«Η Πολιτιστική Ολυμπιάδα περιορίστηκε σε μερικά πολυδάπανα, εντυπωσιακά και φωτογενή «πολυθεάματα» αντί για έργα υποδομής ή αναδημιουργία δομών σε τομείς που παρατηρείται πολιτισμικό έλλειμμα. Οι μεγαλεπήβολες εξαγγελίες κατέληξαν σε ένα άνευρο, συμβατικό και σπάταλο Φεστιβάλ. Η διαχείριση της φωτογραφίας αποτελεί ιστορικό παράδειγμα ελλιπούς, ερασιτεχνικής και αδιαφανούς διαχείρισης του πολιτισμού – κάτι που, όπως φαίνεται, δεν έπαψε ποτέ να καθορίζει την πολιτιστική πολιτική σε αυτή τη χώρα».
Το 1997, ο τότε υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος ανακοινώνει τη δημιουργία ενός νέου θεσμού, της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, αντί του συνήθους προγράμματος πολιτιστικών εκδηλώσεων που συνοδεύουν τους αγώνες. Την ίδρυση του θεσμού ακολουθούν μεγαλεπήβολες εξαγγελίες, ρητορικός μαξιμαλισμός περί «Πολιτισμού των Πολιτισμών» και αιτήματα στους φορείς να υποβάλουν μεγαλόπνοα σχέδια. Η εκτεταμένη και κοστολογημένη πρόταση των φορέων του Φωτογραφικού Δικτύου, που κατατέθηκε στον αρμόδιο οργανισμό (ΟΠΕΠ) μετά από αίτημα του ΥΠ.ΠΟ, δεν είχε καν την τύχη να λάβει μια απάντηση. Ένας τριετής σχεδιασμός που περιλάμβανε αναθέσεις έργων, εκθέσεις, σεμινάρια, θεωρητικές εκδόσεις και τη δημιουργία μιας συλλογικής ιστορίας της ελληνικής φωτογραφίας, αγνοήθηκε προκλητικά και στη θέση του ήρθε μια πολυδάπανη έκθεση του γαλλικού πρακτορείου Magnum. Έτσι, η μόνη φωτογραφική δράση της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας υπήρξε η έκθεση «Περίπλους, 12 φωτογράφοι του Magnum στη σύγχρονη Eλλάδα».
O Περίπλους
Το γενικό σκεπτικό της παραγωγής βασιζόταν στην Ελλάδος Περιήγησι του Παυσανία: Δέκα τα βιβλία του Παυσανία, δέκα και οι φωτογράφοι του Magnum. Δεδομένου ότι, κατά τα άλλα, τόσο οι τόποι όσο και το ίδιο το σκεπτικό του σύγχρονου Περίπλου ουδεμία σχέση είχαν με το έργο του Παυσανία, είναι προφανές ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα εύρημα για να δώσει λίγη αρχαιοελληνική αίγλη στο όλο εγχείρημα. Στο ίδιο πνεύμα, την κάθε ενότητα συνόδευε ένα αρχαίο κείμενο – κανένα από τα οποία δεν ήταν του Παυσανία.
Με ανάλογη λογική επιλέχθηκαν και οι ενότητες που θα περιέγραφαν τη σύγχρονη Ελλάδα: «τα αρχαιολογικά μνημεία», «η νυχτερινή ζωή», «οι μειονότητες», «Παράδοση και θρησκεία», «οι Αθηναίοι», «οι Ελληνίδες», «οι Λαβύρινθοι», «οι Θαλάσσιες διαδρομές», «τα ελληνικά κλισέ» και… «τα Mαστοροχώρια». Στην πορεία προστέθηκαν ακόμη δύο («τα σύνορα» και «τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα»), οπότε η σχέση «10 βιβλία – 10 φωτογράφοι» εξαφανίστηκε κι αυτή. Γιατί επιλέχθηκε ο Παυσανίας; Πιθανότατα λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος για τις περιηγήσεις του από τη δεκαετία του 1980 και μετά, το οποίο έκανε γνωστό το όνομά του στο ευρύτερο κοινό στη Δύση. Η Eλλάδος περιήγησις άπτεται ορισμένων ζητημάτων που είχαν γίνει πρόσφατα της μόδας και εκτός του ακαδημαϊκού πεδίου: το ταξίδι ως πολιτισμικό φαινόμενο, ο μετα-αποικιοκρατικός λόγος, η προβληματική πάνω στο βλέμμα και τους τρόπους θέασης.
Καθρεφτάκια για ιθαγενείς
Ο Περίπλους διαφημίστηκε ως «μία από τις μεγαλύτερες παραγγελίες που έχουν σημαδέψει την ιστορία των φωτογραφικών ντοκιμαντέρ» όπως η Hλιογραφική Aποστολή, το Datar και το FSA. Όσοι γνωρίζουν ιστορία ξέρουν φυσικά πως καταγραφικές παραγωγές όπως αυτές άφησαν πίσω τους τεράστιο έργο και σημάδεψαν την ιστορία της φωτογραφίας. Τα έργα αυτά ήταν μεγάλης κλίμακας, τόσο χρονικά όσο και γεωγραφικά, και απασχόλησαν έναν μεγάλο αριθμό φωτογραφικού δυναμικού για σημαντικά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι φωτογράφοι του Magnum, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ξαναέρθει ποτέ στην Eλλάδα, έμειναν στη χώρα για περίπου δύο εβδομάδες. Το πώς ακριβώς συγκρίνονται μεταξύ τους παραμένει μυστήριο και προστίθεται στις πολυάριθμες αστήρικτες και ασυνάρτητες κενολογίες που ακολούθησαν.
Ο Περίπλους παρουσιάστηκε ως «αντιπορτρέτο» της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα αντικατέστησε απλώς την καθαρόαιμη αρχαιοπληξία με ένα πιο σύγχρονο ελληνικό φολκλόρ. H εικόνα της Ελλάδας που είδαμε στον «Περίπλου» είναι η εκδοχή που ασπάζονται αυτοί που επιμένουν να βλέπουν τη σύγχρονη Ελλάδα εγκλωβισμένη ανάμεσα στα τρίγωνα «Aριστοτέλης-Πλάτωνας-Παυσανίας» από τη μια, και «μουσακάς-τζατζίκι-συρτάκι» από την άλλη. Πώς να εξηγήσει κανείς γιατί, π.χ., τα «ελληνικά κλισέ» του Carl de Keyzer αποτελούν σχόλιο πάνω στα τουριστικά μας στερεότυπα; Γιατί μια γάτα σ’ ένα δρομάκι αιγαιοπελαγίτικου νησιού είναι υπέρβαση ή κριτική του στερεότυπου της γάτας; Επειδή τη συνοδεύει απόσπασμα από την Πολιτεία του Πλάτωνα;
Οι παραδοσιακές και οι περιθωριακές κοινωνικές ομάδες ήταν πάντα στο κέντρο του ενδιαφέροντος της φωτογραφίας του Magnum, μια φωτογραφία που επιμένει να εξομοιώνει το παράξενο και το γραφικό με το αυθεντικό. Ενδεικτική είναι η δήλωση του N. Oικονομόπουλου ότι «ο εκπολιτισμός» καταργεί την «αυθεντικότητα», όπως και η πικρία που εξέφρασε ο K. Mάνος ότι η «ρομαντική», «ποιητική» Ελλάδα που φωτογράφησε πριν 40 χρόνια δεν υπάρχει πια. Οι φωτογράφοι του Magnum, όντας αποκομμένοι και απόλυτοι παρατηρητές, ομογενοποιούν ό,τι δεν κατανοούν αναπαριστώντας κυρίως τον εξωτισμό που «βλέπει» ο εξωτερικός παρατηρητής. Φεύγοντας από τη χώρα τους, παίρνουν απλώς μαζί τους τις αντιλήψεις, απόψεις, γνώσεις της κοινωνίας τους, προβάλλοντάς τις πάνω στις κοινωνίες που επισκέπτονται.
Στον Περίπλου, το Magnum αντιμετώπισε μια χώρα έξω από το σύνηθες μοντέλο στο οποίο διαπρέπει: μια χώρα με δύσκολο φως, με χαώδεις δομές στο αστικό περιβάλλον, μια χώρα που δεν είναι Γαλλία ή Αμερική, αλλά ούτε και Τρίτος Κόσμος. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Josef Koudelka παρουσίασε τελικά παλαιότερες φωτογραφίες του από την Ελλάδα και ο Patrick Zachmann εξέφρασε από την αρχή τη δυσαρέσκειά του για την «ασχήμια και το χάος» της Αθήνας, που καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο να κάνει κανείς ενδιαφέρουσες και ατμοσφαιρικές εικόνες. Έτσι, οι φωτογράφοι επέλεξαν ό,τι τους ήταν πιο οικείο και οι επιμελητές επιστράτευσαν εξαπλουστεύσεις και εύκολα σύμβολα για να καλύψουν την αμηχανία τους. Οι μόνες πληροφορίες που δημιουργούσαν ένα είδος ενιαίου πλαισίου για τις φωτογραφίες ήταν τα αρχαία κείμενα (που σύμφωνα με την επιμελήτρια της έκθεσης «σαν αρχαίος απόηχος συνοδεύουν τους δημιουργούς σ’ αυτόν το λαβύρινθο μύησης»), τα οποία, όμως, είναι εντελώς άσχετα. H προχειρότητα της επιλογής –και η άγνοια– είναι εμφανής.
Η άγνοια χαρακτηρίζει συνολικά την παραγωγή: άγνοια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας για τη φωτογραφική παραγωγή στην Ελλάδα και για το ότι όλα αυτά τα θέματα έχουν καλυφθεί εκτεταμένα από Έλληνες φωτογράφους, άγνοια της διεθνούς φωτογραφικής σκηνής, άγνοια για τις δυνατότητες και τα όρια του Magnum. Από την άλλη, άγνοια του Magnum για την ελληνική πραγματικότητα και άγνοια των επιμελητών για την ελληνική φωτογραφική πραγματικότητα. (Ο Kωστής Aντωνιάδης, τότε διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης στο οποίο εκτέθηκε ο Περίπλους, αναφέρει χαρακτηριστικά πως οι επιμελητές τού είπαν ότι η έκθεση αυτή θα δώσει την ευκαιρία στους Έλληνες φωτογράφους να δουν πώς μπορούν να χρησιμοποιούν το χρώμα στη φωτογραφική απεικόνιση της χώρας.)
Το κοινό αγνόησε τελικά την πολυδάπανη παραγωγή: η προσέλευση ήταν συνολικά απογοητευτική. Στο Λονδίνο, για παράδειγμα, το βράδυ των εγκαινίων στην αίθουσα βρέθηκαν συνολικά 20 άνθρωποι συμπεριλαμβανομένων των υπευθύνων του Ελληνικού Κέντρου, της Ελληνικής Πρεσβείας και των ανθρώπων του Magnum. Και στο Μουσείο Μπενάκη, όπου η έκθεση παρουσιάστηκε ολοκληρωμένη και έμεινε σχεδόν τρεις μήνες, η κίνηση ήταν σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, όπως άλλωστε και στις υπόλοιπες εκθεσιακές διοργανώσεις της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας με εξαίρεση αυτή στην Εθνική Πινακοθήκη. Η διακίνηση της έκθεσης ήταν εξίσου προβληματική, καθώς η παρουσίασή της περιορίστηκε σε κάποια ελληνικά ιδρύματα του εξωτερικού, καταρρίπτοντας και το επιχείρημα ότι το «όνομα» του Magnum θα επέτρεπε τη διεθνή προβολή της παραγωγής.
Εντέλει, παρά τους υψηλούς στόχους και τις διακηρύξεις, η Πολιτιστική Ολυμπιάδα περιορίστηκε σε μερικά πολυδάπανα, εντυπωσιακά και φωτογενή «πολυθεάματα» αντί για έργα υποδομής ή αναδημιουργία δομών σε τομείς που παρατηρείται πολιτισμικό έλλειμμα, διαλύοντας, σε συνδυασμό με τη θρυλική Επικράτεια Πολιτισμού, ό,τι είχε απομείνει από τα Πολιτιστικά Δίκτυα Πόλεων και τις Εθνικές Πολιτικές του Θάνου Μικρούτσικου, δομές που και συνολικό σχεδιασμό διέθεταν και μακρόπνοη στρατηγική. Οι μεγαλεπήβολες εξαγγελίες κατέληξαν σε ένα άνευρο, συμβατικό και σπάταλο Φεστιβάλ. Η διαχείριση της φωτογραφίας αποτελεί ιστορικό παράδειγμα ελλιπούς, ερασιτεχνικής και αδιαφανούς διαχείρισης του πολιτισμού – κάτι που, όπως φαίνεται, δεν έπαψε ποτέ να καθορίζει την πολιτιστική πολιτική σε αυτή τη χώρα. Η άγνοια των ανθρώπων που ασκούν πολιτική, η απαξίωση της τοπικής καλλιτεχνικής παραγωγής και ο υπέρμετρος θαυμασμός οτιδήποτε «ξένου» είναι διαχρονικά φαινόμενα. Απλώς στην περίπτωση του Περίπλου δεν υπήρχαν «παλλόμενα πέη», όπως στην πρόσφατη του Φαμπρ, για να ξεσηκώσουν σάλο – κι έτσι το Magnum ήρθε, πληρώθηκε και απήλθε χωρίς προβλήματα.
Η Πηνελόπη Πετσίνη είναι θεωρητικός τέχνης, διδάκτωρ τεχνών και ανθρωπιστικών επιστημών.
* Η εικόνα αριστερά είναι από τα «Ελληνικά κλισέ» του Carl de Keyzer, ενώ η δεξιά είναι καρτ-ποστάλ του Γιώργου Δεπόλλα, που ειρωνικά την ονόμασε «από τη σειρά Κάθετες Γάτες σε Πτώση» ως hommage στον de Keyzer.
Πηγή: Ενθέματα της Αυγής