπους προερχόμενους από εννέα έθνη. Υπήρξαν επαναλαμβανόμενες προπόσεις στον Tom Paine, τον Ροβεσπιέρο και τους πρόσφατα απελαθέντες Χαρτιστές. «Η μεγάλη μάζα των προλεταρίων», έγραφε ο Ένγκελς, «είναι, από τη φύση τους, απαλλαγμένη από εθνικές προκαταλήψεις και η όλη διάθεσή τους και η κίνηση τους είναι ουσιαστικά ανθρωπιστική, αντι-εθνικιστική» 83. Αυτό ακούγεται απίστευτα αφελές σήμερα αλλά ήταν εύλογα μια ακριβής παρατήρηση την παραμονή της «άνοιξης των λαών».
Πράγματι λοιπόν, το πρώιμο εργατικό κίνημα γενικά ακολουθούσε τις θεσμοθετημένες τροχιές της επαναστατικής δημοκρατίας, εξυμνώντας τη διεθνή αδελφοσύνη μέσω της εμπεδωμένης αντίληψης πως η κοινωνική επανάσταση σίγουρα θα ήταν μια παγκόσμια επανάσταση στα χνάρια του 1789. Οι συνωμοτικές επαναστατικές ομάδες, όπως Η κοινωνία των Εποχών των Αυγούστου Μπλανκί και Αρμαντ Μπαρμπε , ήταν σίγουρα κοσμοπολίτικες με όρους μελών, ενώ οι περιπλανώμενοι τεχνίτες και μεταναστεύοντες εργάτες μετέφεραν ανατρεπτικές ιδέες μεταξύ μεγάλων πόλεων και βιομηχανικών κέντρων. Οι Γερμανοί τεχνίτες, η μεγαλύτερη πηγή μεταναστών εργατών στην Ευρώπη της Ιεράς Συμμαχίας, εγκαθίδρυσε ριζοσπαστικά φυλάκια στη Βρετανία, την Ελβετία και τη Βόρεια Αμερική αλλά το αληθινό κεφάλαιο τους πρώτου γερμανικού προλεταριάτου τη δεκαετία του 1840 ήταν το Παρίσι, όπου 50.000 γερμανόφωνοι μετανάστες χωρίς χαρτιά μοχθούσαν σε κάτεργα.84
Στα γραπτά του και τις ομιλίες τους για τον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο και την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς, ο Μαρξ ισχυρίζονταν πως η διεθνής αλληλεγγύη είναι κρίσιμη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της ταξικής συνείδησης και πως η κινητοποίηση των εργατών σε εθνικό επίπεδο επιταχύνεται από τη διεθνή οργάνωση των πιο προχωρημένων τμημάτων της. Ταυτόχρονα, προειδοποίησε ότι κανένα εργατικό κίνημα δεν θα μπορούσε ποτέ να χειραφετηθεί όσο συμμετείχε πολιτικά ή ουσιαστικά στην καταπίεση ενός άλλου έθνους. Σε κάποια από τα πιο φλογερά του άρθρα αλλά και ομιλίες, υποστήριξε ότι η μαύρη ελευθερία ήταν η προϋπόθεση για μια ανεξάρτητη αμερικανική πολιτική εργατική τάξη, όπως και η ιρλανδική ελευθερία για μια ριζοσπαστική βρετανική εργατική τάξη. Στην Ευρώπη, η ανεξαρτησία της Πολωνίας, ήταν από καιρό σαφές πως αποτελούσε τη λυδία λίθο του δημοκρατικού και στη συνέχεια του σοσιαλιστικού διεθνισμού.
Στη βιολογία, μαθαίνουμε πως ένα συγκεκριμένο είδος κάμπιας μπορεί να διασχίσει το κατώφλι της μεταμόρφωσης μόνο υπό την προϋπόθεση πως βλέπει το μέλλον του ως πεταλούδα. Έτσι και η προλεταριακή υποκειμενικότητα. Δεν εξελίσσεται με βαθμιαία βήματα παρά απαιτεί μη γραμμικά άλματα, ειδικά αν σκεφτεί κανείς την ηθική αυτογνωσία της αλληλεγγύης με τους αγώνες ενός λαού που βρίσκεται μακριά. Ακόμα και όταν αυτό αντιφάσκει με το βραχυπρόθεσμο συμφέρον, όπως και στις περίφημες περιπτώσεις του ενθουσιασμού των εργαζομένων βαμβακιού στο Λάνκασιρ για τον Λίνκολν και αργότερα για τον Γκάντι, οι προσπάθειες αυτές όχι μόνο θεωρούν ως πιθανό έναν κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό, αλλά διαμορφώνουν συγκεκριμένα την πορεία της εργατικής τάξης προς αυτόν.
Ο Σοσιαλισμός, με άλλα λόγια, απαιτεί δρώντες των οποίων τα τελικά κίνητρα και οι αξίες προκύπτουν από δομές συναισθήματος που άλλοι θα θεωρούσαν πνευματικές. Ο Μαρξ δικαίως απερριπτε τον αφηρημένο ρομαντικό ανθρωπισμό, αλλά το προσωπικό του πάνθεον – ο Προμηθέας και ο Σπάρτακος, ο Όμηρος, ο Θερβάντες και ο Σαίξπηρ – επιβεβαίωσαν ένα ηρωικό όραμα της ανθρώπινης δυνατότητας. Μπορεί αυτή η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί στον σημερινό κόσμο, έναν κόσμο όπου η “παλιά εργατική τάξη” έχει υποβιβαστεί στις υπηρεσίες; Το άρθρο μου δεν απαντά σε αυτή την ερώτηση. Ελπίζω ότι θα συμβάλει στην τόνωση μιας συνεχιζόμενης αλληλόδρασης που μπορεί να δείξει το δρόμο προς τα εμπρός.
Μετάφραση: Ελένη Μπουλετή & Βασίλης Ρόγγας
1 “History in the ‘Age of Extremes’: A Conversation with Eric Hobsbawm (1995),” International Labor and Working-Class History 83 (March 2013), 19.
2 Even in China, their twilight may be on the horizon. The overall growth of the Chinese working class, as the countryside has sent tens of millions of its daughters and sons to labor in the coastal export-processing zones, disguises the simultaneous decline of the state-owned industrial sector and the huge layoffs among veteran industrial workers. See Ju Li, “From ‘Master’ to ‘Loser:’ Changing Working-Class Cultural Identity in Contemporary China,” International Labor and Working-Class History 88 (Fall 2015): 190–208.
3 Studies, for example, have contrasted the organized French working class’s broadly inclusive sense of “us” in the 1970s with the current rage against Muslim immigrants and young unemployed people in general. “Them” now includes those “below” the traditional proletariat as well as those “above” it. See Michele Lamont and Nicolas Duvous, “How Has Neo-liberalism Transformed France’s Symbolic Boundaries?,” Culture and Society 32, no. 2 (Summer 2014): 57–75; Olivier Schwartz, “Vivons-nous encore dans une society des classes?” La Vie desIdées, September 22, 2009.
4 The imminent threat of automation to the working class is an old story. First to bid the proletariat adieu were Stuart Chase and the Technocracy movement in the early 1930s, followed by Norbert Weiner, Ben Seligman and the Committee on the Triple Revolution in the 1960s, then André Gorz in 1980. All evidence, however, now points to the wolf actually being at the door.
5 Martin Ford, Rise of the Robots: Technology and the Threat of a Jobless Future (New York: Basic Books, 2015), 10.
6 There are, of course, many precedents for delinking the triad of urbanization, industrialization, and modernization. Trotsky, for instance, characterized Tsarist Russia as a case of “industrialization without modernization.” (See the fascinating discussion in Baruch Knei-Paz, The Social and Political Thought of Leon Trotsky, Oxford: Oxford University Press, 1978, 94–107.)
7 Michael Goldman, “With the Declining Significance of Labor, Who Is Producing Our Global Cities?,” International Labor and Working-Class History 87 (Spring 2015), 137–64 (on Bangalore); Olu Ajakaiye et al., “Understanding the Relationship between Growth and Employment in Nigeria,” Brookings Paper, May 2016.
8 David Neilson and Thomas Stubbs, “Relative Surplus Population and Uneven Development in the Neoliberal Era: Theory and Empirical Application,” Capital and Class 35, no. 3 (2011): 451.
9 Schwartz, ibid. His ethnographic studies of the impact over the last two generations of neoliberalism on the consciousness of miners, bus drivers, and machinists are essential to any understanding of Nicolas Sarkozy or Marine Le Pen.
10 Simon Charlesworth, A Phenomenology of Working-Class Experience (Cambridge: Cambridge University Press, 2000), 2. This is an eviscerating account of the human cost of deindustrialization and the destruction of a traditional culture of labor.
11 Christian Marazzi, “Money and Financial Capital,” Theory, Culture, Society 32 (2015): 7–8, 42.
12 Ellen Meiksins Wood, The Retreat from Class: A New “True” Socialism (London and New York: Verso, 1986), 5.
13 Georg Lukács, History and Class Consciousness: Studies in Marxist Dialectics (Cambridge, MA: MIT Press, [1923] 1971), 46.
14 International Review of Social History 52 (2007): 478.
15 Lukács, History and Class Consciousness, 46.
16 These notes might be considered an adventurous expansion of the theses in “The Special Class,” chapter 2 of Hal Draper, Karl Marx’s Theory of Revolution, Vol II: The Politics of Social Classes (New York: Monthly Review, 1978), 33–48. Draper’s trilogy, along with his two-volume The Marx-Engels Cyclopedia, are unsurpassed resources for navigating and understanding Marx’s politico-theoretical legacy.
17 Alex Callinicos, Making History: Agency, Structure, and Change in Social Theory (Leiden, Netherlands: Brill, [1987] 2005.
18 Sections of Tronti’s famous work have appeared in English, but for the whole we await the completion of Verso’s forthcoming translation. In the interim, his seminal essay “Lenin in England” offers an earlier version of this argument.
19 In one of his early London articles (“Review/May to October, 1850”), Marx first argued that the revolutions of 1848 were ignited by the economic crisis of 1847 and that the revolutionary moment ended with the return of prosperity at the end of 1849. He later incorporated this article as Part Four of Class Struggles in France.
20 The key text is V.I. Lenin, “The Impending Catastrophe and How to Combat It,” Collected Works, Vol. 25 (Moscow: Progress Publishers, [1917] 1964), 323–69.
21 David Shaw, “Happy in Our Chains? Agency and Language in the Postmodern Age,” History and Theory 40 (December 2001): 19, 21.
22 The epoch of partisan war and national liberation under Communist leadership is even richer in analogies for thinking about contemporary class formation and revolutionary capacity, but first things first.
23 Marc Mulholland, “Marx, the Proletariat, and the ‘Will to Socialism,’” Critique 37, no. 3 (2009): 339–40.
24 “The head of this emancipation is philosophy, its heart is the proletariat. Philosophy cannot be made a reality without the abolition of the proletariat, the proletariat cannot be abolished without philosophy being made a reality.” V.I. Lenin, Collected Works, Vol. 4 (Moscow: Progress Publishers, 1960), 187.
25 V.I. Lenin, “1844 Introduction,” Collected Works, Vol. 3 (Moscow: Progress Publishers, 1960), 186.
26 Ibid., 186–87; V.I. Lenin, Collected Works, Vol. 6 (Moscow: Progress Publishers, 1961),176.
27 André Gorz, Strategy for Labor (Boston: Beacon Press, 1967), 3.
28 David Montgomery, “Commentary and Response,” Labor History 40, no. 1 (1999): 37.
29 Raphael Samuel, “Mechanization and Hand Labour in Industrializing Britain,” in Lenard Berlanstein (ed.), The Industrial Revolution and Work in Nineteenth-Century Europe (London: Routledge, 1992), 38. From the standpoint of necessary, use-value-creating labor in society, however, the unpaid household work of working-class mothers and wives may have contributed the largest share. I haven’t found any Victorian estimates, but for the US in the 1950s–60s, Nordhaus and Tobin estimated that unwaged domestic labor was equivalent to 50 percent of the gdp. See William Nordhaus and James Tobin, “Is Growth Obsolete?” in Economic Research: Retrospect and Prospect, vol. 5, edited by National Bureau of Economic Research (New York: National Bureau of Economic Research, 1972).
30 For a sophisticated treatment of this distinction and its implications for class formation, see David Neilson, “Formal and Real Subordination and the Contemporary Proletariat: Re-coupling Marxist Class Theory and Labour-Process Analysis,” Capital and Class 31, no. 1 (Spring 2007): 89–123.
31 This is not to claim that industrial workers were initially the most class conscious or politically radical; the opposite was sometimes true, with semi-proletarianized artisans and small-shop craftsmen — tailors and printers above all — continuing to form a revolutionary milieu until the 1870s or even later.
32 In “Principles of Communism,” a rough draft for the Manifesto, Engels proclaimed, “So long as it is not possible to produce so much that not only is there enough for all, but also a surplus for the increase of social capital and for the further development of the productive forces, so long must there always be a ruling class disposing of the productive forces of society, and a poor, oppressed class.” Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works, vol. 6 (New York: International Publishers, [1845–48] 1976), 349.
33 Grundrisse, 704–08. Conversely, the suppression of free time and its conversion into disciplined toil was seen by the bourgeoisie as the very foundation of industry, if not civilization. Marx quotes the early economist Cunningham (1770): “There is a very great consumption of luxuries among the laboring poor of this kingdom; particularly among the manufacturing populace, which they also consume their time, the most fatal of all their consumptions.” Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works, vol. 34 (New York: International Publishers, [1863–64] 1993), 294.
34 “The problem as he sees it is not a redistribution, more just or more equal of existing wealth. For Marx, communism is the creation of new wealth, of new needs and of the conditions for their satisfaction.” Shlomo Avineri, The Social and Political Thought of Karl Marx (Cambridge: Cambridge University Press, 1968), 64.
35 Michael Lebowitz, “Review: Heller on Marx’s Concept of Needs,” Science and Society 43, no. 3 (Fall 1979): 349–50; Agnes Heller, The Theory of Need in Marx (London Allison & Busby, 1976).
36 Marx and Engels distinguished between the Fourierist phalansteries and Owenite colonies, which set themselves apart from the class struggle, and cooperative institutions that were integral parts of the workers’ movements.
37 Under capitalism “the labourer looks at the social nature of his labour, at its combination with the labour of others for a common purpose as he would at an alien power. …The situation is quite different in factories owned by the labourers themselves, as in Rochdale, for instance.” Karl Marx, Capital, Vol. II (Moscow: Progress Publishers, 1962), 85.
38 Marx, “The General Council to the Federal Council of Romance Switzerland,” Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works, vol. 21 (New York: International Publishers, [1867–70] 1985), 86.
39 Leon Trotsky, Platform of the Joint Opposition, chs. 1 and 3, reprinted at marxists.org.
40 Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works, vol. 1v (New York: International Publishers, [1844–45] 1975), 511.
41 Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works, vol. 11 (New York: International Publishers, [1851–53] 1980), 187.
42 Eric Hobsbawm, “Class Consciousness in History,” in István Mészáros (ed.), Aspects of History and Class Consciousness (London: Routledge, 1971), 9.
43 Constantin Pecqueur, Economie sociale … sous l’influence des applications de la vapeur (Paris: Desessart, 1839), xii, 62–63. Pecqueur, the advocate of a rather sinister version of state socialism, has occasionally been celebrated — by French writers — as the “French Marx.” (See Joseph Marie, Le socialism de Pecqueur, Paris 1906, 66–67, 108–10.)
44 For a famous study of a Hobbesian workplace maximally fragmented by race, gender, and skill, see Katherine Archibald, Wartime Shipyard: A Study in Social Disunity (Berkeley: University of California Press, 1947).
45 The classic twentieth-century account of local unionism as an elaborately forged alliance of shop cultures is Roger Friedlander’s The Emergence of a UAW Local, 1936–1939: A Study in Class and Culture, (Pittsburgh: University of Pittsburgh Press, 1977).
46 Marx and Engels, Collected Works, vol. 6, 211.
47 Karl Marx, The Condition of the Working-Class in England, in Marx and Engels, Collected Works, vol. 4, 418.
48 Ibid., 421.
49 Hugh McLeod, Piety and Poverty: Working-Class Religion in Berlin, London and New York, 1870–1914 (New York: Holmes and Meier, 1996), 11, chapter 1. In Wedding, for instance, barely 3 percent of the population were considered communicants.
50 Vernon Lidtke, The Alternative Culture: Socialist Labor in Imperial Germany (Oxford: Oxford University Press, 1985), 7–8, 17. In his chapter on songs and Liederbucher, Lidtke gives wonderful examples of socialists satirizing war-making and mocking patriotism in the
“burlesque” style that Brecht later transferred to the theater.
51 Ibid., 194.
52 Chris Ealham, Class, Culture and Conflict in Barcelona, 1898–1937 (London: Routledge, 2005), 36.
53 Rosa Luxemburg, “The Mass Strike,” in The Essential Rosa Luxemburg, edited by Helen Scott (Chicago: Haymarket Books, [1906] 2008), 145. In a statistical study of strikes during the 1905 revolution Lenin empirically vindicated Luxemburg’s analysis. (CW 16, 393–422.)
54 Hagen Koo, Korean Workers: The Culture and Politics of Class Formation (Ithaca, NY: Cornell University Press, 2001), 18–19.
55 David Montgomery, The Fall of the House of Labor (Cambridge: Cambridge University Press, 1987) 1.
56 Karen Hunt, “The Politics of Food and Women’s Neighborhood Activism in First World War Britain,” International Labor and Working-Class History 77 (Spring 2010): 8.
57 Geoff Eley, Forging Democracy: The History of the Left in Europe, 1850–2000 (Oxford: Oxford University Press, 2002), 58.
58 Jonathan Rose, The Intellectual Life of the British Working Classes (New Haven, CT: Yale University Press, 2008), 8; Dennis Sweeney, “Cultural Practice and Utopian Desire in German Social Democracy: Reading Adolf Levenstein’s Arbeiterfrage (1912),” Social History 28, no. 2 (2003): 174–99.
59 Karl Marx, Economic Manuscripts of 1861–63, in Marx and Engels, Collected Works, vol. 34, 101 (“Relative Surplus Value”).
60 Gregory Vargo, “‘Outworks of the Citadel of Corruption’: The Chartist Press Reports the Empire,” Victorian Studies 54, no. 2 (Winter 2012): 231. See also Stephen Coltham, “English Working-Class Newspapers in 1867,” Victorian Studies 13, no. 2 (December 1969).
61 John Reed, Ten Days That Shook the World (London: Penguin Classics, 2007) 24.
62 Gerhard Ritter, “Workers’ Culture in Imperial Germany,” Journal of Contemporary History 13 (1978): 166.
63 Martyn Walker, “‘Encouragement of Sound Education amongst the Industrial Classes’: Mechanics’ Institutes and Working-Class Membership, 1838–1881,” Educational Studies 39, no. 2 (2013): 142. Walker debunks the claim that the institutes were dominated by the middle classes: instead, he argues, they represented a “convergence of class interests.” “Working-class radicals aligned themselves with middle-class sympathisers in relation to politics and self-help” (145).
64 Quoted in Ed Block, “T.H. Huxley’s Rhetoric and the Popularization of Victorian Scientific ideas: 1854–1874,” Victorian Studies 29, no. 3 (Spring 1986): 369.
65 Ralph Colp, “The Contacts Between Karl Marx and Charles Darwin,” Journal of the History of Ideas 35, no. 2 (1974): 329–38; and Jenny Marx, Letter to Johann Becker (January 29, 1866), Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works, vol. 42 (New York: International Publishers, 1987), 568.
66 Georges Sorel, Reflections on Violence (Glencoe, IL: Free Press, 1950), 145.
67 Luxemburg, “Mass Strike,” 141, 147. For Trotsky’s well-known critique of “spontaneity,” see “Who Led the February Insurrection?” The History of the Russian Revolution (New York: Simon and Schuster, 1937), 142–52. In addition to the revolution in the Russian empire, a million workers demonstrated in the Austrian realm and German (Saxony especially). “It was estimated that 250,000 demonstrated in Vienna alone.” See Christoph Nonn, “Putting Radicalism to the Test: German Social Democracy and the 1905 Suffrage Demonstrations in Dresden,” International Review of Social History 41 (1996): 186.
68 Lenin, “The Reorganization of the Party” Collected Works, Vol. 10 (Moscow: Progress Publishers, [1905] 1962), 32; Phil Goodstein, The Theory of the General Strike from the French Revolution to Poland (New York: Columbia University Press, 1984), 153.
69 Marx and Engels, Collected Works, vol. 6, 354.
70 See Montgomery, Fall of the House of Labor, “Chapter 1: The Manager’s Brain Under the Workman’s Cap.” Engineers and chemists, however, were integral organizers of the new industries of the twentieth century, particularly chemicals and electrical machinery.
71 The “disappearance of the polyvalent skilled worker,” Gorz writes, “has also entailed the disappearance of the class able to take charge of the socialist project and translate it into reality. Fundamentally, the degeneration of socialist theory and practice has its origins here.” See André Gorz, Farewell to the Working Class, (London: Pluto Press, 2001), 66.
72 Nelson Lichtenstein, Walter Reuther: The Most Dangerous Man in Detroit (Urbana-Champaign: University of Illinois Press, 1995), 20.
73 A more recent example. In 1974, as part of a general strike against Harold Wilson’s attempt to bring moderate Catholic leaders into Ulster government, Loyalist workers shut down the Ballylumford Power Plant that generated most of Belfast’s electricity. British Army engineers — totally baffled by the results of years of ad hoc tinkering by the power workers — were unable to start up the plant and Wilson was humiliatingly forced to abandon his reforms. A book about the strike reported subsequent panic in NATO as its planners realized that Communist workers in French and Italian utilities undoubtedly could do the same thing. See Don Anderson, 14 May Days (Dublin: Gill and MacMillan, 1994).
74 Marx and Engels, Collected Works, vol. 6, 176.
75 Lukács, 63 and 66. (His emphasis.)
76 Ibid, 69 and 76–77.
77 Stephen Perkins, Marxism and the Proletariat: A Lukácsian Perspective, Pluto, London 1993, 171.
78 Lukács, History and Class Consciousness, translated by Rodney Livingston (Cambridge, MA: MIT Press, 1972), 74, 80.
79 Pierre Broué, The German Revolution, 1917–1923 (Chicago: Haymarket Books, [1971] 2006), 68.
80 Lenin, “The Tasks of the Revolution,” in Collected Works, Vol. 26 (Moscow: Progress Publishers, [1917] 1964), 60.
81 Alexander Rabinowitch, The Bolsheviks Come to Power: The Revolution of 1917 in Petrograd (Chicago: Haymarket Books, 2004), 311–12.
82 Preobrazhensky, quoted in A. Marshall’s review of The Preobrazhensky Papers in Critique 43, no. 1 (2015): 92–93.
83 George Julian Harney, speech reprinted in Engels, “The Festival of Nations in London,” in Marx and Engels, Collected Works, vol. 6, 11.
84 Jacques Grandjonc, “Les étrangers a Paris sous la monarchie de Juillet et la seconde République,”Population 29 (March 1974): 84 (French edition). Stanley Nadel, noting that “the average journeyman stayed in Paris for only a limited period, perfecting his trade and then moving on,” calculated “that somewhere between 100,000 and a half million veterans of the Paris workshops had returned to German before the end of the decade [1840s].” See Stanley Nadel, “From the Barricades of Paris to the Sidewalks of New York: German Artisans and the European Roots of American Labor Radicalism,” Labor History 30, no. 1 (Winter 1989): 49–50.
Πηγή: Catalyst